Είδα την μήτρα της εξέγερσης στην Τζακάρτα: την αθλιότητα

[ Κώστας Κάππας / Κόσμος / 02.05.19 ]

Πριν από καιρό, επιστημονική αποστολή στην πρωτεύουσα Jakarta της Ινδονησίας. Για λίγες ημέρες, σε αντικαρκινικό νοσοκομείο της πόλης.

Με το πέρασμα του χρόνου, δεν μου έμεινε σχεδόν καμμία ανάμνηση από επαγγελματικής πλευράς. Αντίθετα το κοινωνικό  timing ήταν τρομακτικό και ακόμη με αναστατώνει, αλλά και μου δίνει σκληρά μαθήματα ζωής.

Ο επί δεκαετίες δικτάτορας Suharto (υψηλόβαθμος πράκτορας των “Δυνάμεων Διατήρησης της Τάξης και Ασφάλειας” επί Ιαπωνικής κατοχής της Iνδονησίας…) είχε ήδη πνίξει στο αίμα την χώρα (μόνο μεταξύ Οκτωβρίου 1965 και Μαρτίου 1966, σφάχτηκαν 3.000.000 άνθρωποι, εκ των οποίων 500.000 κομμουνιστές) και εξακολουθούσε να την κυβερνά με σιδερένιο χέρι. Λίγο πριν την αλλαγή της χιλιετίας, η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Πείνα, αρρώστιες, δυστυχία και σε διάστημα 20 ημερών, αύξηση της τιμής της βενζίνης κατά 70%, τριπλασιασμός της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, υποτίμηση της ρουπίας στο 1/6 της αρχικής τιμής της και το καψούλι στην δυναμίτιδα: αύξηση 100% στην τιμή των εισιτηρίων των λεωφορείων.

Γιατί ήταν το καψούλι; Η πόλη είναι 8 φορές μεγαλύτερη από το Παρίσι και έχει 10 εκατομμύρια κατοίκους. Η πλειοψηφία των (εξαθλιωμένων) εργαζομένων χρειάζεται 2 λεωφορεία για να πάει στην δουλειά της. Ο διπλασιασμός της τιμής 4 εισιτηρίων (πήγαινε-έλα), σήμαινε ότι πάνω από 70% του βασικού μισθού των 11,8 ευρώ μηνιαίως (53 λεπτά του ευρώ το μεροκάματο) εξανεμιζόταν στις μετακινήσεις…

Υποπτεύεστε την συνέχεια. Πάνω από 15.000 νεκροί, 1000 καμμένοι ζωντανοί σε πυρκαγιά αντεκδίκησης, εκατοντάδες χιλιάδες τραυματίες, δισεκατομμύρια ευρώ σε καταστροφές και λεηλασίες καταστημάτων, φυλακίσεις, βασανισμοί και βιασμοί.

Η ομάδα μας έφτασε στην Τζακάρτα, λίγο πριν τα γεγονότα. Το τι θα επακολουθούσε ήταν γραμμένο στα μάτια των ανθρώπων, στην γλώσσα του σώματος και στον ουρανό που πλάκωνε την πόλη.

Το πρώτο chock στο ξενοδοχείο. Γνώριζα ήδη από προηγούμενα ταξίδια στην Ασία την τελετουργική αρχική διαδικασία: νεαρή πόρνη, με τον μαστροπό στην άκρη του διαδρόμου να παραφυλά, κτυπά την πόρτα και προτείνει σε κακοποιημένα γαλλικά “μασάτζε”. Άλλα εννοεί ξεκάθαρα, παζαρεύεις και την καλείς μέσα στο δωμάτιο εάν σου αρέσει ο συγκεκαλυμμένος βιασμός ή αρνείσαι ευγενικά. Αυτήν την φορά, καλά καλά δεν είχα προλάβει να ανοίξω την βαλίτσα, με πήρε στο εσωτερικό τηλέφωνο ο …διευθυντής. Μου πρότεινε υπηρεσίες “μασάτζε” στο ξενοδοχείο του και όταν αρνήθηκα μου απάντησε “Δεν καταλάβατε. Δεν εννοώ από τα κορίτσια που έρχονται στο δωμάτιό σας. Κάντε μια βόλτα στους χώρους μας και οποιαδήποτε υπάλληλος σας αρέσει, θα σας την στείλουμε”. Μόλις βίωνα στην πράξη και συνειδητοποιούσα ταυτόχρονα ότι το Σύστημα (“ανελέητο καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό” το λένε στο χωριό μου) όχι μόνο εξαθλίωσε τον λαό, αλλά εκπόρνευσε την κάθε αξιοπρεπή γυναίκα και μάνα, για να μην πεθάνουν από πείνα τα παιδιά της… Έκλεισα το τηλέφωνο για να μην του απαντήσω και τον βρίσω.

