Η πίσω σελίδα μιας φωτογραφίας

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 14.10.18 ]

Η φωτογραφία, λέει, είναι του 1983. Βρίσκεται στη σελίδα 73 του άλμπουμ «Εβδομήντα Χρόνια Ελληνική Ραδιοφωνία». Αλλά δέκα χρόνια πριν από τώρα. Είναι τραβηγμένη στο στούντιο του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Τι όμως μπορεί να περιέχει το κάδρο μιας φωτογραφίας; Φυσικά, τα πρόσωπα, θα μου πεις. Αλλά μόνο αυτά; Φυσικά και τα στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου. Μια κονσόλα – αντικείμενο προϊστορίας πια -, την ηχομόνωση του τοίχου, το τηλέφωνο, την πόρτα… αυτά. Όλα για τις ανάγκες της εκπομπής «Πορτρέτα δημιουργών». Αυτά λοιπόν και τελειώσαμε; Να γυρίσω σελίδα;

Φοβάμαι να το επιχειρήσω, γιατί δεν ξέρω τι θα βρω στο πίσω μέρος μιας φωτογραφίας που ύστερα από τόσα χρόνια περιέχει απείρως περισσότερα από όσα απεικονίζει. Και προπαντός τόση μα τόση απουσία, τόσες μα τόσες σκιές. Είναι άλλωστε γνωστό πως η φωτογραφία είναι ένα παιχνίδι του φωτός καμωμένο από σκιές. Και στην προκειμένη περίπτωση, για μένα, είναι ένα παιχνίδι φωτός καμωμένο από αγαθές σκιές της ζωής μου.

Από τους απεικονιζόμενους, σήμερα ζει μόνο ο ποιητής Κώστας Παπαγεωργίου, χρόνια πια φίλος αγαπημένος. Εκτός των άλλων, τον συνάντησα και το 2006, όταν κι εγώ πρωτοπήγα στο Τρίτο, ως προϊστάμενό μου. Διευθυντής στο Τμήμα Πολιτισμού και Επιμόρφωσης. Ο Κώστας έχει συνταξιοδοτηθεί, το Τμήμα Πολιτισμού και Επιμόρφωσης δεν περιλαμβάνεται στο τωρινό οργανόγραμμα. Αλλάζουν τα πράγματα, αλλάζουν διαρκώς, αλλάζουν ακόμα και μέσα στις φωτογραφίες, γιατί κι εσύ έχεις αλλάξει κι αυτοί έχουν φύγει κι άλλοι έχουν έρθει κι ο κόσμος σου είναι ένας κόσμος καμωμένος από σκιές και κενό. Όχι άδειο. Κενό. Αλλιώς δεν γίνεται το πλήρες.

Τότε, το 1983, και ο χώρος, δηλαδή το Τρίτο Πρόγραμμα, και τα πρόσωπα – τουλάχιστον τα περισσότερα – ανήκαν στην περιοχή του θρύλου. Ούτε που το φανταζόμουν ότι κάποτε θα καθόμουν κι εγώ πίσω από το μικρόφωνο του Τρίτου, έχοντας εν τω μεταξύ γνωρίσει και συνδεθεί φιλικά με τους ποιητές Κώστα Παπαγεωργίου και Γιάννη Κοντό, έχοντας γνωρίσει και πάρει συνέντευξη από την Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ, αλλά και από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, που ήταν μάλιστα και η πρώτη μου τηλεοπτική συνέντευξη.

Ο μόνος που δεν γνώρισα ήταν ο Ανακρέων Παπαγεωργίου, αδελφός του Κώστα, μουσικός και μουσικός επιμελητής στο Τρίτο. Γλυκός και τρυφερός άνθρωπος, έμαθα από τους τόσους κοινούς φίλους. Άνθρωπος ευρύχωρων αισθημάτων και μ’ εκείνη τη φυσική ικανότητα να δημιουργεί ευρύχωρο συναισθηματικό περιβάλλον στους γύρω του. Χάθηκε πρόωρα και ανήκει πια στο ακατάβλητο «για πάντα» που μας περιβάλλει και μας κάνει να στεκόμαστε αμήχανοι και μόνοι μπροστά σε μια φωτογραφία. Πότε έγιναν όλα τούτα; Πώς έγιναν όλα τούτα;

