Η δεξίωση του βυθού
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 07.10.17 ]Εντάξει, εντάξει, πιθανόν να βρισκόμαστε μπροστά σε μια αρχαιολογική ανακάλυψη παγκοσμίου ενδιαφέροντος, αφού ένα από τα αντικείμενα που ανελκύστηκαν από το ναυάγιο των Αντικυθήρων (αποτέλεσμα της αρχαιολογικής έρευνας 4-20 Σεπτεμβρίου 2017), είναι πολύ πιθανόν να αποτελεί τμήμα του Μηχανισμού των Αντικυθήρων.
Όμως εγώ με άλλο εύρημα έμεινα εκστατικός: μ’ αυτό το χάλκινο χέρι που σώθηκε από τον ώμο μέχρι τα ακροδάχτυλα. Ένα δεξί χέρι, μονάχο του, που τείνεται μέσα στο απροσμέτρητο χάος σα να μας δεξιώνεται (να τείνει την δεξιά) μέσα από το μέγα μυστήριο της ομορφιάς και της αιωνιότητας. Κοίταζα για ώρα τη φωτογραφία αυτού του χεριού που μέσα στην πληρότητα μιας τέτοιας ομορφιάς δεν έμοιαζε με απόσπασμα αγάλματος, αλλά ήταν ένα έργο ολόκληρο. Το έργο της αιώνιας χειρονομίας του Ενός προς τον Άλλο. Κοίταζα, ύστερα από τόσους αιώνες, ένα οξειδωμένο χέρι και δεν μπόρεσα να μην ψιθυρίσω (ή μήπως φώναξα;), ιδού το θαύμα, ιδού «τα έργα της αγάπης, τα έργα της θάλασσας». Ιδού η πληρότητα της ερειπίωσης που ανασταίνει τους νεκρούς έτσι ώστε να κατανοήσουμε σε ποιούς απευθύνεται ο Οδυσσέας Ελύτης όταν λέει «τους νεκρούς να φοβάστε και των βράχων τ’ αγάλματα». Ιδού ψιθύρισα (ή μήπως φώναξα;) το «Άξιον Εστί» εκείνων που τραγουδούν το απέραντο της ανθρώπινης κατάστασης, χωρίς να είναι λίγες οι φορές που πνίγονται μέσα στο τραγούδι τους, έχοντας ωστόσο προλάβει ν’ αφήσουν την πανανθρώπινη κληρονομιά τους στον βυθό του χρόνου.
Κοίταζα για ώρα αυτό το μόνο χέρι κι ένιωσα να με παρηγορεί. Ένιωσα ότι νεύει, ότι τείνεται για να θωπεύσει όλους μας. Να ησυχάσει τον φόβο για το επέκεινα και τον φόβο για το χτεσινό αύριο που «ως όναρ παρήλθε» κι έγινε κιόλας φόβος για το αυριανό χτες.
Δεν γνωρίζω -και δεν χρειάζεται να γνωρίζω- αν είναι χέρι άνδρα ή γυναίκας. Εγώ είδα το χέρι της μητέρας μου να ακουμπάει με την ανάστροφη το μέτωπό μου, λες και θέλει να πάρει όλο τον πυρετό τον τοτινό, αλλά προπαντός όλους τους κατοπινούς. Ή μπορεί και να ήτανε το χέρι του πατέρα μου, ένα χέρι συμφιλιωμένο με το άπειρο, καθώς ώρα χαράματα μέσα στην βάρκα μού δείχνει πως να χειρίζομαι το διάκι για να μην χάνω την ρότα μου.
Α, ναι, είναι πάντα χαράματα του κόσμου μέσα στην χειρονομία τέτοιων χεριών που μας δείχνουν πως να μην χάνουμε την ρότα μας πηγαίνοντας για την ομορφιά, καθώς «ανθοβολά το νερό στο τιμόνι». Κι ύστερα βυθίζονται. Χάνονται. Περιμένουν. Κι αφήνουν τη θάλασσα να κάνει τη δουλειά της όπως μονάχα αυτή ξέρει. Να κάνει δηλαδή την ομορφιά «αλλιώς ωραία», έτσι που να φανεί κάποτε ότι ο χρόνος δεν είναι θάνατος. Τα χέρια των ανθρώπων, τα βυθισμένα χέρια όλων των σπαραγμών και όλων των ερώτων έχουν υπομονή. Γιατί ξέρουν ότι θα έρθει η ώρα τους να ξαναπούν, τι σημαίνει να αφήνεις το χέρι σου «να το λικνίζει η ρυθμική αναπνοή της σιωπής».
Γιατί πάντοτε από τα ελάχιστα πράγματα έχει ανάγκη ο άνθρωπος. Από τα ίδια ελάχιστα πράγματα έχει ανάγκη ο χρόνος: ένα χέρι που να τείνεται προσφέροντας. Όχι παρακαλώντας. Αυτό το χέρι θα έρθει η ώρα που θα το νιώσεις -αν βέβαια αξίζεις τέτοια δεξίωση- να σε αγγίζει. Ίσως γι’αυτό να βρέθηκε κατάμονο ένα χέρι στον βυθό των Αντικυθήρων. Άλλωστε το ξέρουμε πιά: «Το κορμί αρχίζει από τα χέρια./ Κι ύστερα δεν τελειώνει πουθενά».