Δεν γεννηθήκαμε για να μετράμε θανάτους παιδιών

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 19.07.16 ]

Γι’ αυτό γεννηθήκαμε; Για να μετράμε νεκρούς και να εξηγούμε την αγριότητα, ενώ άνθρωποι φεύγουν για πάντα και μαζί μ’ αυτούς η δυνητική τους συμμετοχή στο ενδεχομενικό χάος της τυχαιότητας;

Γι’ αυτό γεννηθήκαμε; Για να μετράμε νεκρούς από το τρελό φορτηγό της Νίκαιας και να θρηνούμε (όσοι τέλος πάντων δεν κρύβονται πίσω από το θάνατο των ημέτερων νεκρών, αρνούμενοι να αντικρύσουν το θάνατο των «άλλων» ως τραγικό «αίτιο»), κάνοντας πως δεν καταλαβαίνουμε τα σημεία εκκινήσεως, τα σημεία θέλω να πω από όπου ξεκινάει ο θάνατος για να ερημώσει και να ερειπώσει. Γιατί βέβαια στο ερειπωμένο σπίτι, στο βομβαρδισμένο σπίτι με τα νεκρά παιδιά του, με τους νεκρούς γονείς του, με τους νεκρούς προγόνους του, με το νεκρό του παρελθόν και το νεκρό του μέλλον, σ’ αυτό το σπίτι που δε υπάρχει πια, σ’ αυτό το θηριώδες επινοημένο πουθενά, δεν σταματάει ο θάνατος. Το αντίθετο: από εδώ ξεκινάει.

Γι’ αυτό γεννηθήκαμε; Ήρθαμε στη ζωή για να μετράμε (πράγμα έτσι κι αλλιώς αδύνατο) τα σημεία από όπου γεννιέται ο θάνατος; Για να μετράμε τους νεκρούς σ’ αυτό το τρελό πραξικόπημα εναντίον (ή υπέρ) του Ερντογάν στη Τουρκία; Είναι παράλογο! Όσο παράλογη είναι η κούκλα δίπλα στο κουφάρι ενός παιδιού στη Νίκαια, άλλο τόσο παράλογη είναι η κούκλα που βρέθηκε στα ερείπια ενός σπιτιού κάπου στη Συρία ή στο Ιράκ και που το παιδί εξαχνώθηκε από τον πόλεμο χωρίς να βρεθεί για πάντα (για πάντα!) μήτε το κουφάρι του, μήτε το όνομά του.

Γι’ αυτό γεννηθήκαμε; Για να μετράμε τις κούκλες που επιπλέουν στη Μεσόγειο με τα πνιγμένα παιδιά χωρίς ούτε ένα κτέρισμα στον ανελέητο θάνατό τους; Κι από πάνω τους να επιπλέουν τα θηριώδη πλοία με τους χαρούμενους ανθρώπους, μιας ζωής πανάκριβα πληρωμένης με το θάνατο των άλλων. Όλων των άλλων. Γιατί ο θάνατος είναι ίδιος. Είτε συμβαίνει στο νεκρό παιδί της Νίκαιας, είτε στο νεκρό παιδί των Κούρδων, είτε στο νεκρό παιδί της Συρίας, είτε στον λιντσαρισμένο στρατιώτη της Κωνσταντινούπολής, είτε στο νεκρό μαύρο από τις σφαίρες  αχαλίνωτων αστυνομικών στην Αμερική, είτε στο νεκρό αστυνομικό από τις σφαίρες του τρελαμένου από το ρατσισμό μαύρο.

Δεν γεννηθήκαμε γι’ αυτά. Δεν γεννηθήκαμε σπρωγμένοι από το θάνατο.

Δεν γεννηθήκαμε – θέλω να πω – πεθαμένοι, αλλά για να ζήσουμε για πάντα. Κι αυτό είναι μεγάλη υπόθεση που απαιτεί σκληρή δουλειά. Είναι σκληρή δουλειά να ζεις εναντίον του θανάτου. Να μην υποκύπτεις. Αυτό είναι: να ζεις σ’ αυτόν τον πόλεμο με μια ακέραια συνείδηση αιωνιότητας ανα πάσα στιγμή. Με μια συνείδηση μέσα στην οποία, ούτε χώρεσε ούτε θα χωρέσει ποτέ η σφαγή των αθώων και η  κατάταξη, σε κλίμακα, των νεκρών. Τέτοια κλίμακα μονάχα την κατεβαίνεις μέχρι το μαύρο υπόγειο της οριστικής απανθρωπίας. Δεν γεννηθήκαμε γι’ αυτό.

Δεν γεννηθήκαμε για να μετράμε προς τα κάτω τα σκαλιά της απανθρωπίας. Αυτή η μέτρηση δεν έχει προορισμό. Αυτή η μέτρηση είναι θάνατος. Ο δικός μας θάνατος εν τέλει.

Κι εμείς δεν γεννηθήκαμε γι’ αυτό. Δεν γεννηθήκαμε για να πεθαίνουμε παντού.

Γεννηθήκαμε για να ζήσουμε παντού. Σε όλους τους τόπους και με όλους τους άπειρους τρόπους.

Ώστε, ας μην είμαστε σπάταλοι με το θάνατο και φειδωλοί με τη ζωή. Στο κάτω κάτω δεν γεννηθήκαμε για να καταμετρούμε το απροσμέτρητο ενός άνθους που μαραίνεται κι ενός ονείρου που παρέρχεται. Ας αγωνιστούμε λοιπόν, τουλάχιστον για τα παιδιά που μαράθηκαν (όλα τα παιδιά) πριν να προλάβουν να δουν το όνειρο μέσα στον ύπνο τους να περνάει και να φεύγει. Και να χάνεται. Απαλά. Νανουρίζοντας μια κούκλα.