Εκεί κάτω
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 01.04.18 ]
Εκεί κάτω είναι τα έγκατα του κόσμου. Και στα έγκατα δεν υπάρχει θρίαμβος ούτε θριαμβευτές, μήτε στρώνουν τους δρόμους με βάγια για να περάσει ο εκλεκτός του Θεού. Δεν υπάρχουν εκεί κάτω εκλεκτοί του Θεού, αλλά μονάχα τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού, δηλαδή ενός «κατώτερου» λαού, που τα σκοτώνουν πριν ακόμα προλάβουν να ονειρευτούν έναν θρίαμβο ελευθερίας, που τα κλείνουν στη φυλακή γιατί προσπαθούν έναν κόσμο όπου θα έχουν το δικό τους μερτικό σε «γη και ελευθερία».
Είθισται που λέει και ο ποιητής, εκεί κάτω να «δολοφονούν τους ποιητές». Τους ποιητές που χωρίς αυτούς ο θρίαμβος της ζωής προσπαθεί να κρυφτεί για να σωθεί από τις σφαίρες. Εκεί κάτω λοιπόν τα χρόνια είναι σακάτικα. Στριμωγμένα πίσω από το συρματόπλεγμα και πίσω από τα τείχη των φριχτών διαχωρισμών. Ο θρίαμβος είναι βραδύτερος από τις σφαίρες, βραδύτερο από ένα δίκιο του αίματος που πνίγει στο αίμα την ειρήνη μπουκώνοντας με κραυγή το στόμα των ανθρώπων.
Εκεί κάτω ούτε ο Πόντιος Πιλάτος δεν είναι ευπρόσδεκτος γιατί υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να το σκεφτεί, έστω για μια στιγμή και έτσι το θαύμα να συμβεί. Αλλά όχι. Το θαύμα ενός παιδιού που πηγαίνει ήρεμο στο σχολείο του δεν πρέπει να συμβεί γιατί το θαύμα είναι ο εχθρός. Το θαύμα δυο παιδιών που πιάνονται χέρι χέρι, δύο παιδιών που «κοιτάζονται και δεν μιλιούνται» κατά πως περιγράφει το «Άξιον Εστί» ενός θαύματος ο Οδυσσέας Ελύτης, δεν πρέπει να συμβεί. Η Κυριακή των Βαΐων δεν πρέπει να έρθει ποτέ εκεί κάτω. Η Άχεντ Ταμίμι πρέπει να σαπίσει στη φυλακή γιατί ο θρίαμβος της ειρήνης και της αγάπης είναι έγκλημα.
Κάθε λίγο και λιγάκι μας έρχονται οι θλιβερές ειδήσεις για τα νεκρά θαύματα που τα μαζεύουν από τους δρόμους «οι μαύρες μανάδες με τα μαύρα φουστάνια» και τα μαύρα δάκρυα, σ’ αυτήν την ατέλειωτη διαδρομή ενός Γολγοθά που χάνεται κάπου πολύ ψηλά. Εκεί όπου ο Θεός δεν έχει έλεος γιατί δεν ακούει την κλαγγή των όπλων, το σφύριγμα της σφαίρας, τη σιωπή πάνω από ένα χώμα που λες και δεν πλάστηκε για να δίνει καρπούς και λουλούδια, αλλά για να θάβονται παιδιά, παιδιά σαν οπώρες και σαν λουλούδια που έδυσε το κάλλος τους πριν προλάβει να νυστάξει η ψυχή τους. Ή μάλλον ακριβώς επειδή δε νύσταξε η ψυχή τους, η ζωή τους μαράθηκε μέσα σε μια στιγμή.
Εκεί κάτω ο θρίαμβος δεν ήρθε ούτε και φέτος γιατί και φέτος το ιλαρό φως του μαρτυρίου δεν είναι λυτρωτικό. Μοιάζει να έγινε για να κάνει πελώριες τις σκιές των τεράτων που χιλιάδες χρόνια εξακολουθούν να μοιράζουν και να ξαναμοιράζουν, παίζοντας το φοβερό ζατρίκιο των πολέμων, τα ιμάτια που ήταν προορισμένα να ντύσουν τον θρίαμβο των έσχατων κι έγιναν σάβανο για να ντύσουν τα παιδιά εκεί κάτω! Όσο πιο κάτω γίνεται. Όσο πιο βαθιά γίνεται για να μην μπορεί ν’ ανθίσει τίποτα πάνω στους τάφους. Το θαύμα μιας παπαρούνας του Απριλίου. Το παραμικρό μιας μυρωδιάς που θα στόλιζε το ανθάκι των Επιταφίων.
Εκεί κάτω δεν λιτανεύονται επιτάφιοι. Περιφέρονται μέσα σε απέραντο θρήνο τα νεκρά μικρά θαύματα των παιδιών. Δεν υπάρχουν καμπάνες για να τιμήσουν το κατευόδιο. Υπάρχουν γεράκια με το δάχτυλο στην σκανδάλη.
Εκεί κάτω το θαύμα τελείωσε πριν ακόμα αρχίσει. Και του χρόνου. Όταν για μια ακόμα φορά θα υποδεχόμαστε το Άγιο Φως, που αντιλάμπει εφιαλτικά το αίμα της σφαγής, με τα όπλα στα χέρια. Για να τιμήσουμε τι; Αυτούς που θα έχουν φονευτεί για μια ακόμα φορά; Τον άοπλο θρήνο που κατεσφάγη; Το κανιβαλικό παράλογο θρησκειών που κηρύττουν την αγάπη και λιτανεύουν τον Επιτάφιο πατώντας πάνω σε πτώματα;
Ωραία λοιπόν. Παρουσιάστε όπλα. Σεβασμός στους φονείς των θαυμάτων. Έτσι κι αλλιώς εκεί στηρίζεται το φονικό: στις παγκόσμιες στρατιές εκείνων που «ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Ακριβώς τη στιγμή που σκοτώνουν τον θρίαμβο πανηγυρίζοντας επειδή πέτυχαν τον στόχο.
Όχι μόνο εκεί κάτω. Έγινε και στη Χιροσίμα, έγινε και στο Ναγκασάκι, έγινε και στη σφαγή της Δρέσδης, έγινε και στα Άουσβιτς, έγινε και στο Βιετνάμ. Έγινε παντού. Το «εκεί κάτω» ήταν και είναι παντού. Και διαρκώς. Και με κάθε τρόπο. Παρουσιάστε όπλα. Υποδεχτείτε τον αρχηγό του παγκόσμιου κράτους που λέγεται θάνατος, όπως του αξίζει. Και του χρόνου.