«Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ, είμαι πολίτης. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο»

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 13.02.17 ]

 Η γραφειοκρατία αποτελεί καθημερινό βίωμα όλων μας, καθώς διαπερνά και ρυθμίζει τη ζωή μας ως η ενσάρκωση της απραγίας, της ανευθυνότητας και της αυθαιρεσίας. Η ταινία του Κεν Λόουτς, "Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ", καταγράφει τη διαμαρτυρία των ανθρώπων που δοκιμάζονται από την γραφειοκρατία και τη φτώχεια. Ο Ντάνιελ Μπλέικ είναι ένας χήρος ξυλουργός που πέρασε πρόσφατα ένα καρδιακό επεισόδιο και θέλει να διεκδικήσει από το κράτος το επίδομα που δικαιούται. Ενώ οι γιατροί και οι φυσιοθεραπευτές του τον κρίνουν ανίκανο να εργαστεί προς το παρόν, το κράτος διατείνεται ότι είναι ικανός για εργασία και του αρνούνται το επίδομα αφού τον ταλαιπωρούν και τον ταπεινώνουν καθημερινά με την αποστασιοποιημένη «ευγένεια» που χαρακτηρίζει τους γραφειοκράτες. Η γραφειοκρατία του δημιουργεί διαρκώς προσκόμματα και τον οδηγεί σε αδιέξοδο. Αντιμετωπίζεται σαν ένας Εθνικός Αριθμός Ασφάλισης, ως άνθρωπος εκμηδενίζεται.

Η ταινία είναι μια καταγγελία για τους ανθρώπους που βλέπουν τις ζωές τους να τσακίζονται από τις πολιτικές του σκληρού νεοφιλελευθερισμού, από την απρόσωπη γραφειοκρατία. Αναδεικνύει τον καφκικό εφιάλτη που λέγεται «κράτος», την απίστευτη γραφειοκρατία του, τους υπαλλήλους-ρομπότ που δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη, τον σπαραγμό και την απελπισία που βιώνουμε καθημερινά, χωρίς κανέναν ωστόσο μελοδραματισμό. Καταγγέλλει τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και πρακτικές, οι οποίες είναι σύγχρονες, εκλεπτυσμένες και «ορθολογικές» αλλά και τόσο απίστευτα αναχρονιστικές, ανορθολογικές και αναποτελεσματικές ώστε να καθιστούν τη γραφειοκρατική διοίκηση συνώνυμη με την ανευθυνότητα, την τυπολατρία, την ακαμψία, την αναποτελεσματικότητα και αναλγησία. Καταγγέλλει τον κοινωνικό ρόλο της γραφειοκρατίας η οποία, τόσο ως σύστημα διοίκησης όσο και ως εξουσιαστικός μηχανισμός, συμβάλλει αποφασιστικά στη σταθεροποίηση και στην αναπαραγωγή του υφιστάμενου κοινωνικού συστήματος.

Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα καθημερινό, χιουμοριστικό αλλά και καφκικό κόσμο του παραλόγου, όπου όλα κινούνται αποκλειστικά στα πλαίσια του ακατανόητου που δεν σέβεται τον πόνο του άλλου αλλά υποκλίνεται στο βωμό της γραφειοκρατίας. Μπροστά σε απροσπέλαστα βουνά γραφειοκρατίας και απροσδιόριστους κρατικούς μηχανισμούς, ο Ντάνιελ Μπλέικ σταδιακά συνθλίβεται καθώς αντιμετωπίζει ένα ντελίριο ασυνεννοησίας και ανολοκλήρωτων διαδικασιών, μπροστά σ’ ένα κράτος – τέρας που καταβροχθίζει τους πολίτες προβάλλοντας το νόμιμο αλλά όχι το ηθικό ως μοναδική προοπτική. Ζητάει το δικαίωμα στην εργασία ή στα κοινωνικά επιδόματα, το αυτονόητο. Ενώ αγωνίζεται να συμπληρώσει αμέτρητες online αιτήσεις χωρίς να ξέρει να πιάσει το ποντίκι του υπολογιστή, γνωρίζει την νεότερή του Κέιτι, ανύπαντρη μητέρα δύο παιδιών που μόλις έχει μετακομίσει στην πόλη από το Λονδίνο. Βοηθώντας ο ένας τον άλλον, θα προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν μάταια την γραφειοκρατία. Συμπληρώνουν αιτήσεις, με ατέλειωτες ώρες αναμονής στο τηλέφωνο, με τον κόσμο του διαδικτύου και των υπολογιστών που ο Ντάνιελ δεν γνωρίζει και που τσακίζει την αξιοπρέπειά του, με τις προθεσμίες και την τήρηση των τύπων. Παλεύουν με αυτοματοποιημένους μηχανισμούς που σκοτώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

