Η ανάγκη...
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 15.08.17 ]Τη γνώρισε παραμονή της Παναγίας. Για την ακρίβεια, ήταν μια αναγκαστική και επιβεβλημένη γνωριμία -εν μέρει-, επαγγελματικής φύσης.
Κάθισε απέναντί του, αλλά στο πλάι, όπως κάποιος που αποφεύγει να συναντήσει το βλέμμα του συνομιλητή του. Αυτός, ήξερε βεβαίως τη σημειολογία. Το βλέμμα του έπεφτε αρχικά στα χέρια. Ομιλούντα. Όταν για κάποιο λόγο δεν μιλούν τα χείλη, βλέμμα και χέρια φλυαρούν. Αρκεί κανείς να δώσει σημασία. Βέβαια, το απαιτούσε η δουλειά του να προσέχει τη λεπτομέρεια. Φυλακισμένα πουλιά λοιπόν, για την ακρίβεια σπουργίτια σε «τσάκα»… Ιδρωμένα, πανιασμένα, αλαφιασμένα…
Άρχισε να μιλάει, μάλλον, όταν αντιλήφθηκε πως μπορεί να τον εμπιστεύεται. Κάθε φορά που γινόταν αυτό, ήταν σαν ένα αόρατο συμβόλαιο τιμής να υπογραφόταν, ανάμεσα σ’ αυτόν και τον θεραπευόμενο. Δεν του άρεσε αυτή η λέξη. Αλλά έτσι είχε καθιερωθεί στη δουλειά του.
Κυλούσε λοιπόν το ρυάκι και δεν το σταμάτησε. Δεν έβγαλε κιχ.
«Δεν ξέρω πώς ξεκίνησε… Αυτή τη φορά! Γιατί υπήρχε. Υπήρχε μέσα μου πάντα. Το ένοιωθα χωρίς να μπορώ να το προσδιορίσω. Όμως κατάφερνα πάντα να το ελέγχω. Αυτή τη φορά στάθηκε αδύνατον. Θα χάσω τη δουλειά μου; Θα χάσω τη δουλειά μου! Κανείς δε θέλει μια άρρωστη σ’ αυτή τη δουλειά! Και ’γω είμαι άρρωστη, τώρα πια είμαι σίγουρη… Πότε ήρθατε σεις, δεν το θυμάμαι! Α ναι, μου είπατε ότι τυχαία βρεθήκατε, ψωνίζατε κει. Θυμάμαι πως άνοιξα τα μάτια και σας είδα… Και ευτυχώς, η μορφή σας έσβηνε τα άλλα βλέμματα γύρω! Ή τους είχατε διώξει εσείς; Τέλος πάντων δεν έχει σημασία. Θέλω να σας πω τι συνέβη, θέλω να βγει αυτό από πάνω μου. Δουλεύω ταμείο. Ο πατέρας μου μού βρήκε αυτή τη δουλειά περίπου δυο μήνες τώρα. Με τα χίλια βάσανα δηλαδή! Είμαι εικοσιτεσσάρων τελείωσα τη σχολή πέρυσι τέτοιο καιρό. Τα δικά μας θα τα ξέρετε φαντάζομαι, τελειώνουμε και μένουμε με το χαρτί στο χέρι. Αυτή είναι η πρώτη μου δουλειά και όλοι με θεωρούσαν πολύ τυχερή. Με βάλανε ταμείο και λόγω σχολής! Καλύτερα σκέφτηκα από τα κρέατα και τα τυριά! Εκεί απαιτείται και μια ειδική εκπαίδευση για λίγο. Αλλά δεν είναι αυτό! Είναι και η σιχασιά στη μυρωδιά! Κομμένο κρέας, αλεσμένο κρέας, νεκρό ζώο… Τέλος πάντων ανώμαλο όλο αυτό! Από τη μεριά μου εννοώ. Γιατί κάποιος τεμαχίζει και σπίτι του κρέας! Αλλά είναι αλλιώς… Είναι και το βλέμμα του πελάτη! Το χέρι που κινείται και δείχνει… Αυτό, εκείνο, διπλοαλεσμένο, βγάλε λίγο, έβαλες πολύ, σπάλα, ελιά, μπούτι, ποντίκι! Αργείς βρε παιδί μου, βιάζομαι!
