Η αχαλίνωτη κτητική αντωνυμία

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 26.07.18 ]

    Αυτή την πυρκαγιά των συνειδήσεων, αυτή την χειμαρρώδη χυδαιοσύνη που πλημμυρίζει με θάνατο τη ζωή, ποιος θα τη σταματήσει; Ποιος θα σταματήσει τη χρόνια λύμανση της κτητικής αντωνυμίας «εμού»; Αυτό το φρικώδες και φονικό «μου», πάνω στο οποίο χτίστηκε, μεγαλύνθηκε και υπάρχει με πολύπλοκες διαδικασίες, ποιότητες, εκφάνσεις, πολυτελείς διαδρομήσεις και προπαντός αποφράξεις συνειδήσεων, το ελληνικό κράτος;

Ποιος θα σταματήσει την οπλοφορία που λέγεται αυθαίρετη δόμηση; Ποιος θα σταματήσει τον φράχτη που αποκλείει τη λογική σκέψη και την αποχωρίζει από τη συναισθηματική νοημοσύνη; Νεκροί. Νεκροί τώρα. Μαζί και νεκροί ξεθαμμένοι. Μόλις χτες. Δεν είναι το κλάμα απαρηγόρητο. Είναι από χέρι καμένο. Αυτή είναι η οδύνη.

Ποιος θα μιλήσει γι’ αυτήν; Αναλαμβάνοντας ένα κόστος ζώντων και τεθνεώτων, ένα κόστος ζώντων τεθνεώτων και τεθνεώτων μιας για πάντα χαμένης απόπειρας για ζωή που μιμείται – αντί να διεκδικεί – μια καλύτερη ζωή. Ποιος θα μιλήσει για τον φοβερό μικροαστό; Ποιος θα πάρει από τα χέρια του την τωρινή οδύνη; Κόστος και πάλι κόστος. Τεράστιο κόστος. Σαν να μη γράφτηκαν ποτέ οι «Ελεύθεροι πολιορκημένοι», σαν να μην ειπώθηκαν ποτέ οι διάλογοι από τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου. Σαν να μην κάηκε ποτέ το σπίτι του σ’ αυτή την πυρκαγιά. Σαν να μην κάηκε ποτέ η έπαρση…

Αυτό το θηρίο της κτητικής αντωνυμίας. Αυτό το όρνεο της κτητικής αδηφαγίας των μικρών σκουπιδιών που περισσεύουν από την μεγάλη τράπεζα. Κι εσύ παρών. Ο μέγας θύτης και το θύμα: να κλείσεις, να εμποδίσεις, να ονομάσεις το απέραντο ως ιδιοκτησία, να αποκλείσεις, να πείσεις τον εαυτό σου ότι είσαι καλύτερος και μάγκας στην συναλλαγή με τον άλλο μάγκα, να πράξεις, να ψηφίσεις (και να ψηφιστείς) αναλόγως, να νομοθετήσεις, να νομοθετηθείς… Πυρκαγιά κόμης γράφουν τώρα οι θάνατοι στο κάτω μέρος της κορώνας. Κι από κάτω η θάλασσα να μετράει πνιγμένους. Κι από πάνω ο ουρανός να σφάζει με τον άνεμο.

Είναι το παιδί σου αυτός ο ουρανός. Εσύ τον έχτισες αυτόν τον ουρανό. Εσύ και οι άξιοι χτίστες. Εσύ έχτισες τον άνυδρο ουρανό, εσύ έχτισες τη θάλασσα με τα τείχη μιας άψυχης ζωής.

Εσύ. Είσαι εσύ. Ο βασικός υπεύθυνος. Ο ιδιοκτήτης. Εσύ ο ίδιος κι απαράλλακτος. Τελικά ο ιδιοκτήτης μιας απέραντης φτώχειας που σκοτώνει για να ζει. Δεν υπάρχει σωτηρία από σένα. Γιατί σ’ αυτή  την τραγωδία δεν είσαι ο Χορός. Ο Χορός ενός Δήμου που δεν υπάρχει επειδή δεν υπήρξε διαδικασία: Λυγμός και θρήνος στην ώρα του, νεκρός και αθανασία στην στιγμή τους. Αυτό Είναι. Εσύ δεν Είσαι.  

Ο τόπος μένει κενός. Η ψυχή άδεια. Σάπιο φρούτο ο καιρός. Η γη δεν ακμάζει. Η γη καίει. Η γη δεν έχει θάλασσα.

Κι αυτό δεν είναι λάθος. Είναι πραγματικότητα. Μια αχαλίνωτη κτητική αντωνυμία που έγειρε πολύ στο θάνατο των άλλων. Και ύστερα το σπίτι πήρε φωτιά. Και η θάλασσα ερχόταν ήρεμα μέσα στα ποιήματα του Σεφέρη κι όλα τα μυστικά της «ξεχνιόταν στ’ ακρογιάλι».

Τίποτα να μην ξεχάσουμε. Μη γελαστούμε: δεν είναι αίτημα. Υπό τις παρούσες συνθήκες είναι αίνιγμα. Και τα αινίγματα έχουν υψηλό αινιγματικό κόστος. Αν βέβαια αναλαμβάνουμε την ευθύνη.