Η Black Friday και το μαύρο στα μυαλά
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 25.11.22 ]Black Friday είναι το καταναλωτικό όργιο της “Παρασκευής των εκπτώσεων”.
Πλήθος κόσμου περιμένει από πολύ νωρίς το άνοιγμα των καταστημάτων, ακολουθώντας ένα τελετουργικό που αναπαράγει όλες τις αξίες της καταναλωτικής κοινωνίας. Ποδοπατήματα (πάτα πριν σε πατήσουν), σπρωξίματα (βγάλε από τη μέση πριν σε βγάλουν) και πρόλαβε πριν σε προλάβουν. Ο άνθρωπος-καταναλωτής είναι εδώ. Και επιδίδεται σε μια επιχείρηση ηδονής και ικανοποίησης· μια θεσμοποιημένη, καταναγκαστική ηδονή, η οποία δεν είναι ούτε δικαίωμα ούτε τέρψη, αλλά καθήκον που οφείλει κανείς να απολαμβάνει, όπως οφείλει να είναι ευτυχισμένος, ερωτευμένος, ευφορικός, δυναμικός, συμμετοχικός, ενθουσιαστικός, να πολλαπλασιάζει συνεχώς τις σχέσεις και τις επαφές του, να επιδίδεται σε μια εντατική χρήση σημείων/αντικειμένων που θα μεγιστοποιούν την ύπαρξή του κατά το αντίστοιχο της μεγιστοποίησης του κέρδους στις εμπορικές επιχειρήσεις. Σ’ αυτό το τελετουργικό παιχνίδι δεν υπάρχει χώρος για τον πόθο και την επιλογή, αλλά μόνο για την «περιέργεια» της Fun-Morality, την επιταγή αξιοποίησης στο έπακρο όλων των δυνατοτήτων ικανοποίησης, ακόμη και μέσω της κατανάλωσης σκουπιδιών!
Η Black Friday είναι μία αμερικάνικη ιδέα, η οποία όπως τόσες άλλες αναπαράγεται παντού. Γιατί η Αμερική είναι παντού. Χαρακτηρίστηκε «μαύρη» ως παραπομπή στο χρώμα της μελάνης που παραδοσιακά χρησιμοποιούσαν οι λογιστές για την καταγραφή των τεράστιων κερδών της εορταστικής περιόδου, που συχνά αρκούσαν για να αντισταθμίσουν τις ζημίες (που σημειώνονται με κόκκινη μελάνη) των πρώτων 10 μηνών του έτους. Για το κέρδος, λοιπόν, δημιουργήθηκε άλλη μία «τελετουργία» στους «ναούς-υπεραγορές». Μέσα σε όλες αυτές τις «γιορτές» της καταναλωτικής κοινωνίας το περιβάλλον των ανθρώπων δεν είναι πλέον οι άλλοι άνθρωποι αλλά τα αντικείμενα και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον «όπως το λυκόπαιδο που γίνεται λύκος για να ζήσει μαζί με τους λύκους», έτσι κι εμείς γινόμαστε λειτουργικοί όπως τα αντικείμενα. Η καταναλωτική κοινωνία συνιστά μία θεμελιώδη μετάλλαξη της οικολογίας του ανθρώπινου είδους, όπου όλα διέπονται πια από το νόμο της ανταλλακτικής αξίας. Είσαι κι εσύ κι εγώ ένα εμπόρευμα, που έχει ζύγι και τιμή.
Στα εμπορικά κέντρα και τα μεγάλα καταστήματα «ο μετωνυμικός επαναληπτικός λόγος του εμπορεύματος ξαναγίνεται μια μεγάλη συλλογική μεταφορά, δηλαδή μια ανεξάντλητη και θεαματική σπατάλη που είναι η σπατάλη της γιορτής, όπως στην τελετουργία του δώρου», γράφει ο Μποντριγιάρ. Το εμπορικό κέντρο «πολιτισμοποιείται», παρέχοντας λίγο απ’ όλα: μπαρ, πίστα χορού, ρεστοράν, σινεμά, σημεία πώλησης, ακόμα και «φαιά ουσία» και έτσι γίνεται το πάνθεον της κατανάλωσης όπου όμως έχει χαθεί το νόημα. Εδώ η ύπαρξη είναι συνυφασμένη με το «μαύρο» στο μυαλό και την αδυναμία να σκέφτεται κανείς κριτικά και σε λίγο να σκέφτεται απλώς. Γι' αυτό όπως οι οδηγοί αυτοκινήτων δεν βλέπουν τις μοτοσυκλέτες έτσι και οι άνθρωποι-καταναλωτές δεν βλέπουν όσους δεν καταναλώνουν. Οι πρόσφυγες, οι άστεγοι, τα παιδιά της Βερανζέρου και της Ομόνοιας δεν φαίνονται, δεν υπάρχουν. Στην επικρατούσα καταναλωτική ηθική είναι άχρηστα αντικείμενα, χωρίς καμία αξία. Είναι σκουπίδια, που βρωμίζουν και γι' αυτό οι ιθύνοντες και οι δημόσιες υπηρεσίες οφείλουν να τους στείλουν στις "χωματερές", στα γκέτο και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ή ακόμα πιο παραγωγικά στις Μανωλάδες, που έχουν έλλειψη εργατικών χεριών (ουσιαστικά σκλάβων). Γι’ αυτό λέω ότι η καταναλωτική ηθική και οι αξίες της οδηγούν κατευθείαν στον ρατσισμό και στον φασισμό. Κι αν καμμιά φορά τα ρατσιστικά και φασιστικά εγκλήματα βγαίνουν στο φως (δες χρυσή αυγή), αυτό συμβαίνει όταν το σύστημα επιδιώκει να δείξει ότι αυτά είναι η εξαίρεση του κανόνα του δήθεν εύτακτου και «καθαρού» καταναλωτικού κόσμου του.