Η νοηματοδότηση της αποτυχίας
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 19.11.17 ]Ο σοφός Διογένης, κάποτε, στέκονταν εμπρός από ένα άγαλμα ζητώντας...ελεημοσύνη. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό, εκείνος απάντησε: «μελετῶ ἀποτυγχάνειν» (μελετώ την αποτυχία)
Η «αποτυχία» πνίγει τις δυνατότητες εκατομμυρίων ανθρώπων κάθε μέρα. Διαφθείρει, καταπνίγει και τρομοκρατεί τους πιο εργατικούς ανθρώπους που δεν συνειδητοποιούν ότι οι αποτυχίες μπορεί να είναι ο δρόμος προς την επιτυχία και ότι δεν υπάρχει αποτυχία -τέλος πάντων- παρά μόνο ανατροφοδότηση. Η σύγχυση οφείλεται πρωτίστως στην κοινωνική νοηματοδότηση της έννοιας και κάθε έννοιας.
Ο Πλάτωνας ενδεχομένως έκανε λάθος για την ηθική, την πολιτική, τη γνώση και τη βασική δομή της πραγματικότητας. Έθεσε όμως τις βάσεις της φιλοσοφικής σκέψης. Ο μεγαλύτερος λόγος που φοβόμαστε την αποτυχία είναι ότι την συνδέουμε με την αίσθηση της αξίας μας. Είναι όπως θα έλεγε ο Βιτγκενστάιν θέμα γλωσσικό. Αυτός πρώτος παρατήρησε ότι όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα προέκυψαν και συνεχίζουν να ανακύπτουν από την εσφαλμένη αντίληψη του νοήματος της γλώσσας. Δεν αρκεί, παρατηρεί αρχικά, παρά να αποκαταστήσουν οι φιλόσοφοι την γλώσσα που μεταχειρίζονται στην ορθή χρήση της επισημαίνοντας ποιο είναι το σωστό νόημά της, και αυτομάτως όλα τα φιλοσοφικά ζητήματα θα εξαφανιστούν. Στο πλαίσιο της θεωρίας του για το νόημα της γλώσσας , ο Βιτγκενστάιν παρομοίασε αργότερα το νόημα των λέξεων με τον ρόλο που διαδραματίζουν τα πιόνια σε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, ο οποίος καθορίζεται από τους κανόνες που ισχύουν στο παιχνίδι. Σύμφωνα με αυτή την θεωρία , τα λάθη που σημειώνονται στην φιλοσοφία είναι αποτέλεσμα μιας τέτοιας σύγχυσης, οφείλονται δηλαδή στο μπέρδεμα διαφορετικών γλωσσικών παιχνιδιών που λαμβάνουν χώρα μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον.
Η αποτυχία διδάσκει τον Heidegger, η αποτυχία της φιλοσοφικής μεταφυσικής στο Είναι και Χρόνος , αναγνωρίζεται ως ένα κρίσιμο μέρος αυτού που κάνει το έργο αυτό το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο του εικοστού αιώνα. Για να μεταχειριστώ την ορολογία του, το Dasein έχει την τάση να χάνει τον εαυτό του και να «εκπίπτει» σε φερέφωνο της κυριαρχίας των «πολλών». Ενώπιον αυτής της κατάστασης, η φιλοσοφία καλείται να αντιδράσει αντιμαχόμενη την «κατάπτωση» και αναδεικνύοντας την αυθεντικότητα της ζωής.
Σε αντίθεση με τον Gadamer, που θα δει στη γλώσσα ένα πεδίο διαλόγου και εμφάνισης της αλήθειας, ο Heidegger εκλαμβάνει τη γλώσσα ως ένα ακόμη επακόλουθο της μεταφυσικής, ως έκφραση της προσήλωσής μας στα όντα και της αποξένωσής μας από το Είναι. Η αντίδρασή του δεν θα τον οδηγήσει σε αφωνία και σιωπή, αλλά σε διερεύνηση του ίδιου του χαρακτήρα και των ορίων της γλώσσας. Το πεδίο που επιτρέπει μια τέτοια διερώτηση δεν είναι τόσο η φιλοσοφία όσο η ποίηση. Εδώ η γλώσσα δεν επιχειρεί να αναπαραστήσει μια εξωτερική πραγματικότητα, αλλά δημιουργεί η ίδια την πραγματικότητά της.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο ποιητής που ενέπνευσε και απασχόλησε τον Heidegger περισσότερο από κάθε άλλον ήταν ο Hölderlin που εγκατέλειψε τη φιλοσοφία για να μεγαλουργήσει στην ποίηση, πριν βυθιστεί στο σκοτάδι της τρέλας.
Η σύγχυση της έννοιας συνδέεται με το γεγονός ότι το κέρδος και το κεφάλαιο, φετιχοποιούνται, φυσικοποιούνται, θεωρούνται έννοιες απολύτως αυτονόητες, με την ισχύ φυσικών φαινομένων. Θεωρούμαστε επιτυχημένοι στον βαθμό που υποτάσσουμε τη ζωή, την πράξη και όλο μας το είναι στους ηθικώς ανώτερους σκοπούς της ακατάπαυστης κερδοφορίας.
Ο Καβάφης αντιπροτείνει στην αποτυχία την αξιοπρέπεια. Για τον ποιητή αξία έχει η προσπάθεια και όχι το αποτέλεσμά της: «Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι./Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο./Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια./Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε./Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,/ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.»
ή όπως το έθεσε ο Ελύτης;
«Κάθε νίκη από χιλιάδες μικρές ήττες καμωμένη».
Και ο Καρούζος συμπληρώνει:
«Όποιος λέει είναι νικητής
διαπράττει ένα ανιαρό λάθος
όποιος λέει πως είναι νικημένος
διαπράττει ένα σπαραχτικό λάθος»
Το ζητούμενο είναι η αποτυχία να δώσει το περιθώριο επαναπροσδιορισμού και ανακατάταξης της ζωής μας
ή όπως το έθεσε ο Μπέκετ:
«Πάντα προσπάθεια. Πάντα αποτυχία. Δεν πειράζει. Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα».
Το θέμα είναι να αποποινικοποιήσουμε τις λέξεις!