Ο «Θίασος» (1974), στον κινηματογράφο Όπερα (Ακαδημίας) με την Λ.. «Οι κυνηγοί» (1977), φαντάρος στην Κόρινθο.
Οι βάρκες με τις κόκκινες σημαίες στη λίμνη και το τραγούδι.
«Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
Τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
Αμαρτία μου να ‘χα κι εγώ μιαν αγάπη
Μακρινή μητέρα, ρόδο μου, ρόδο αμάραντο.»
Έρωτας και Επανάσταση εν ταυτώ. Γιατί αν ο έρωτας είναι η κατασκευή του Δύο, "η πολιτική δράση καθιστά αλήθεια αυτό για το οποίο είναι ικανό το συλλογικό… ικανό για ισότητα... ικανό να ενσωματώσει το ετερογενές… είναι η δυνατότητα του συλλογικού να συμπεριλάβει ολόκληρο τον κόσμο, υπερβαίνοντας κάθε διαφορά. Και εδώ συναντά με έναν τρόπο την έννοια του κομμουνισμού. Μόνο που στον έρωτα δεν υπάρχουν ταξικοί εχθροί."(Μπαντιού)
Στο δρόμο της επιστροφής στο στρατόπεδο, τραγουδάμε με τον αξέχαστο φίλο μου Αντρέα: «της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν». Το πρωί μας βγάζουν στην αναφορά…
25 Γενάρη 2022. Δέκα χρόνια μετά τον αδόκητο χαμό του Θόδωρου Αγγελόπουλου, οι βάρκες και οι κόκκινες σημαίες ταξίδεψαν ξανά στη Λίμνη των Ιωαννίνων.
«Στην πόλη που θα φέρει για πάντα ανεξίτηλα ίχνη από τις αέναες κινηματογραφικές επιστροφές του μεγάλου δημιουργού. «Αναπαράσταση», «Θίασος», «Κυνηγοί», «Μεγαλέξαντρος», «Μελισσοκόμος», «Τοπίο στην Ομίχλη», όλες τους με σκηνές στα Γιάννενα, στην Ήπειρο», γράφει η ανακοίνωση του ΚΚΕ. Η ιδέα της αναπαράστασης ήταν του Αλέξανδρου Λαμπρίδη, συνεργάτη του Θόδωρου Αγγελόπουλου, o οποίος είχε και προσωπική συμβολή στην εκδήλωση.
Η φίλη Γιώτα Αναγνώστου ήταν εκεί και μας μετέφερε τις πληροφορίες και τη συγκίνηση…
* Artinews.gr O Θόδωρος Αγγελόπουλος, o δημιουργός της εμβληματικής ταινίας Ο Θίασος (1974), παραμένει ο σημαντικότερος κινηματογραφιστής, που ανέδειξε η χώρα μας κι ένας από τους σπουδαιότερους του παγκόσμιου κινηματογράφου. Κυρίαρχα θέματά του: η μετανάστευση, η επιστροφή στην πατρίδα και η ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα.
Το ιστορικο-πολιτικό τρίπτυχο Μέρες του '36 (1972), Θίασος (1974) και Κυνηγοί (1977) αποτελεί μια σπουδή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Οι Μέρες του ’36 είναι αυτές που προετοίμασαν την εγκατάσταση της δικτατορίας Μεταξά. Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός πράκτορα της ασφάλειας που έχει πέσει σε δυσμένεια και κατηγορείται για τον φόνο ενός συνδικαλιστή. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το επεισόδιο αυτό για να καταδείξει τα αίτια που οδήγησαν στη δικτατορία Μεταξά και να κάνει ένα έμμεσο σχόλιο για τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Ο Θίασος, το δεύτερο μέρος του ιστορικο-πολιτικού τρίπτυχου, αναφέρεται στην ιστορία της Ελλάδας από το 1939 έως το 1952, μέσα από τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου, που παίζει την Γκόλφω, το γνωστό κωμειδύλλιο του Περεσιάδη. Ο Θίασος, οδηγεί το κινηματογραφικό έργο του στην ολοκλήρωση και την κορύφωσή του. Στον Θίασο συμβιώνουν αρμονικά η σύγχρονη ελληνική τραγωδία, τα ψυχαναλυτικά στοιχεία, το αρχαίο δράμα, ο ιστορικο-πολιτικός στοχασμός. Το τρίπτυχο κλείνουν οι Κυνηγοί, μια ταινία που συνδυάζει στοιχεία πολιτικά, σουρεαλιστικά και συμβολικά, δηλ. τον Μπρεχτ, την κομμουνιστική πολιτική λογική και τον Μπουνιουέλ. Εκτυλίσσεται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1977. Μία ομάδα κυνηγών βρίσκει στην περιοχή κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων, μέσα στο πυκνό χιόνι, το πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου. Οι κυνηγοί, όλοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης (μαζί τους κι ένας ανανήψας αριστερός), μεταφέρουν το πτώμα στο ξενοδοχείο τους, όπου και θα περάσουν μια νύχτα Πρωτοχρονιάς γεμάτη απ' τα φαντάσματα της ιστορικής συνείδησης και το φόβο του παρελθόντος.