Πότε ήταν εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό του 1985 που γνώρισα τον Γιάννη Κοντό; Υπηρετούσα – εξ αναβολής – τη θητεία μου και πήγα, αφού τηλεφώνησα, στο γραφείο του στον Κέδρο, ντυμένος μάλιστα με τη στολή αγγαρείας. Δεν νομίζω να υπήρχε πιο παράξενο πράγμα από έναν φαντάρο μέσα στα γραφεία του Κέδρου, που κρατάει στα χέρια του μια ποιητική συλλογή. Γελάσαμε πολλές φορές αργότερα με τον Γιάννη γι’ αυτό το αμήχανο σκηνικό. Μάλιστα, δεν ξέρω για ποιον λόγο, του Γιάννη τού είχε καρφωθεί η ιδέα πως ήμουν δόκιμος αξιωματικός και είχα πάει ντυμένος με στολή δοκίμου. Πράγμα όχι ψευδές, αλλά τόσο συγκινητικά, τόσο ζωτικά αναληθές, ώστε τον άφηνα να το διηγείται (με κάθε ευκαιρία) χωρίς ποτέ να τον διορθώσω. Έφυγε αδιόρθωτος. Στην τρυφερότητά του.

Πότε ήταν κι εκείνο το βράδυ Φεβρουαρίου του 1991, να βρέχει καταρρακτωδώς σαν να μην πρόκειται να σταματήσει ποτέ; Είμαι στις εγκαταστάσεις του 902 Αριστερά στα FM. Επικρατεί αναβρασμός για το επικείμενο 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ (που αποδείχτηκε και συνέδριο διάσπασης), αλλά και γιατί έχει βγει πειραματικά στον αέρα ο τηλεοπτικός 902. Ξαφνικά έρχεται ένα από τα διευθυντικά στελέχη και μου λέει «πας στο σπίτι σου, φοράς τα καλά σου, έρχεσαι πίσω και φεύγεις για να πάρεις συνέντευξη από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και ύστερα από τον Μανόλη Αναγνωστάκη». Μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Εγώ; Τηλεόραση; Καμπανέλλης; Αναγνωστάκης; Ειλικρινά δεν θυμάμαι πώς πήγα με τις συγκοινωνίες, μέσα στη βροχή, στη Νέα Σμύρνη όπου έμενα τότε, «έβαλα τα καλά μου», γύρισα στον Περισσό και ύστερα βρέθηκα στο σπίτι του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ούτε πού έμενε θυμάμαι. Μόνο τον τρόμο μου θυμάμαι. Είχαν και κάπου να πάνε με τη γυναίκα του, ο χρόνος πίεζε (και η γυναίκα του επίσης), άσ’ τα. Και ο τρόμος έγινε πανικός όταν μετά το τέλος της συνέντευξης (ιδέαν εγώ από τα τεχνικά) μου λέει πολύ φυσικά ο σκηνοθέτης «και τώρα θα κάνεις τα on». Τον κοιτάζω με το αγαθό βλέμμα του μηρυκαστικού: «Τι είναι τα on;». «Θα ξαναπείς τις ερωτήσεις», μου λέει, «γιατί είναι μονοκάμερο». Αν έχω νιώσει πανικό μία φορά στη ζωή μου, είναι αυτή τη φορά. Δυστυχώς από τη συνέντευξη δεν απέμεινε τίποτα. Ούτε από την επόμενη του Μανόλη Αναγνωστάκη. Ούτε μία φωτογραφία…

Πότε πάλι ήταν που η Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ (τέλη δεκαετίας του ’80), γελώντας με την καρδιά της, μου διηγείται «πως σε ένα πάρτι, νέα κοπέλα, είχα καλέσει και τον Χαρίλαο Φλωράκη». Και ο ίδιος χρόνια αργότερα της έλεγε πως πηγαίνοντας στο αστικό της σπίτι ντρεπόταν για τα χοντροπάπουτσα που φορούσε. Και με ιδιαίτερη γλαφυρότητα της περιέγραφε πώς τα κοίταζε ανεβαίνοντας τα σκαλιά πριν από την εξώπορτα.

Πότε έγιναν όλα αυτά; Πότε ήταν όλοι αυτοί που σήμερα δεν είναι; Γι’ αυτό σου λέω ότι φοβάμαι να γυρίσω το πίσω μέρος της φωτογραφίας. Την πίσω σελίδα του άλμπουμ. Γι’ αυτό καμιά φορά τα βράδια, όταν όλοι στο σπίτι κοιμούνται και ο ήχος της πόλης ησυχάζει, ακούω έναν ελαφρύ θόρυβο και ξέρω πως είναι οι σελίδες των βιβλίων που θροΐζουν. Είναι από το αεράκι που σηκώνουν οι αγαπημένοι μου απόντες καθώς χαμογελούν μέσα στις φωτογραφίες. Και τις λέξεις.

Πηγή: Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, στήλη: ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