Το επόμενο απόγευμα βγήκαμε διστακτικά για μια αναγνωριστική βόλτα. Απομακρυνθήκαμε αρκετά από το ξενοδοχείο χωρίς να το καταλάβουμε και όσο προχωρούσαμε, η περιοχή άλλαζε και φτώχαινε δραματικά. Κάποια στιγμή ανεβήκαμε σε ένα γεφύρι πάνω από ένα πυκνόρρευστο στενό ποτάμι. Πυκνόρρευστο; Ευγενικός τρόπος για να αποφύγω να πω ότι ήταν γεμάτο ανθρώπινες ακαθαρσίες (προφανώς η γειτονιά δεν είχε επαρκές αποχετευτικό σύστημα), σκουπίδια και σάπια λαχανικά και φρούτα. Πάνω στην γέφυρα ένα παλληκάρι …ψάρευε. Κρατούσε κάτι σαν καλάμι με αγκίστρι στην άκρη, κάρφωνε τις πεπονο- και καρπουζόφλουδες που επέπλεαν, τις δάγκωνε να δει εάν ήταν βρώσιμες και τις έφτυνε ή τις μασουλούσε. Ομολογώ ότι γυρίσαμε άρον–άρον πίσω στην φωλιά μας, φοβούμενοι ότι θα είχε όλα τα δίκια του κόσμου, αυτός ή κάποιος άλλος εκεί γύρω, να μας ληστέψει για να επιζήσει.

Το βράδυ αποφασίσαμε να το περάσουμε στο ξενοδοχείο. Όταν θέλετε να καταλάβετε με μία ματιά, εάν η πόλη (και κατ’ επέκταση η χώρα του Τρίτου Κόσμου) στην οποία σας έφερε η τύχη είναι σε βαθιά οικονομική κρίση, με χούντα, ή σε εξαθλίωση, ανεβείτε νωρίς την νύχτα στην ταράτσα του ξενοδοχείου σας και κοιτάξτε γύρω σας. Τα πολλά διασκορπισμένα σε όλη την πόλη φώτα σημαίνουν μαγαζιά και μαγαζάκια που δουλεύουν, πληθυσμό που λίγο πολύ βγαίνει για ψώνια, φαγητό και θεάματα. Σημαίνει επίσης ύπαρξη και μικροαστών και αστών. Εάν η πόλη είναι τελείως σκοτεινή με ελάχιστα φωτεινά σημεία, σημαίνει σχεδόν πάντα περιχαρακωμένη ολιγαρχία και εξαθλιωμένος λαός που κάθεται σπίτι του ή στο πεζούλι γιατί είτε δεν έχει ηλεκτρικό ρεύμα, είτε δεν έχει τι άλλο να κάνει το βράδυ, είτε κοιμάται νωρίς γιατί ξυπνάει άγρια χαράματα για να δουλέψει κάπου μακριά, είτε όλα μαζί. Ανεβήκαμε και εμείς στην ταράτσα, αντικρίζοντας ένα απέραντο φοβικό σκοτάδι. Που ήρθαμε;

“Κυριακή κοντή γιορτή”. Μετά από λίγα 24ωρα με δουλειά–φαγητό–ύπνο, αποφασίσαμε να δούμε την πόλη. Εκείνο το απόγευμα Σαββάτου, ζητήσαμε από το ταξί να μας πάει “Down town” να περιηγηθούμε στο κέντρο της Τζακάρτα. Μας άφησε σε κάτι έρημα τεράστια πάρκα, με 3-4 ρεστοράν στον οπτικό μας ορίζοντα. Απορήσαμε, επέμενε ο ταξιτζής ότι ήταν σωστός ο προορισμός, κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο. Περπατήσαμε λίγο, μην πάει χαμένη η βόλτα και στην ανατολική πλευρά του πάρκου πέσαμε πάνω σε ένα σύμπλεγμα ουρανοξυστών. Τα ισόγεια ήταν μαύρα και σκοτεινά, σκόρπια γύρω τους ήταν παρκαρισμένα πανάκριβα αυτοκίνητα και αρκετοί φουσκωτοί ακουμπισμένοι πάνω τους, κάπνιζαν βαριεστημένα. Οι κορυφές των κτιρίων ήταν φωτισμένες. Μαντέψαμε ότι εκεί πάνω ήταν σαν πριβέ κλαμπ για πολύ ιδιαίτερο κόσμο και σίγουρα όχι για τουρίστες όπως εμείς ή για έναν συνηθισμένο νόμιμο ντόπιο…