Το 1980 ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γύρισε την ταινία Μεγαλέξαντρος, που τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ της Βενετίας, το πρώτο μεγάλο βραβείο για τον σκηνοθέτη. Στην ταινία του αυτή ο Αγγελόπουλος χρησιμοποιεί την ιστορία ενός ληστή των αρχών του 20ου αιώνα για να καταπιαστεί με το πρόβλημα του σοσιαλισμού και των διαφόρων ιδεολογικών συγκρούσεων στο χώρο της Αριστεράς.
Το 1984, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γυρίζει το Ταξίδι στα Κύθηρα, την πρώτη ταινία από την «τριλογία της σιωπής», όπως την ονομάζει. Ένας μαχητής του Εμφυλίου Πολέμου (τον υποδύεται ο Μάνος Κατράκης) επιστρέφει ύστερα από τριάντα χρόνια εξορίας στην Τασκένδη, αλλά δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα. Ακολουθεί ο Μελισσοκόμος (1986), μια ταινία δρόμου, με πρωταγωνιστή ένα συνταξιούχο δάσκαλο και νυν μελισσοκόμο (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι), ο οποίος διασχίζει τη χώρα με τις κυψέλες του, ακολουθώντας το δρόμο των μελισσών. Η συνάντησή του με μια κοπέλα (Νάντια Μουρούζη) θα του ξαναζωντανέψει παλιά συναισθήματα κι αναμνήσεις. Η «τριλογία της σιωπής» κλείνει με το Τοπίο στην Ομίχλη (1988), μία μεταφυσική ταινία δρόμου, μια υπαρξιακή Οδύσσεια δύο νεαρών παιδιών που αναζητούν τον πατέρα τους. Η ταινία βραβεύτηκε με τον Αργυρό Λέοντα του Φεστιβάλ της Βενετίας. Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι ξανασυναντήθηκε με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην ταινία Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού (1991). Ο Ιταλός ηθοποιός υποδύεται ένα πολιτικό, ο οποίος μετά από μια συνεδρίαση στη Βουλή, όπου εκφωνεί μάλλον μια ποιητική ανακοίνωση, παρά έναν πολιτικό λόγο, εγκαταλείπει το κοινοβούλιο και το σπίτι του κι εξαφανίζεται χωρίς ν' αφήσει κανένα ίχνος.
Το 1995, ο Αγγελόπουλος γυρίζει την ταινία Το Βλέμμα του Οδυσσέα, με ήρωα έναν ελληνοαμερικανό σκηνοθέτη (τον υποδύεται ο Χάρβεϊ Καϊτέλ), ο οποίος επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στην πατρίδα, αναζητώντας τρεις μπομπίνες ανεμφάνιστου φιλμ των Αδελφών Μανάκη, πιονιέρων του κινηματογράφου στα Βαλκάνια. Η απεγνωσμένη αναζήτηση του φιλμ, όπου καταγράφηκε το πρώτο βλέμμα πάνω σε τούτη τη χερσόνησο, γίνεται ταυτόχρονα και η αναζήτηση ενός βλέμματος από πλευράς του ήρωα της ταινίας, που ψάχνει έναν καινούργιο τρόπο να ξαναδεί τον κόσμο. Η ταινία τιμήθηκε με το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ των Καννών, προς μεγάλη απογοήτευση του Αγγελόπουλου, που θεώρησε ότι έπρεπε να του απονεμηθεί το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ (ο Χρυσός Φοίνικας) και με δηλώσεις προκάλεσε ένα μικρό σκάνδαλο κατά τη διάρκεια της τελετής λήξης του Φεστιβάλ. Ο Θ. Αγγελόπουλος παραλαμβάνει τον Χρυσό φοίνικα τρία χρόνια αργότερα, όταν του απένειμαν τον Χρυσό Φοίνικα για την ταινία του Αιωνιότητα και μία μέρα, με πρωταγωνιστή τον Μπρούνο Γκαντζ στον ρόλο ενός θνήσκοντος συγγραφέα, ο οποίος επιχειρεί τον απολογισμό της ζωής του. Μια τυχαία συνάντησή του μ’ ένα παιδί των φαναριών, αναβάλλει την «αναχώρηση» και παρατείνει την αιωνιότητα κατά μία μέρα, για να μεταφέρει στον μικρό φίλο του κάτι από τη γνώση του.
