Επειδή φοβάμαι
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 16.05.18 ]
Το πρόβλημα είναι απλό και εντοπίζεται στην καθημερινή ωμοφαγία των ενδεχομένων από τα αμέριμνα κβάντα.
Λοιπόν:
Το τοπίο είναι περιφραγμένο, ένα κοπάδι κβάντα βόσκει στο ήρεμο μέλλον, γύρω οι σφαίρες πέφτουν σαν το χαλάζι κι εγώ γράφω ένα συμφωνικό έργο, ενδεχομένως για μεγάλη ορχήστρα. Πολύ μεγάλη. Ενδεχομένως πάρα πολύ μεγάλη.
Όμως αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Ότι η μουσική, όπως και η θεωρία των κβάντα, είναι μια απροσδιοριστία ενδεχομένων που βόσκει αμέριμνη κάπου στο μέλλον, ενώ την ίδια στιγμή σφυρίζει ο θάνατος και ταυτοχρόνως ακούγονται στο σύμπαν χιλιάδες συμφωνικές ορχήστρες να μοιρολογούν όλη εκείνη την πένθιμη χαρά που περισσεύει από την θνητότητα κι ανδεχομένως να γίνει θάνατος, αλλ’ ίσως και αθανασία. Πού να ξέρεις; Έτσι κι αλλιώς όταν συμβαίνουν τα θαύματα πάντοτε λείπουμε. Μόνο οι νεκροί είναι παρόντες.
Να όπως τώρα. Είναι μέρα μεσημέρι στη Γάζα, ένα κοπάδι κβάντα βόσκει αμέριμνο κι εγώ γράφω ένα απέραντο συμφωνικό έργο για μια πελώρια ορχήστρα και πέντε μελλοθάνατους. Ή δέκα. Ή δέκα χιλιάδες. Θα εκτελεστούν αύριο το πρωί καθώς η ορχήστρα θα παίζει μια «φαντασία».
Θα εκτελεστούν σε μια αχανή αίθουσα εκτελέσεων, μετά από απόφαση ενός αχανούς δικαστηρίου που βασίζεται στην αχανή νομολογία του τελεσίδικου χρόνου της μουσικής: Μήλος (και Αθηναϊκή Δημοκρατία), Κροστάνδη, Τζορντάνο Μπρούνο, Μπόμπυ Σανς, Άουσβιτς, Ατακάμα, Κατίν και πάντοτε Μακρόνησος.
Μακρόνησος για αιώνες στα προάστια μιας αρχαιότητας που όλο έρχεται κατά πάνω μας, με όλη τη δύναμη μιας κβαντικής μηχανικής, δηλαδή με όλη τη δύναμη μιας μουσικής που ξεφεύγει από τα ενδεχόμενα επειδή δεν θα γραφτεί ποτέ. Γιατί το μόνο σίγουρο με τους νεκρούς είναι ότι δεν πρόκειται ποτέ να γράψουν μουσική. Κανενός είδους μουσική.
Κι όλο έρχεται κατά πάνω μας η Μακρόνησος μιας εξόριστης ανθρωπότητας σε ερημότοπο χωρίς αγάλματα. Και είναι η ζωή μας.
Θα εκτελεστούν σου λέω αύριο το πρωί. Ενδεχομένως. Θα εκτελεστούν στην καταβόθρα αυτού του τεράστιου αδαμαντωρυχείου που λέγεται πραγματικότητα. Και θα είναι παιδιά. Θα εκτελεστούν αύριο το πρωί στους πελώριους δρόμους ερώτων της γάγγραινας και της σπατάλης.
Κι εγώ ακόμα γράφω ένα αχανές συμφωνικό έργο. Μόνο οι σολίστ δεν συμφωνούν. Κι εδώ που τα λέμε, ούτε η ορχήστρα συμφωνεί. Η ορχήστρα φεύγει ως εξαίσια αναρρόφηση χρόνου. Μια μαύρη τρύπα. Ο μαέστρος μένει μόνος στο πόντιουμ ενός χάους που ουδόλως ενδιαφέρεται για το τι εστί αίμα. Εννοώ το αίμα που στάζει από τη θεωρία της αρμονίας.
Το χάος είναι απλώς ένας αμνός, ανάμεσα στους άλλους που βόσκουν αμέριμνα, ένας αμνός από το κοπάδι των κβάντα. Αν δεν προλάβουν να γίνουν μουσική, θα αυτοκτονήσουν. Και είναι η πρώτη φορά που είναι πιθανό ένα τέτοιο ενδεχόμενο: ν’ αυτοκτονήσει ο αμνός του θεού. Πράγμα που σημαίνει ότι ούτε ο θεός είναι αρκετά γρήγορος (θεός – θέω, δηλαδή τρέχω) για να προλάβει την οριστική καταστροφή.
Γι’ αυτό βιάζομαι να γράψω ένα τεράστιο συμφωνικό έργο για τεράστια ορχήστρα και μελλοθάνατους.
Επειδή φοβάμαι.