Δυτικά και νότια των πάρκων υπήρχαν τεράστιες ήσυχες επαύλεις. Σε πολλές από αυτές, πάνω στους κίονες αριστερά και δεξιά της θύρας εισόδου στην κεντρική αυλή του οικήματος, ήταν ανεβασμένοι και τοποθετημένοι σαν αγαλματάκια, ανά δύο μικρόσωμοι άντρες. Καθόντουσαν ανακούρκουδα όση ώρα βρισκόμασταν εκεί γύρω, χωρίς να δυσανασχετούν. Όταν κάποια στιγμή επιτέλους πλησίασε ο ιδιοκτήτης μίας από αυτές τις επαύλεις και ακούστηκε το κορνάρισμα της λιμουζίνας στην γωνία του δρόμου, πήδηξαν σαν ελατήρια κάτω στο έδαφος και άνοιξαν την πόρτα.

Μείναμε άναυδοι μέχρι να συνειδητοποιήσουμε σε τι ακριβώς έργο ήμασταν θεατές. Προφανώς στοίχιζαν πιο φτηνά από αυτόματο μηχανισμό και το κυριότερο λειτουργούσαν ως επίδειξη (ματαιόδοξης και νεοπλουτίστικης) αρχοντιάς…

Γυρίσαμε άδειοι ψυχικά και σωματικά στο ξενοδοχείο.

Την Κυριακή αποζημιωθήκαμε κάπως από το ‘shopping therapy’ στο Χίλτον της πρωτεύουσας. Δεν ήταν σαν τα συνηθισμένα ξενοδοχεία, ήταν μία μίνι πολιτεία: πολλά μικρά κτίρια, αυλές, κήποι, αλυσίδα από μικρομάγαζα, κάτι σαν “all inclusive” και ένας πανύψηλος άσπρος τοίχος που προστάτευε περιμετρικά τις εγκαταστάσεις, αποθαρρύνοντας τους κακούς και τους ντόπιους.

Την επομένη στο αεροδρόμιο, περιμένοντας την πτήση μας, τριγυρνάγαμε στο free shop για να σκοτώσουμε μερικές ρουπίες ισοδύναμες με 7-8 ευρώ, αγοράζοντας οτιδήποτε. Μετανοιώσαμε λίγο πριν το ταμείο και τα δώσαμε σε 3 καθαρίστριες που βρήκαμε μπροστά μας. Αμέσως μετά φύγαμε τρέχοντας από ντροπή, καθώς τα κλάμματά τους από έκπληξη και τρελή χαρά, ακουγόντουσαν σε όλο το αεροδρόμιο.

Η Κική ξαναπήγε για δουλειά στην Τζακάρτα μόνη της, μερικούς μήνες αργότερα. Στον γυρισμό, δίπλα της στο αεροπλάνο κάθισε μία κυρία της καλής αθηναϊκής κοινωνίας. Όπως της είπε, πήγαινε συχνά σε διάφορα μέρη στον κόσμο να αγοράσει κοσμήματα και μικρά αντικείμενα τέχνης στην πηγή, για τους εκλεκτούς πελάτες της στο Κολωνάκι.“Πως σας φάνηκε η Τζακάρτα;” την ρώτησε η Κική. “Α! Υπέροχη! Ντύνονται πολύ ωραία, το φαγητό υπέροχο και είναι πολύ ασφαλής!” απάντησε εκείνη. Δεν σταμάτησε να εκθειάζει εκστασιασμένη για κανένα μισάωρο, μέχρι να συνειδητοποιήσει η Κική ότι “Τζακάρτα” η κυρία εννοούσε, με την μεγαλύτερη φυσικότητα και αφέλεια του κόσμου, το Χίλτον όπου διέμενε και προφανώς δεν βγήκε ποτέ…

*Ο Κώστας Κάππας είναι καθηγητής Ιατρικής Φυσικής - Ακτινοφυσικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας και του Ιατρικού Τμήματος Πανεπιστημίου Θεσσαλίας