Το Λιβάδι που δακρύζει (2004) διατρέχει την ελληνική ιστορία από το 1919 έως το 1949, μέσα από τις περιπέτειες μιας ομάδας Ελλήνων προσφύγων που εγκαταλείπουν την Οδησσό το 1919, όταν καταφθάνει στην περιοχή ο Κόκκινος Στρατός και εγκαθίστανται στην Ελλάδα. Το 2008 γυρίζει το δεύτερο μέρος της τριλογίας Η Σκόνη του Χρόνου. Ένας ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης (Βίλεμ Νταφόε) γυρίζει μια ταινία πάνω στην ιστορία του και την ιστορία των γονιών του. Μια ιστορία που εξελίσσεται στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, το Καζακστάν, τον Καναδά και τις Η.Π.Α. Ένα μακρύ ταξίδι στη μεγάλη Ιστορία και στα γεγονότα των τελευταίων πενήντα χρόνων που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα και στην μαγεία του έρωτα. Είναι η πρώτη ταινία του Αγγελόπουλου με γυρίσματα στο εξωτερικό.
Στα τέλη του 2011 ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας Η άλλη θάλασσα, που θα αναφερόταν στην ελληνική κρίση και θα ολοκλήρωνε την τριλογία. Όμως ήταν μοιραίο για τον μεγάλο κινηματογραφικό στυλίστα, γιατί ήταν στα γυρίσματά του που σκοτώθηκε άδικα από το μοιραίο, διερχόμενο μηχανάκι.
Ο Αγγελόπουλος βάζει την ιστορία, την πολιτική και την αριστερά να εισβάλλουν στη μυθοπλασία του, παρακολουθεί τους ήρωές του μέσα από την ελληνική ιστορική περιπέτεια του Μεσοπολέμου, της δικτατορίας του Μεταξά, του β΄ παγκοσμίου πολέμου και της κατοχής, φτάνοντας μέχρι το τέλος του εμφυλίου και την εποχή του. Διακρίνεται για την εμπνευσμένη ποίησή του, για την αισθητική ολοκλήρωση των ταινιών του, την εικαστικότητα των πλάνων του, το υπαρξιακό βάθος των ταινιών του (ειδικότερα της δεύτερης ενότητας των ταινιών του), τον συνδυασμό του κινηματογράφου του με το θέατρο (αρχαίο και μπρεχτικό θέατρο) και την ποίηση, ζωγραφική, μουσική, τη σύνδεση της σκηνοθετικής ματιάς του με μια προβληματική ιστορική, ιδεολογικοπολιτική, ή αργότερα, υπαρξιακή. Στη δεύτερη περίοδος ο Αγγελόπουλος με ταινίες, όπως Το βλέμμα του Οδυσσέα (1995), Το μετέωρο βήμα του πελαργού (1991), τον Μελισσοκόμο (1986) και το Τοπίο στην ομίχλη (1988) μετακινείται βαθμιαία προς μια περισσότερο υπαρξιακή και λιγότερο (αριστερόστροφη) πολιτική οπτική. Ασχολείται και κατατρύχεται από τη σιωπή της ιστορίας και της αριστεράς, μια σιωπή που τον στρέφει προς υπαρξιακές αναζητήσεις γύρω από τη ζωή, τον έρωτα, το θάνατο, και το χρόνο. Η προβληματική του περιστρέφεται γύρω από τα θέματα της εξορίας, των ορίων και συνόρων, του ταξιδιού και της ουτοπίας.
Ο Αγγελόπουλος σκηνοθετεί τελετουργικά. Χρησιμοποιεί μεγάλες και αργές, περιστροφικές κινήσεις της κάμερας. Τον ενδιαφέρει να διερευνά και να ανακαλύπτει το χώρο, φυσικό ή τεχνητό, κατασκευάζοντας ένα νέο, δικό του φιλμικό χώρο. Τον ενδιαφέρει επίσης η σιωπή του χώρου και της πράξης. Ο χωροχρόνος προσφέρεται σε μεγάλες ενότητες ( τα αγγελοπουλικά πλαν-σεκάνς)- μεγάλες οπτικές-εικαστικές συνθέσεις μιας ποιητικής και ταυτόχρονα ιστορικής πραγματικότητας.