Η Ελισάβετ και ο Κάλβος

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 09.11.17 ]

           

«Αν οπόταν πεθαίνει

πονηρός βασιλεύς

έσβυν’ η νύκτα εν’ άστρον,

ήθελον μείνει ολίγα

          ουράνια φώτα».

Ανδρέας Κάλβος, απόσπασμα

από την 6η Ωδή με τίτλο «ΑΙ ΕΥΧΑΙ».

Προφανώς και η βασίλισσα της Αγγλίας, Ελισάβετ, δεν γνωρίζει τον τεράστιο ποιητή που λέγεται Ανδρέας Κάλβος. Άλλωστε, γενικώς, οι κάθε υφής βασιλείς και «βασιλείς», έχουν ελάχιστη έως ανύπαρκτη σχέση με την ποίηση. Επειδή η ποίηση περισσότερο ασχολείται με την Κόλαση παρά με την αμεριμνησία του Παραδείσου στον οποίο κατοικούν. Προφανώς λοιπόν και η βασίλισσα της Αγγλίας δεν γνωρίζει τους παραπάνω στίχους που γράφτηκαν πριν συμπληρωθεί το πρώτο μισό του 19ου αιώνα (κι ας είναι αγγλοτραφής ο Κάλβος) και δείχνουν ότι ήδη από τότε, «ο βασιλιάς ήταν γυμνός». Ο κάθε βασιλιάς. Και ότι τα βαρύτιμα άμφιά του είναι απλώς το προκάλυμμα που συσκοτίζει την τελετουργική του γυμνότητα. Την τελετουργική του απρέπεια εις βάρος των υπολοίπων. Και την –εν τέλει- τελετουργική νομιμότητα της ισχύος έναντι της δικαιοσύνης. Αυτή είναι η περίφημη «νομιμότητα» την οποία επικαλούνται πλείστοι όσοι φερώνυμοι προκειμένου να στρεψοδικήσουν κάθε φορά που αναφαίνεται το πασιφανές γεγονός: η εργαλειακή χρήση της νομιμότητας. Που βέβαια σε ένα ταξικά άνισο και άδικο καθεστώς, παράγει άνισα και άδικα αποτελέσματα για τον εξής απλό λόγο: όταν ο νόμος δεν είναι το εμβρυουλκό για παραγωγή δικαιοσύνης, εξαλλάσσεται σε εργαλείο για την παραγωγή ανηθικότητας. Για την παραγωγή αφόρητης πίεσης, «καταθλίψεως», όπως το έθεσε ο Ρήγας Φεραίος στο σύγγραμμά του «Νέα Πολιτική Διοίκησις», μιλώντας για το δικαίωμα της ανυπακοής του λαού «εναντίον της καταθλίψεως και της δυναστείας των διοικητών» όταν την υφίσταται.

Ας μην κρύβονται λοιπόν πίσω από ένα ευτελές φύλλο συκής (πολύ φτηνό για να παίξει τον ρόλο της αμφίεσης) προκειμένου να καταστήσουν δίκαιες, πράξεις ανήθικες, επικίνδυνες και επιβλαβείς για τους υπόλοιπους, υπό το σκοτεινό φως της νομιμότητας. Μιας νομιμότητας που δεν προκύπτει από κανένα έθιμο (βασική προϋπόθεση όλων των δικαιοπραξιών) και από καμία ανάγκη δικαιοσύνης. Αντιθέτως προκύπτει από την ανάγκη επιβολής της αδικίας και της ισχύος. Πολλά από τα αδικήματα αυτής της «νομιμότητας» τιμωρούνται όταν είναι μικρής εμβέλειας, αλλά μετατρέπονται σε «νόμιμα και ηθικά» όταν είναι τεράστια. Και καταδυναστεύουν (έως θανάτου –είτε άμεσα είτε έμμεσα– πολλές φορές) ανθρώπους, πληθυσμούς ολόκληρους, που δεν έχουν την δύναμη να προστατευθούν από την βάρβαρη «νομιμότητα» της ταξικής ισχύος.

Η οποία στερεί πόρους ζωής, καταταλαιπωρεί παιδιά, ταπεινώνει γέροντες, στερεί ελευθερία επιλογών ιδιαίτερα στους νέους, εξαμβλώνει βασικότατα ατομικά και ανθρώπινα δικαιώματα και καταστρέφει την κοινωνική «ψυχή»: την αλληλέγγυα και παρηγορητική στάση των ανθρώπων. Γιατί σ’ αυτή τη «νομιμότητα» ο Άλλος δεν υπάρχει. Υπάρχει μονάχα το ερπυστριοφόρο και πελώριο Εγώ που αλέθει τον καθ’ όλου Άλλο. Και μαζί μ’ αυτόν κι εσένα, αφού ο Άλλος είναι η βασική πηγή από όπου υπεκπρορρέει (από τον Αριστοφάνη η υπέροχη αυτή λέξη, η μόνη του γλωσσικού μας μητρώου που εμπεριέχει τρεις προθέσεις), ο αυτοπροσδιορισμός του καθενός, ως αναπόδραστου στοιχείου του καθ’ όλου κόσμου.

Άρνηση, νομιμοποιημένη, στη συμμετοχή με δίκαιο και όχι «νόμιμο» τρόπο στο «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε», σημαίνει ότι ένα παιδί θα λιποθυμήσει από έλλειψη τροφής μέσα στο σχολείο του. Σημαίνει ότι δεν υπάρχει ουρανός για τα παιδιά που ζούνε πανικόβλητα, κάτω από την μπότα μιας τέτοιας νομιμότητας, ή κάτω από παπούτσια καμωμένα από κροκοδείλια δάκρυα («κροκό» τα λένε, φτιάχνεις και τσάντες μ’ αυτά), το ίδιο κάνει. «Ο ουρανός αρχίζει από το ψωμί» είχε γράψει ο Γιάννης Ρίτσος. Ποιός, λοιπόν, είναι ο απάνθρωπος που θα υποστηρίξει ότι η «στέρηση ουρανού» από τα παιδιά, είναι νόμιμη; Ποιος θα υποστηρίξει την νόμιμη (σε παρανοϊκό διαχωρισμό από την παράνομη) στέρηση ψωμιού από ένα παιδί; Ποιος θα δικαιώσει την νόμιμη απελπισία ενός γονιού (σε παρανοϊκό διαχωρισμό από την παράνομη) που δεν μπορεί να θρέψει το παιδί του; Μη βιαστείς να απαντήσεις. Στρατιές ολόκληρες χυδαίων επιχειρηματολογούν (και κοιμούνται με ήσυχη συνείδηση) επί της νομιμότητας τέτοιων καταστάσεων.

                Αν όμως όλοι αυτοί είναι νόμιμοι, τότε είναι παράνομοι οι παρακάτω στίχοι του Ανδρέα Κάλβου από την 6η Ωδή και πάλι:

                                                «Πόσοι πατέρες δίδουσιν,

                                                όχι ψωμί, φιλήματα

                                                ‘ς τα πεινασμένα τέκνα τους

                                                ενώ λάμπουν ‘ς τα χείλη σας

                                                                             χρυσά ποτήρια».

Πράγμα που σημαίνει, ότι ακόμα και ο Παράδεισος έχει ευνοούμενους. Σημαίνει ότι ο Παράδεισος είναι φτιαγμένος από χαρτί. Τον σκίζεις και τον ξαναγράφεις κατά το δοκούν.