Η εύκολη ουτοπία

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 25.01.19 ]

            Οι μεγάλες ουτοπίες του 19ου και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα εξαφάνισαν τα σύνορα ανάμεσα στο δυνατό και το αδύνατο, εισάγοντας δυναμικά το εξωτερικό στο εσωτερικό.

            Κάνοντας αποδεκτές τεράστιες προσδοκίες και προσφέροντάς τες στη διαχείριση της επιστήμης και της ορθολογικής σκέψης, είχαν ποδοπατήσει το άπειρο, το είχαν βουλιάξει στο τέλμα του κόσμου και είχαν δημιουργήσει ένα χάος προθέσεων, συγκεχυμένους τόνους αοριστίας, ελπίδας και φαντασίας, αδιαπέραστα δάση ψυχολογικής αβεβαιότητας και ορθολογικής οφθαλμαπάτης.

            Αυτές οι ουτοπίες είχαν μετατοπίσει την ουσία της ζωής και είχαν προσφέρει στο μέλλον το δικαίωμα να εξασκεί μια σιδηρά δικτατορία πάνω στο παρόν, μέχρι να το εκμηδενίσει.

            Κι επειδή είχαν σβήσει το κριτικό σύνορο ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, κατέληξαν στο να κολλήσουν τις φαντασίες στα γεγονότα επιχρυσώνοντας τους ορισμούς της λογικής με μια φανταστική αναμονή.

            Γεννήθηκε έτσι μια ιδεολογική κουλτούρα που έτεινε στο να ξεχάσει το γνωστό για να συγκεντρωθεί στο άγνωστο, μια κουλτούρα που δεν σεβόταν πια ούτε το γνωστό ούτε το άγνωστο.

            Αυτές οι οφθαλμαπάτες ήταν «πειραματικές» ουτοπίες, και ως τέτοιες βρίσκονταν υπό την επήρεια της υπαρξιακής απογοήτευσης της δοκιμής.

            Πράγματι, μετά από δύο αιώνες έντασης, το λάστιχο που τις κρατούσε δεμένες στον κόσμο, έσπασε. Η «επαναστατική» απόσταση ανάμεσα στις υποθέσεις για το μέλλον και η σύγχυση για το παρόν, ανάμεσα στις θεωρίες και τα γεγονότα, παρέμεινε, αλλά αναποδογυρισμένη. Σε μια ακαθόριστη στιγμή των τελευταίων πενήντα χρόνων, τα γεγονότα ξεπέρασαν τις ιδέες.

            Πριν από εκείνη τη στιγμή, τα θεωρήματα έμοιαζαν πιο σύνθετα και πιο καθαρά από τα πράγματα.

            Μετά από εκείνη τη στιγμή, τα πράγματα εμφανίστηκαν πιο καθαρά από τα θεωρήματα.

            Σήμερα δεν υπάρχουν πια υποθέσεις που να εξηγούν το γενικό κίνημα και να δίνουν ένα νόημα στο στόχο. Αποδεχτήκαμε σιωπηλά την πτώση σ’ «αυτό που υπάρχει», προωθώντας το πραγματικό πάνω στο φανταστικό. Αγκαλιάσαμε το υπαρκτό, απορρίπτοντας το αδύνατο.

            Δεν είναι τυχαίο ότι μιλάμε για «ασθενή σκέψη». Η πραγματικότητα –χωρίς τις ουτοπίες- επανέρχεται πανίσχυρη. Τα γεγονότα τρέχουν και τα θεωρήματα τα κυνηγούν εξουθενωμένα. «Η φαντασία» που έπρεπε να πάει «στην εξουσία» δεν είναι τίποτ’ άλλο από ένα αλογάκι ασθενικό πια από την απόσταση κι από το απαγορευτικό έδαφος πάνω στο οποίο αναγκάστηκε να τρέξει.

            Η ασθενής σκέψη είναι μια προσπάθεια επένδυσης ψυχολογικών και πολιτισμικών ακινητοποιημένων κεφαλαίων σ’ εκείνο το ενδιάμεσο νόμισμα της φαντασίας που είναι η ρητορική.

            Αυτή η προσπάθεια, που βρίσκεται περισσότερο στα γεγονότα παρά στις ιδέες, περισσότερο στο υποσυνείδητο παρά στις συνειδήσεις, μετατρέπει ανεπαίσθητα, γλυκά, τις ουτοπίες σε αισθητική της ουτοπίας, τα απατηλά οράματα σε ημι-συνειδητή κουβεντούλα και χρωματίζει εδώ και μερικά χρόνια τις διάφορες διεκδικήσεις. Νικημένη κατά κράτος από το αδιαπέραστο τείχος της πραγματικότητας, η σκέψη προσπαθεί να το υπερπηδήσει χρησιμοποιώντας, δυστυχώς, μερικές σαπουνόφουσκες.

 *Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