Τέλος πάντων, να μην σας τρώω το χρόνο. Στο ταμείο δεν είχα να κάνω μ’ αυτά. Στην πρέσα πάντως και κει! Όταν έχει κόσμο, οχτώ ώρες μετά, νοιώθεις να έχεις κολλήσει στην καρέκλα, τα χέρια ανεξάρτητα από σένα, χτυπάς, τοποθετείς, γεια σας, ευχαριστώ, με κάρτα, τα ρέστα σας, να πάτε στο καλό… Δεν είναι όμως ούτε κι αυτό. Κάθε δουλειά έχει τη ρουτίνα και τη μονοτονία της. Και την υπευθυνότητά της βέβαια! Αλίμονο! Με λεφτά έχεις να κάνεις! Και με τον εργοδότη εννοείται. Όταν το μαγαζί κλείνει, κάποιοι από μας μένουμε, για να κάνουμε ταμείο… Κάποιες ώρες. Έξτρα, και απλήρωτη.
Ακούστε. Δεν είναι τίποτε από όλα αυτά που σας είπα!
Αυτό που έχει να κάνει με τη δική μου αρρώστια είναι η… ανάγκη! Με κοιτάτε περίεργα. Θα σας πω τι εννοώ! Να έχετε όμως υπομονή, γιατί δεν είναι εύκολο, ούτε για μένα! Αυτό που λέω συμβαίνει κυρίως τις γιορτές! Όπως σήμερα. Παραμονή δηλαδή. Ανέκαθεν δεν μπορούσα τον πολύ κόσμο, δυσανασχετούσα! Όταν βρίσκομαι σε πολυκοσμία, η καρδιά μου χτυπάει ανεξάρτητα, τα χέρια μου ιδρώνουν και μουδιάζουν, μια θηλιά μου σφίγγει το λαιμό! Τα ξέρετε σεις αυτά, είναι η δουλειά σας. Κρίση πανικού αγοραφοβία… Κάτι έχω διαβάσει.
Όμως επαναλαμβάνω δεν πρόκειται ούτε γι’ αυτό! Ή τουλάχιστον μόνο γι’ αυτό! Σας είπα πριν για την ανάγκη! Έχετε δει άνθρωπο πραγματικά σε ανάγκη; Εννοώ να το βλέπεις στα μάτια του, να το διαβάζεις! Πρέπει να είναι ή πολύ άρρωστος ή πολύ φτωχός! Δεν εννοώ αυτή την ανάγκη. Εννοώ την καταναγκαστική ανάγκη, αυτή που πιάνει σχεδόν όλους όσους μπαίνουν σε πολυκαταστήματα, παραμονές μιας μεγάλης γιορτής! Δε θέλω να κοιτάω τους άλλους στα μάτια όταν μπαίνουν τέτοιες μέρες και ρίχνουν στο καλάθι πράγματα το ένα μετά το άλλο! Τυχαίνει να με φωνάξουν από ταμείο, σε άλλο πόστο, και τότε βρίσκομαι ανάμεσά τους. Εκεί –θα σας φανεί παράξενο ασφαλώς!- νοιώθω να με τυλίγει η μπόχα της ανάγκης τους! Χέρια, μάτια άπληστα, κινήσεις βιαστικές αγχωμένες -σα για να προλάβουν άραγε, αλήθεια τι έχουν να προλάβουν;- κουβέντες συνήθως απαιτητικές, -τα κρουασάν τα πήρες; Αυτό το τυρί σου είπα; Οι μπίρες δε θα φτάσουν παιδάκι μου! Είδες, πάρα λίγο να ξεχάσω τη μπεσαμέλ! Και, σας τ’ ορκίζομαι γιατρέ, οι άνθρωποι δεν κοιτιούνται πια, δε συνεννοούνται, ώρες-ώρες νομίζω πως θέλει να φάει ο ένας τον άλλον!
Αυτό συνέβη σήμερα. Δε μου φταίνε οι χριστιανοί! Δεκαπενταύγουστος αύριο, θέλουν να κάνουν τα ψώνια τους… Όμως αυτή τη βιάση τους, αυτή την ανγκούσια τους που δε είναι πραγματική τους ανάγκη ένοιωσα σήμερα να ορμάει να με πνίξει!»
Ανακάθισε έστρωσε τη φούστα και τον κοίταξε στα μάτια.
«Γιατρέ, αυτή τη δουλειά εγώ, -και έδειξε τον εαυτό της με το δάχτυλο-, την έχω ανάγκη. Πραγματική ανάγκη. Δε θέλω να την χάσω… επειδή καμιά φορά με ζορίζει η… ανάγκη των άλλων που σας είπα προηγουμένως…»
Όταν βγήκε από το γραφείο του κοίταξε την ώρα. Σίγουρα δεν προλάβαινε σουπερμάρκετ, θα κόντευαν να κλείσουν. Ένοιωσε μέσα του μια υπέροχη ανακούφιση.
Από μακριά, μια καμπάνα του θύμισε ξανά. Αύριο δεκαπενταύγουστος!