Η απάντηση

[ / Ελλάδα / 27.09.18 ]

 

 Δύο φωτογραφίες, δύο στιγμές, δύο κόσμοι· δύο ιστορίες. Ένας ρασοφόρος φορά αντιασφυξιογόνα μάσκα και κρατά μια μεγάλη εικόνα της Παναγίας μέσα σε ένα απροσδιόριστο πλήθος, το οποίο δεν ξέρει πού πατά και πού βρίσκεται. Τα συνθήματά τους υπερασπίζονται υποτίθεται τον γενέθλιο τόπο, αλλά μάλλον είναι πιο γκρίζα κι απ’ τον μολυσμένο αέρα στο κέντρο της πόλης. Γι’ αυτούς ο σκοπός είναι ιερός. Αλλά η όποια ιερότητα καταρρέει υπό το βάρος της έξαψης. Αυτό που θέλει να πει το πλήθος συμπυκνώνεται στην εικόνα ενός ημίγυμνου από τη μέση και κάτω αρσενικού στην όψη και την ενδυμασία, που επιδεικνύει μ’ άδεια χέρια του τον ανδρισμό του απέναντι στα όργανα της τάξεως. Πίστη και τάξη έρχονται άθελά τους αντιμέτωπες σε έναν σουρεαλιστικό καμβά από κατακερματισμένες σημειολογίες, ικανές να παραπλανήσουν τον κάθε καλόπιστο παρατηρητή που θέλει να καταλάβει τα τι και πώς. Όχι, ο φασισμός δεν είναι αστεία υπόθεση. Αλλά, δεν μπορείς παρά να γελάσεις αμήχανα, μέχρι να απελπιστείς εντελώς.

Στην άλλη φωτογραφία μια μαυροντυμένη γυναίκα προχωρά με ένα μικρό χαμόγελο να σχηματίζεται στο πονεμένο της πρόσωπο, απροσδιόριστα σχηματισμένο, σαν αυτά τα χαμόγελα που κάνουν τους ζωγράφους να γράφουν ιστορία, που δεν καταλαβαίνεις αν είναι έτσι ακριβώς ή κρύβεται κάτι άλλο στην εικόνα, κάπου στο φόντο. Είναι αυτό το χαμόγελο που συγκλονίζει τους πολλούς, γλυκά σμιλευμένο απ’ την ανάμνηση της ζωής στο χαροκαμένο απ’ την ανάμνηση του θανάτου δέρμα της γυναίκας. Άνθρωπος η μάνα, γυναίκα ζωντανή, εικόνα κι όχι εικόνισμα, περιβάλλεται από άντρες με φόντο ένα σύνθημα, τυπωμένο τόσο στο πανί όσο και στα κεφάλια που διακρίνονται από πίσω, ένα πλήθος ανθρώπων όχι συντεταγμένο μα και ούτε αλλοπαρμένο. Τα κεφάλια τους σχηματίζουν μια μεγαλειώδη πορεία, όπως μαθαίνουμε από τους ανταποκριτές. Αν κάτι μένει από αυτήν την πορεία δεν είναι η έξαψη, η χειρονομία, το στόμα που πετάει σαλιωμένες σπίθες προς την εξουσία και τα σύμβολά της. Αυτό που μένει είναι η αίσθηση πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι –και πρώτη η μάνα– στέκονται όρθιοι και αναπνέουν ελεύθεροι. Θα παρατηρήσει κανείς πως το πλακάτ κρύβει το πλήθος. Μα κανείς δεν έχει αμφιβολία πως όλοι αυτοί είναι όρθιοι, όπως εννοούμε τους αλύγιστους. Και είναι πολλοί. Το ξέρουμε, γιατί ο κοινός νους δεν χρειάζεται μετέωρα εργαλεία για να μετρά. Μέτρο εδώ της ιερότητας του πλήθους είναι η αξιοπρέπεια του αγώνα τους.

 Στην πρώτη φωτογραφία βλέπουμε μια εικόνα της Παναγίας, αλλά δεν τη βιώνουμε ως μάνα. Έχουν φροντίσει οι αιώνες και οι ίδιοι οι πιστοί της εικόνας που έγινε εικόνισμα να αφαιρέσουν κάθε ιερότητα από τους συμβολισμούς. Στη δεύτερη φωτογραφία βλέπουμε μια εικόνα της μάνας και τη βιώνουμε ως Παναγία. Οι συμβολισμοί έρχονται πανάρχαιοι να αποτυπωθούν στον γενέθλιο τόπο.  Όμως, το όνομα που έχει σημασία σ΄ αυτόν τον τόπο είναι το όνομα ενός ανθρώπου κι άρα το όνομα του καθενός μας. Ποτέ ξανά να μην χαθεί ζωή όπως χάθηκε ο γιος αυτής της μάνας.

 Είπαν πολλοί, αντικρίζοντας τη φωτογραφία κι αυτό το χαμόγελο, πως όποια κι αν είναι η ερώτηση, αυτή είναι η απάντηση. Ρώτησαν αυτή τη γυναίκα τι της λείπει περισσότερο απ’ το γιο της κι αυτή απάντησε «το “μάνα”». Όποια κι αν είναι η ερώτηση αυτή είναι η απάντηση. Γιατί, ο συμβολισμός αντέχει όσοι αιώνες κι αν περάσουν, όσο κι αν κάποιοι τον ξεχνούν. Ο νέος που χάνεται άδικα για τις ιδέες του, οι συνοδοιπόροι του που πιστεύουν κι αγωνίζονται, η εξουσία που νίπτει τας χείρας της, τα όργανά της που κόβουν βόλτες γύρω από τον τόπο του μαρτυρίου, οι φίλοι του που προστατεύουν τον νεκρό και τη μνήμη του. Δεν είναι πάντα η ίδια ιστορία. Είναι, όμως, πάντα η ίδια απάντηση. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί παρά να συγκλονιστεί αντικρίζοντας τη μάνα αυτού που χάθηκε τόσο άδικα. Κι αυτή είναι η αληθινή ιερότητα: να βλέπουμε κατά πρόσωπο τη Μάγδα Φύσσα και να νιώθουμε ότι μας απαντά και μας χαμογελάει –εικόνα πολύτιμη, εικόνα ελπίδας.

*Δημοσιεύθηκε στα Ενθέματα της Κυριακάτικης Αυγής (23/9/2018)