Η μαντάμ Κ.
[ Ζήσης Ναούμ / Ελλάδα / 05.05.19 ]Η αλήθεια είναι πως από ξένες γλώσσες δεν πολυσκάμπαζε. Κάτι λίγα εγγλέζικα, απ' την εποχή του "ντου γιου λάικ μαμζέλ δε γκρις" κι αυτά τσάτρα-πάτρα. Α... και κάτι σκόρπιες λέξεις γαλλικές. Όταν πήγε στην πρώτη γυμνασίου- την πρώτη και μοναδική τάξη στο ημερήσιο- τις έμαθε. Απ' την μαντάμ Κ.
Η μαντάμ Κ. πάντα αργούσε στην πρωινή προσευχή. Και πάντα τόσο ο διευθυντής, όσο και οι άρρενες συνάδελφοι της-ακόμα και οι μαθητές- έριχναν κλεφτές ματιές προς την είσοδο, γεμάτες αγωνία. Πρώτα ακούγονταν τα τακούνια της στον διάδρομο και μετά εμφανίζονταν εκείνη, μ ένα απολογητικό ύφος. Με το στενό κοντό σακάκι της, την στενή φούστα με το μικρό σχίσιμο στο πίσω μέρος -που της επέτρεπε να κάνει λίγο μεγαλύτερα βήματα από μιας γκέισας- και το λευκό πουκάμισο με την δαντέλα στο μπούστο. Στο δε πουκάμισο, όλο το βάρος έπεφτε στο δεύτερο από πάνω κουμπί, που συνεπικουρούμενο απ' το πρώτο και το τρίτο προσπαθούσε να συγκρατήσει τα ελέη της.
Με την εμφάνιση της, κουνούσε δήθεν απειλητικά το κεφάλι του ο διευθυντής, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να κρύψει ένα χαμόγελο ευτυχίας κάτω απ' την ποντικοουρά που είχε για μουστάκι.
Στα διαλείμματα, όταν επόπτευε την αυλή η μαντάμ Κ. οι άρρενες καθηγητές άφηναν το γραφείο ότι καιρό κι αν είχε και μαζεύονταν γύρω απ' την λιακάδα της.
Στην τάξη, την ώρα των γαλλικών, άπαντες παρόντες. Ποτέ, καμιά απουσία. Κάθονταν στην έδρα προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να κατεβάσει την φούστα χαμηλά να μην φαίνονται οι μηροί της. Προς αγαλλίαση των μηρολατρών. Και τι ωραία που στρογγύλευε τα χειλάκια της, όταν τους μάθαινε την προφορά ανάμεσα στο "ου" και στο "ε". Και «Κατρίν ε Φιλίπ» και «φερμέ λα φενέτρ» και «Βερ λα τροτουά» -εξου και η τροτέζα- και ότι «παπιγιόν» σημαίνει πεταλούδα, πριν δουν τον Στιβ Μακ Κουίν "πεταλούδα", και «περοκέ» σημαίνει παπαγάλος, πολύ πριν γίνει θέατρο. Τους έλεγε και για την γαλλική λογοτεχνία βέβαια. Ειδικά για τον Βίκτωρα Ουγκώ και την Παναγία των Παρισίων. Με την πρώτη ευκαιρία αυτός διάβασε το βιβλίο, είδε και την αντίστοιχη ταινία. Κι όταν επ' ευκαιρία κάποιας εκδήλωσης στο σχολείο, γνώρισε τον σύζυγο της μαντάμ Κ., παρ' όλη την δυσφορία των αρρένων συναδέλφων και του διευθυντή βεβαίως, εκείνος χάρηκε. Πόσο όμορφο και ταιριαστό ζευγάρι, σκέφτηκε. Παρ' όλο που ήξερε ποιος ρόλος απέμεινε γι' αυτόν.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, έριξε πολλές φορές τις «γαλλικούρες» του στο τραπέζι, προκειμένου να δελεάσει κάνα κοριτσάκι. Συνήθως έφευγε ταπί και ψύχραιμος. Εμπειρίες...
Ύστερα, στις μεγάλες γύρες του, είδε από κοντά καθεδρικούς ναούς. Είδε και την Παναγία των Παρισίων. Εντυπωσιάστηκε απ' τα μεγέθη. Ναι, σ' έναν τέτοιο ναό, θα μπορούσε να κρυφτεί ο Κουασιμόδος απ' την ασχήμια των ανθρώπων. Όμως ως εκεί.
Αυτός, σε κάτι Αϊ Ηλίες χιονοσκέπαστους και κάτι Αϊ Νικολάδες θαλασσοδαρμένους έψαξε κρυψώνα, στα χρόνια της μεγάλης του συντριβής. Σε ποτισμένους από σβησμένα κεριά και παλιά θυμιάματα τοίχους, αποκάλυψε την ασχήμια του. Κανείς δεν τον παρηγόρησε... κανείς δεν τον κατάκρινε.
Πρόσφατα ήρθε ένα μήνυμα στο κινητό: "Ρε συ, θυμάσαι την μαντάμ Κ.;..."
Έκατσε κι έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό - ήταν καλός στην πρακτική αριθμητική- να βρει την ηλικία της μαντάμ Κ. με βάση την δική του ηλικία πια. Όλο εκεί γύρω στα 28 χρονώ του έβγαινε κι αυτός στα 13. Που ερχόταν προς το θρανίο του και μισοκάθονταν στο γραφείο του. Αυτός κοκκίνιζε σαν παντζάρι. Τότε εκείνη έβαζε την παλάμη της στο πηγούνι του, του ανασηκώνει το κεφάλι και έλεγε: cherie, tes joues roses et tes yeux les deux feuilles. Ή κάπως έτσι...Και μοσχομύριζε. Μοσχομύριζε τότε και το βλέμμα του, μοσχομύριζε και η ψυχή του.
Ούτε που τον ένοιαξε ποτέ να μάθει αν ήταν παρατήρηση ή έπαινος τα λόγια της. Του έφτανε που του μοσχομύριζε για μια στιγμή την ζωή του. Ήταν η Dame, η Κυρία του κι' αυτός ο Κουασιμόδος της. Κι' ήταν εντάξει μ' αυτό...