Η λαίδη της Ομόνοιας

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 03.11.18 ]

Στα δεκατρία, επαρχιωτάκι πρωτοφερμένο στην Αθήνα. Σημείο αναφοράς ακόμη, η παραλία της Αρβανιτιάς, το Παλαμήδι και το Μπούρτζι. Αλλά και η βιβλιοθήκη του Παλαμήδη. Που αγκάλιασε με τη μια τα πρώτα της όνειρα. Ποιος τόπος ιερός θα έπαιρνε τώρα τη θέση της;

Τι να της πούνε οι πολυκατοικίες και οι φωτεινοί σηματοδότες; Ποιος Σταμάτης και ποιος Γρηγόρης μπορούσε να πάρει μακριά τους φόβους της για το συναπάντημα με το άγνωστο -αλλά και επικίνδυνο! –όπως επέμεναν να της τριβελίζουν τ’ αυτιά οι γονείς της;

Στην πρώτη βόλτα στο κέντρο, υπήρχε η γονεϊκή δέσμευση, να ξεναγηθεί στα βιβλιοπωλεία. Πίσω απ’ το τζάμι του ηλεκτρικού, - άλλο πρωτόγνωρο τέρας κι αυτό-, παρασυρμένη από ιμπρεσσιονιστικές εικόνες φευγαλέες και σκοτεινές που έτρεχαν αντίθετα, σκεφτόταν το πρώτο συναπάντημα. Και η μυρωδιά βιβλίου, χυμένη λες από παντού, πατάρια, ράφια, προθήκες, την παρέσυρε σε συναρπαστικά ταξίδια!

Αλλά η «συνάντηση», έμελε να γίνει αλλού. Σαν όλα τ’ αναπάντεχα.

Καταμεσής στο σταθμό, ανήλιαγο και βρώμικο, στημένο ένα υπαίθριο βιβλιοπωλείο! Τι βιβλιοπωλείο δηλαδή, ένας πάγκος κάτω από ένα προχειροφτιαγμένο κιόσκι! Πολύχρωμος και προκλητικός σαν καρναβάλι. «Μπαμπά!», έκανε. Τείνοντας το δάχτυλο. Και ω του θαύματος ως και η μαμά της, πρακτική στο πνεύμα συμφώνησε. «Ας δούμε και δω! Ίσως τα έχουν φτηνά!»

Αδιάφορος ο «βιβλιοπώλης» παραδίπλα, κι αυτός τη φτήνια διαλαλούσε. Και για πρώτη φορά άκουσε «τόσα στο κιλό»! Για κάτι που δεν τρώγονταν. Έφαγε όμως αυτή με τα μάτια της όλη την πλουμιστή πραμάτεια. Και προς περισσή περηφάνια των γονιών, διόλου δε στάθηκε σε Νόρες και Αρλεκίνους. Κι αφού  ο Ζορμπάς, ο Ζητιάνος, αλλά και το Αμάρτημα της μητρός, κατοχυρώθηκαν, δίχως πολλές ενστάσεις, τα μάτια της έπεσαν πάνω σε κάτι, που εκ των προτέρων γνώριζε, ότι δεν θα το αποκτούσε! Δηλαδή… Δεν θα το αποκτούσε ακριβώς τότε!

Το βιβλίο δεν είχε σκληρό μονόχρωμο εξώφυλλο. Δεν διαλαλούσε δηλαδή ότι ήταν ένα «σοβαρό» βιβλίο. Τα χρώματα ήταν έντονα .Του πάθους. Και τα φύλλα του σκούρα και πολυκαιρισμένα.  Ήταν ακριβώς τότε που οι γονείς της πλήρωσαν βιαστικά και την τράβηξαν κάπως βεβιασμένα, προς τις κυλιόμενες. Αυτή και το πολύτιμο φορτίο της. Μα πριν φύγει, έριξε μια τελευταία ματιά!

Το βράδυ στο κρεβάτι της, μπορούσε επιτέλους να ονειρεύεται. Ξύλινα πατώματα, φυλακισμένες ιστορίες πάνω σε ράφια… Φώτα της γνώσης, μέσα στο άσπλαχνο φως της πρωτεύουσας.

Κι ανάμεσα σ’ αυτά, τη «Λαίδη Τσάτερλυ». Που την κοιτούσε αινιγματικά,  μέσα απ’ την αγκαλιά του εραστή της. Παρατημένη σ’ ένα υπαίθριο πάγκο της Ομόνοιας.