Η Όλγα…

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 26.01.21 ]

       Χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνω. «Καλημέρα καλό μου». Είναι η Όλγα, από την άλλη άκρη της βορεινής Ελλάδας. Η Όλγα των 88 χρονών πια, ένας από τους πιο παθιασμένους ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου. Γνωριστήκαμε πριν από 10 περίπου χρόνια, τηλεφωνικά. Της άρεσαν αυτά που έγραφα στη στήλη μου στην «Αυγή», έψαξε, βρήκε το τηλέφωνο...και γίναμε φίλοι. Στενοί φίλοι, το λέω χωρίς ίχνος υπερβολής. Δεν γίνεται να μην αγαπήσεις την Όλγα. Μορφή στην πόλη που κατοικεί. Αριστερή ως τα μύχια της ψυχής της, θέλεις δεν θέλεις σε παρασέρνει στην πλημμύρα της αγάπης. Μιλάει και οργίζεται. Μιλάει και κλαίει, η Όλγα είναι μια ιαχή.

«Όταν ανέβω στην Καβάλα, θα έρθω να γνωριστούμε και από κοντά», της είχα πει. «Τώρα που το είπες θα σε περιμένω». Πήγα το καλοκαίρι του 2017, με την Ευγενία και την Ελένη, 9 χρονών τότε. Νεανική όσο και η φωνή της. Κοντούλα και κοφτερή. Ζύγισμα, μέτρημα, αξιολόγηση, εν τω άμα. Μείναμε να κοιταζόμαστε. «Εσύ είσαι λοιπόν. Ψέμματα λες για την ηλικία σου». Της είχα φανεί μικρότερος. «Κι εσύ λες ψέμματα», της απαντάω. Κι αγκαλιαστήκαμε.

Η Όλγα. Ένα υπόδειγμα ρωγμής. Δεν την σκέπασε, δεν την έκρυψε, δεν την έκανε εχθρό, δεν καμώθηκε πως την ξεπέρασε. Έζησε μ’ αυτήν και με τις άλλες ρωγμές που ακολούθησαν κι έγιναν μέρος μιας ανυποχώρητης ανθρωπιάς, μιας εσαεί εύθραυστης ακεραιότητας κι ενός μειδιάματος τρυφερότητας αναμεμειγμένου με την αδιόρατη απειλή της ειρωνείας. Για την περίπτωση που θα παραστήσεις κάτι που δεν είσαι.

Η Όλγα, γεννημένη σε χωριό πριν από 88 χρόνια, παιδί εκτός γάμου. Καταλαβαίνεις τώρα… «Τη λέξη μπάσταρδο τη χόρτασα από τα 13 μου χρόνια, που άρχισα να νιώθω τον εαυτό μου», μου είχε πει από την αρχή ακόμα της φιλίας μας. Έκλαψε πολλές φορές. Δεν το φοβάται το δάκρυ, όπως δεν φοβήθηκε και τη ζωή. Για τη ακρίβεια, αγάπησε το δάκρυ της όπως και τη ζωή. Ουδέποτε στο περιθώριο. Ένας παρίας που δεν   καταδέχτηκε το περιθώριο. Διεκδικεί με πείσμα το σεβασμό στην παρουσία της. Και μαζί κλαίει στο τηλέφωνο καθώς μου διαβάζει τα ποιήματά της.

«Ξέρεις τι κάνω τώρα»; Η πρώτη της ερώτηση σήμερα που δεν περιμένει απάντηση. «Μαζεύω μικρά κομματάκια χαράς όπως μιλάμε και θα τα κάνω μια μεγάλη χαρά». Έκανε το εμβόλιο κι αλλάζει αμέσως σε φουρτούνα: «Να τους πεις»… Για πόσα πράγματα δεν το άκουσα! «Να τους πεις»... για τα πάντα. Να τους πεις για έναν όρθιο άνθρωπο. Να τους πεις για μια γυναίκα που είναι το τραγούδι της ζωής: «Κάνε τον πόνο σου χαρά και τον καημό σου του γιαλού μαργαριτάρι». Να τους πεις για μια γυναίκα που ζει μόνη, αλλά όχι ανέραστη. Να του πεις για το φλεγόμενο πάθος. «Να τους πεις καλό μου ότι δεν ντρέπονται καθόλου. Υπάρχουν ηλικιωμένοι που ζουν μόνοι και δεν μπορούν να κάνουν το εμβόλιο».

Θα «τους πω» Όλγα. Γίνεται να μην «τους πω»; Κι ύστερα θα πω την μεγάλη φράση του Ανδρέα Καρκαβίτσα που τελειώνει το διήγημά του «Αι φυλακαί του Ναυπλίου»: «Χαμάλη κόσμε· σε αγνίζουν οι γυναίκες σου!...».