Αποτίουμε στην παγκόσμια μέρα του εκπαιδευτικού τη λοξή ματιά μας, τη διαφορετική οπτική μας και την ενιαία αγωνία μας.
Δημήτρης Χριστόπουλος – Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
Ο επιτάφιος της Μίρκας
Τίποτα σπουδαίο, θα πεις κουμπάρε, δεν μπόρεσε να κάμει. Κάποια τραβήγματα πότε με τον έναν πότε με τον άλλον. Η αστεφάνωτη ντε, που σου ’λεγα τις προάλλες. Που αντί να βάλει κουλούρα στο κεφάλι της και νυχτικιά στο κρεβάτι της, με στρατιωτικό χιτώνιο βγήκε στο βουνό, μαθήματα να δώσει στους προδότες. Που μάθημα τα κατορθώματά της κάνουνε τώρα στην τάξη της κόρης μου... Βρε, άι-σιχτίρ!
Ναι, μην κουνάς την κεφαλή σου. Άκου να μαθαίνεις το πώς και το γιατί.
Μισή από δω, μισή από κει. Με την κιμωλία στο ’να της χέρι. Με το παραμπέλ στ’ άλλο να κυνηγά εθνικόφρονες πολίτες. Κατακαλόκαιρο. Πάνω στο Καϊμακτσαλάν. Με τους συμμορίτες η χάρη της. Πύρωνε το κάμα στον σβέρκο. Κι εκείνη, με κυλόττα γκολφ χρώματος μαύρου κι άρβυλα. Αυτά έγραφε στην αναφορά του ο παππούς μου. Ο αξιότιμος Επιθεωρητής Γιαννιτσών –όχι παίξε γέλασε. Ακούς εκεί, άρβυλα. Γυναίκα πράγμα…
Κι όταν χαράματα πάνω στο θηρίο έπεσε. Στα μάτια, λέει, το εκοίταζε. Και το στόμα ραμμένο. Θαμμένη ώς τον λαιμό στο χώμα. Για μέρες. Κουβέντα δεν της παίρνανε. Μόνο… «να με θυμάμαι… να με θυμάμαι… να μη με ξεχνώ», σαν προσευχή επαναλάμβανε η άθεη όλη την ώρα.
Κι ένα πρωινό πλύθηκε, χτενίστηκε, ντύθηκε, λες και πήγαινε σε ραντεβού με τον αγαπητικό της. Και σ’ όλο τον δρόμο τραγούδαγε για της γης τους κολασμένους. Τη δική της κόλαση αψηφώντας η συφοριασμένη. Κι ούτε μια στιγμή, έλεγε ο Επιθεωρητής, δεν έκλεισε τα μάτια. Τον ήλιο κατάματα κοιτώντας. Λάβα από κρατήρα ξεχείλιζε από μέσα. Κι έτρεμε κοτζάμ θηρίο κι απορούσε. Πώς γίνεται… μια δασκάλα, μια σλαβομακεδόνισσα, ένα κορίτσι στα είκοσι τρία του, να σφραγίζει το μέλλον του για πάντα.
Γι’ αυτό ανησυχώ, Μελέτη μου, που κάποιοι τη θυμούνται ακόμη. Για την κόρη σου, την άλλη τη δασκάλα, μιλάω τόσην ώρα… