Εφ’ όπλου ποίηση

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 24.02.17 ]

 «Ποίηση είναι η μεταφρασμένη σιωπή/ Κι η σιωπή μεταφρασμένη ποίηση./ Αλλά όπως ξέρετε/ Η ποίηση χάνει πολύ στις μεταφράσεις·/ το ίδιο και η σιωπή», γράφει ο Κ. Καναβούρης στο ακροτελεύτιο ποίημα της ποιητική του συλλογής: «Ο κόσμος ακόμα χρειάζεται σφαγές» (εκδόσεις Καστανιώτη). Αλλά τι θέλει να πει η σιωπή, και τι θέλει να πει η ποίηση της;  Τι κατοικεί -οντολογικά και υπαρξιακά- τη σιωπή από τη μεριά του ανθρώπου; Άγνωστο. Αυτό το άγνωστο, το ανείπωτο και το ανήκουστο φιλοδοξεί να «μεταφέρει» η ποίηση. Αυτό το άγνωστο που σιωπά, που βρίσκεται πέραν της λογικής και δώθε της μεταφυσικής, αυτό το άρρητο κάστρο πολιορκεί η ποίηση. Και καμιά φορά η σιωπή καταρρέει από τα χτυπήματα των Μουσών, από την οργή που γίνεται Ερινύες, από τη ζωτική ροπή σύντηξης που ονομάστηκε από τους ποιητές έρωτας.

Πέντε στίχοι του Καναβούρη άρκεσαν για να σπάσουν τα φράγματα και να πλημμυρίσουν οι υποθάλαμοι της φαντασίας μας γόνιμο σπέρμα, να καλπάσουν τα όνειρα ως τ’ άστρα και να βγουν στη γύρα οι Δον Κιχώτες. Έτσι συμβαίνει ενίοτε με την ποίηση· με την ποίηση που κάνει την ηρωική της έξοδο από τη σιωπή στον κόσμο, ή που ανατινάζεται μαζί της σαν Αρκάδι, και γίνεται τότε μια «ακτινοβολία πλαισίου», όπως η πρωτογενής εκτίναξη από την ανυπαρξία.

Αλλά, «Κρίμα που δεν μπορέσαμε/ να είμαστε τόσο ωραίοι άνδρες/ όσο και οι πατεράδες μας/… Κρίμα που δεν μπορέσαμε/ να γίνουμε/ τόσο, μα τόσο σιωπηλοί». Κρίμα, διαπιστώνει ο ποιητής, που δεν μπορέσαμε να γίνουμε «τόσο» ποιητές, όπως οι πατεράδες μας. Αιτία, αφού «ουδέν αναίτιον», είναι ο ακρωτηριασμός μας από το Παν, η αναπηρία μας από Κόσμο. Η τελευταία σφαγή ήταν καθολική, όπως και η λογική. Από το «Εν Παν» του Ηράκλειτου σφαγιάστηκε το παν, ο Κόσμος έγινε κόσμος, το Πνεύμα έγινε χρησιμοθηρική εξυπνάδα, η περιπετειώδης περιπλάνηση έγινε παραπλάνηση και το παρένειμι μία παράσταση παρά του μηδενός, ένα εικονικό πάρεστι όπου το Παν κατάντησε ένας χυδαίος παραρριπιζόμενος πάνας που απειλεί τον ουρανό με το πέος του· όπου το Όλον έγινε ένα ποσοτικό σύνολο, μία συνάθροιση, ένα άθροισμα των ρευστών και άνευ αναφοράς ατόμων, μία συνάντηση ούτε καν κβάντα ειμή μόνο γλοιονίων του κερατά.

Και τώρα. Εδώ και τώρα. Μέσα στο γενικευμένο ναυάγιο των Απόλυτων περιμένουμε το ξεπέρασμα του τελευταίου απόλυτου, του ανθρώπου της Υποκειμενικότητας. Και ο ποιητής, που νιώθει τον καιρό, παίρνει τα χάλκινα και τα πνευστά του και προειδοποιεί: «Προετοιμαστείτε./ Παρατάξτε την ιστορία./ Την χήνα του Καπιτωλίου/ Μπροστά στον πρίγκιπα Μίσκιν/ Έτσι κι αλλιώς ο Ρασκόλνικοφ θα δώσει τη λύση/…».