 Ο Ντάνιελ Μπλέικ δεν είναι της γενιάς του internet. Όλες οι αιτήσεις, οι πληροφορίες και οι διευκρινίσεις είναι ηλεκτρονικές και αυτός δεν έχει ιδέα από πληκτρολόγιο και «ποντίκι» και δεν χρειάστηκε ποτέ να έχει, ώς τη στιγμή που το κράτος τον εξανάγκασε να ψάξει για επίδομα. Την ίδια στιγμή, η Κέιτι χάνει το επίδομα εργασίας για μια μικρή χρονική καθυστέρηση στο ραντεβού της με την υπεύθυνη. Και οι δυο αντιμετωπίζονται ως αριθμοί τόσο στα γραφεία εύρεσης εργασίας όσο και στις τράπεζες τροφίμων. Περήφανοι άνθρωποι που περιμένουν στις ουρές με σιωπηλή απελπισία, άνθρωποι που αγαπιούνται παρά τα προβλήματά τους.

Ο πρωταγωνιστής Dave Johns (γνωστός στην Βρετανία ως  stand-up comedian), δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία γεμάτη απόγνωση, οργή αλλά και μαχητικότητα, καθιστώντας τον Daniel Blake έναν σύγχρονο ήρωα, ένα σύμβολο αντίδρασης στην παράνοια του συστήματος.

“Είμαι ο Ντάνιελ Μπλέικ και απαιτώ να με αντιμετωπίζουν με ανθρωπιά” φωνάζει ο ήρωας της ταινίας. Και μας αφορά όλους. Το έργο λειτουργεί ως  σημείο αναγνώρισης μιας μυστικής αδελφοσύνης καθώς ταυτιζόμαστε με την οδύνη,τον πόνο, τον εκνευρισμό του Άγγλου μεσήλικα. Είμαστε όλοι εν δυνάμει στη θέση του. Ο Λόουτς στη Συνέντευξη Τύπου του φεστιβάλ Καννών είπε: “Νομίζω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ενσωματώνει τον νεοφιλελευθερισμό. Μπορείτε να το δείτε με τον τρόπο που ταπείνωσαν τον ελληνικό λαό. Έχει προκαλέσει δεινά και φτώχεια, για εκατομμύρια ανθρώπους, καθώς και μια μεγάλη μάχη για πολλούς άλλους πολίτες που δεν είναι απελπισμένοι, αλλά τα καταφέρνουν δύσκολα. Έτσι απλά, στην ταινία λέμε μία μικρή ιστορία, για μια από τις συνέπειες που βιώνουν πολλά εκατομμυρίων ανθρώπων. Λέμε μια μικρή ιστορία και απλά ελπίζουμε ότι αυτή θα αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο που θα ενώσει τους ανθρώπους. Αυτό είναι που προσπαθούμε να κάνουμε.”

Η προσπάθειά του πέτυχε απόλυτα αν κρίνω από τη σιωπή και τη συγκίνηση όλων καθώς βγαίναμε από την αίθουσα. Δεν το είχα ξαναδεί....

«Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ, είμαι πολίτης. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο», φωνάζει ο Κέν Λόουτς μέσω ενός κινηματογραφικού ήρωα της διπλανής πόρτας. Ο 80χρονος Βρετανός  Κεν Λόουτς αναδεικνύει με λιτό τρόπο  ένα καυτό κοινωνικό πρόβλημα με τον καλύτερο τρόπο. Από την ταινία έβγαιναν όλοι συγκινημένοι γιατί ήταν μια κραυγή απελπισίας, φόβου και αγανάκτησης για τον κόσμο της κρίσης που όλοι βιώνουμε.Η καλύτερη φετινή ταινία!