Η μοναξιά των επετείων
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 25.03.21 ]Των επετείων. Των μνημείων χωρίς μνήμη, που τα θάβουν ζωντανά κάτω από το τσιμέντο για να μην διηγούνται. Των πόλεων με τα ξεριζωμένα σπλάχνα των ερειπίων, για να μην κυματίσει ποτέ πια η θάλασσα στον ουρανό τους. Των επετείων που δεν βρίσκουν κλίνη στον καιρό και πεθαίνουν, όλο πεθαίνουν από ασφυξία του χρόνου. Των επετείων με τους ανεόρταστους εορτασμούς και το απανδόκευτο μέλλον.
Διακόσια χρόνια μοναξιάς πέρασαν, χρόνια σκληρά, με το λεπίδι και το σκουριασμένο μάρμαρο που δεν λέει να ξεσκουριάσει. Τόση βροχή Θε μου κι αυτή η μοναξιά να μην λέει να ξεσκουριάσει. Πεθαίνουνε μονάχοι οι φίλοι μας, τα γονικά και τα παιδιά μας, τόση βροχή μας παίρνει τους δικούς κι ούτε ένα δάκρυ να τους χαϊδέψει την τελευταία μοναξιά.
Μοναξιά, «σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή». Α, ναι, την γνωρίζω την τρομερή κόψη των επετείων: να σφάζει στο γόνατο τη μοναξιά μας και να γιορτάζει τον τρόμο πάνω στον τρόμο.
Γνωρίζω την επέτειο του μαστίγιου και την επέτειο του πολυβόλου. Γνωρίζω την επέτειο του καταστατικού και την επέτειο του διατάγματος. Γνωρίζω την επέτειο της απαγόρευσης και την επέτειο της τιμωρίας. Γνωρίζω την επέτειο κάθε κλοπής, κάθε αρπαγής. Και γνωρίζω την δαπάνη, την πληρωμένη στο ακέραιο, γνωρίζω το πελώριο χρήμα των ανθρώπων που κατατέθηκε σταγόνα τη σταγόνα ώσπου να στεγνώσουν μέρες και νύχτες δίχως τελειωμό, για κάθε επέτειο αδειανή.
Των επετείων δαπάνη, των επετείων σπατάλη. Σαν να κοιτάζεις πίνακες σ’ ένα μουσείο χωρίς ποτέ να έχεις κοιτάξει στα μάτια έναν άνθρωπο. Σαν να να κοιτάζεις πίνακες σ’ ένα μουσείο όπου ποτέ δεν κατοίκησαν κι ούτε θα κατοικήσουνε ποτέ οι μούσες. Γιατί οι μούσες πεθαίνουν αβοήθητες λίγο πιο πέρα: σ’ ένα μουσείο αληθινό που πάλλεται από θάνατο, σ’ ένα παρόν λιωμένο, ή σ’ ένα μέλλον άρρωστο βαριά από βαριά κληρονομική απελπισία.
Των επετείων του άδειου. Των επετείων της κούφιας κλαγγής. Των επετείων με το άγριο νερό να κατεβαίνει ουρλιάζοντας από το στόμα του βασανιστή στο σώμα της μητέρας μου. Των επετείων μιας νεροσυρμής που σκόρπισε τους έρωτες σ’ όλες τις εξορίες.
Διακόσια χρόνια εξορίας πέρασαν κι ακόμα μας επιστρέφονται τα γράμματα που στέλναμε, ψελλίζοντας τα ονόματα του κόσμου: ο παραλήπτης άγνωστος, η πόλις εάλω, ο κόσμος που ζητήσατε δεν ήτανε ποτέ εδώ. Των επετείων ενός θλιμμένου ταχυδρόμου κι ενός ταχυδρομείου κλειστού από καιρό, μαζί με τον σταθμό του τραίνου. Μήτε αναμονή, μήτε αποχαιρετισμός. Η μνήμη ανακλήθηκε. Οι προελάσεις σταμάτησαν, έγιναν παρελάσεις. Περνάνε από αλλού. Δεν ξέρουμε πότε ξεκίνησαν, από που ξεκίνησαν, πότε θα τελειώσουν και πού θα τελειώσουν.
Των επετείων μας που δεν ιστορήθηκαν κι αποκοιμήθηκαν κατάκοπες μέσα στην κουρασμένη λύπη, γραμμένη με το δάχτυλο στο μέσα τζάμι του βυθού: για ένα φιλί, για ένα τραγούδι αχνό, για ένα αποδημητικό χορό που τον τον πατάει τον θάνατο στο σβέρκο.
Τι νομίζεις; Για κάτι τέτοια θα δίναμε πάλι και πάλι τη ζωή μας. Για μια επέτειο φευγάτη και σαλή όπως φεγγάρι στον υπόνομο. Κι όχι γι’ αυτές τις επετείους μιας πατρίδας χωρίς πατρίδα του λυγμού που σε προδίδει, καταθέτοντας τα όπλα σε κάθε ευκαιρία, «παρατώντας τη χαρά στους ανίδεους, τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου και στη σκόνη του καιρού». Αυτό το ξέρουνε οι ποιητές όλου του κόσμου των ανθρώπων, όπως ο Μεξικανός Χοσέ Εμίλιο Πατσέκο (1939 – 2014):
«Δεν αγαπώ την πατρίδα μου
Η αφηρημένη λάμψη της
δεν προσφέρει ερείσματα.
Όμως (κι ας ηχεί άσχημα)
θα ‘δινα τη ζωή μου
για δέκα δικά της μέρη,
κάποιους ανθρώπους,
λιμάνια, πευκιάδες, ερημιές,
φρούρια,
μια κατεστραμμένη πόλη,
πολλές μορφές της ιστορίας της,
βουνά
και τρία – τέσσερα ποτάμια».
Των επετείων λοιπόν. Ας τις πάρει και φέτος το ποτάμι.