Ο Καναβούρης θέλει να ανατάξει το διχοτομημένο «Εν Παν», να αποκαταστήσει το Όλον και δεν βρίσκει άλλον τρόπο, άλλο συγκολλητικό νόημα πάρεξ αυτό που προσφέρει η Ιστορία: Πόλεμος. Αυτός ο ηρακλήτειος πατέρας των πάντων θα δώσει και πάλι τη λύση. Γι’ αυτό προετοιμαστείτε για το αίμα και τη σφαγή. Ήδη ακούμε την κλαγγή των λέξεων. Απέναντι στους ποιητές, οι ποιητές· απέναντι στη σιωπή, η φήμη και η… δια-φήμιση, απέναντι στη μουσική της ποίησης το άρρυθμο κείμενο και η δια-κειμενικότητα . «Στάζει το αίμα/ κινείται/…» και γίνεται «Μια αγαπημένη απόλαυση/Τώρα και με νέες γεύσεις»/! Ο πόλεμος ως γευσιγνωσία, το αίμα ως απόλαυση! Όλα έγιναν ύφος και τρόπος, γι’ αυτό και οι τροπικότητες, οι ρόλοι και οι τροπισμοί. Το Πρόσωπο εξέλιπε όπως και η ουσία τού Είναι.

Η σιωπή σφάζεται στα σφαγεία των πόλεων και η στιγμιαία (μιας χρήσης) ποίηση  πολτοποιείται μέσα στις μηχανές των εικόνων, δημιουργώντας ψήγματα πωλούμενης ευτυχίας που όμως δεν επισυμβαίνει ποτέ. Γι’ αυτό η διαρκής ματαίωση. Γι’ αυτό οι χημικοί ζουρλομανδύες. Γι’ αυτό η μανία για αίμα. Γι’ αυτό ο κόσμος γέμισε ζόμπι: «πτώματα ζωντανών».

Εν προκειμένω το ποίημα δεν είναι ούτε γίνεται πρόφαση με την έννοια της αντιστροφής· δεν είναι μόνο αγωνία αλλά και προτροπή για Πράξη: είναι μία κραυγή που προσπαθεί να συν-εγείρει, να συν-κινήσει με τον τρόπο του Βάλτερ Μπένγιαμιν, δηλαδή με το ρυθμό της γλώσσας εντός της ιστορίας, όπου ενδημεί πάντα η πυρηνική δυναμική της ελπίδας και βρίσκουν οξυγόνο τα υποκείμενά της, οι στασιαστές κατά του Θανάτου και του Τίποτα, αυτοί «που θα σφαγούν από τα νοήματα./ Από το αίνιγμα που είμαστε./ Εμείς· το μέγα αίνιγμα».

Ιδού και οι παιδαγωγοί του θανάτου, ιδού και οι δημιουργοί. Γιατί «είναι παιδί ο θάνατος./ Δεν έχει μάθει ακόμη.» Η οντολογική αγωνία μαζί με την υπαρξιακή: «Τα πτώματα ήταν στη σειρά/ και είχα κλειστά τα μάτια./ Εγώ έψαχνα να βρω/ Ποιο είναι το δικό μου/ να το διηγηθώ θα ήθελα/ να το αναγνωρίσω/ να το δω/ να το ξεχάσω». Η ευκτική, οι γραμματικοί τύποι και τρόποι του επιθυμητού, το τραγούδι μιας ανελικτικής, σχεδόν θρησκευτικής πορείας προς το τέλειο, ή έστω προς τα πάνω (ως άνω θρώσκω), δια μέσου της αυτογνωσίας και της μη λήθης, δηλαδή τις α-λήθειας.

Να λοιπόν η πρόταση του Κ. Καναβούρη: όταν ο κόσμος δεν συλλαμβάνεται ούτε με την πίστη ούτε με τη λογική, ας του προτάξουμε «συστοιχίες ποιημάτων», ας τον λογχίσουμε με τις λόγχες της ποίησης. Ο Καναβούρης επιστρέφει τα αντιδάνεια του Βιτγκενστάιν και του Χάιντεγκερ καθώς και σύνολη τη δυτική σκέψη και σαν την πέστροφα γυρίζει στις πηγές, κόντρα στο ρεύμα, για να γεννήσει λέξεις και νοήματα· στηρίζεται στο πρωτογενές υλικό, εμπνέεται απ’ αυτό, κυρίως από τον Ηράκλειτο. Με άλλα λόγια, επιστρέφει σ’ εκείνη τη θέαση σύμφωνα με την οποία ο κόσμος είναι σύγκρουση και αμάχη. Εκεί όπου ο πόλεμος προβάλει εκ νέου το ανήκουστο, το ανείπωτο και το αδιανόητο· προβάλλει δηλαδή τη σιωπή. Αντίθετα, η μη Αγωνία, τουτέστιν ο μη Αγώνας είναι μία εκτροπή του κόσμου, μία παρέκκλιση, μία παρακμή που δεν την καταλαβαίνει πια κανείς. Για αυτό το λόγο «ο κόσμος ακόμα χρειάζεται σφαγές»! 

Υ.Γ.: Ένα κείμενο για μία παλιά συλλογή ποιημάτων του φίλου μου Κώστα Καναβούρη που δίνει τη μεγάλη μάχη του. Με την ανάκληση, νομίζω πως συμμετέχω κι εγώ στον αγώνα του.