Η αυλή

[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 05.05.21 ]

Είχε ξεχαστεί κάμποση ώρα στο ίδιο σημείο με τα κομμένα πέταλα μιας μαργαρίτας στο χέρι. Θυμάται μόνο πως πριν λίγο είχε βγει να καθαρίσει την αυλή. Έλαμπε άλλα χρόνια από τάξη, καθαριότητα και χρώματα τέτοια εποχή. Τώρα παραμελημένη μέρες του Πάσχα, γέμισε κιόλας  χόρτα ψηλά, ανάκατα με χαλίκια σκόρπια εδώ κι εκεί. Το παιδί μελετούσε μέσα. Για το παιδί έκανε υπομονή. Σε κείνον το είχε ξεκαθαρίσει. Θα συνέχιζε μαζί του, μόνο λίγα χρόνια ακόμα, ώσπου να ενηλικιωθεί ο μικρός. Μετά θα τέλειωναν ήσυχα, χωρίς τσακωμούς και φασαρία…

                                                                Η ζωή εν τάφω

Έκοψε με το χέρι ένα αγριόχορτο. Το τράβηξε βιαστικά, απρόσεκτα, μπήκε στο δάχτυλό της ένα αγκάθι. Τη μάτωσε, σαν την κουβέντα που της πέταξε περιφρονητικά προχτές εκείνος στο τραπέζι, πριν φύγει βιαστικά απ’ το σπίτι. «Η  μαγειρική σου όλο και χειροτερεύει »…

Πήρε τη σκάλα, τη στερέωσε, να καθαρίσει μια φωλιά από σφήκες κάτω απ’ τη μαρκίζα,  μην αγριέψουν κι αυτές και επιτεθούν στο μικρό. Έτριξε η παλιά ξύλινη σκάλα, ράγισε το σκαλί, κρακ, έσπασε, σαν  την καρδιά της δυο μήνες πριν, όταν τον άκουσε να μιλά κρυφά στο τηλέφωνο, κάτι γλυκερά ερωτόλογα κι έμεινε εκείνη καρφωμένη στη σκοτεινή γωνιά σύξυλη, να δαγκώνει τα χείλη ώσπου να ματώσουν.

Τι ήταν αυτό που τους έδεσε; Τι την τράβηξε πάνω του; Η οικονομική του άνεση-από φτωχή και πολύτεκνη οικογένεια βλέπεις εκείνη- η πατίνα αρχοντιάς που κουβαλούσε στους τρόπους ίσως, η μόρφωση, ο αέρας του, το βλέμμα του. Όλα την γοήτευσαν, όλα κι ας ήταν κάποια χρόνια μεγαλύτερος της. Είχε τα νιάτα της αυτή καμάρι, τη λάμψη, το κρουστό κορμί της, την ομορφιά στις λίμνες των ματιών, που όλοι ζήλευαν κι όλοι ποθούσαν. Λαμπερή και φλογάτη. Σαν το μπουμπούκι της τριανταφυλλιάς της, που το χαϊδεύει απαλά κι αμήχανα έτσι όπως ετοιμάζεται να σκάσει στον ήλιο, μα δεν το αποφασίζει. Τριανταφυλλιά μου την έλεγε κι έλαμπε εκείνη ολόκληρη…

                                                        Η ζωή, πώς θνήσκεις;

Πήρε τη σκούπα και άρχισε να σκουπίζει με βία. Τα λόγια, τα ηλιοβασιλέματα, τις υποσχέσεις, τις ελπίδες.

Τέτοια εποχή, κοντά στο Πάσχα, φυτεύει συνήθως καινούρια λουλούδια, πετούνιες πιο συχνά, ερωτάκια ή μαργαρίτες σε όλα τα χρώματα, να κρατήσει το χρώμα κι η ανθοφορία τους ως το καλοκαίρι. Το ξέρει πως εδώ στην επαρχία που ζούσε από παιδί, δυο πράγματα έχουν σημασία. Η νοικοκυρεμένη αυλή κι ο καλός, ο πετυχημένος γάμος. Μα φέτος όχι. Έτσι που και τα δυο ναυάγησαν, μόνο ξεχορτάριασμα της απέμεινε, μόνο καθάρισμα εδώ κι εκεί, να ξεγελάσει λίγο του παιδιού τη διάθεση, που δεν χαμογελούσε πια. Ούτε και κείνη χαμογελούσε. Αφού κανένα καλοκαίρι  δεν περίμενε μήτε καμιά ανθοφορία  προσδοκούσε.

Άφησε τα πέταλα της μαργαρίτας, που κρατούσε, να πέσουν απ’ τα χέρια της κι έριξε τη ματιά τριγύρω της. Ο Μάης έμπαινε βιαστικός όπως πάντα, με την ανάσταση χέρι χέρι. Έξω απ’ το φράχτη, χιλιάδες μαργαρίτες περήφανες, αδέσποτες, λούζονταν το φως  του ήλιου, αδιάφορες για τη νοικοκυροσύνη της αυλής της. Άφησε για λίγο τη ματιά της να ταξιδέψει πάνω τους, ύστερα βγήκε έξω, μάζεψε όσες μπορούσε, βάλθηκε να φτιάχνει ένα στεφάνι. Της φάνηκε περίεργο που το τέλειωσε. Κι όμορφο. Πρώτη φορά, απ’ όσο θυμάται, κατάφερε να πλέξει ένα τόσο όμορφο μαγιάτικο στεφάνι.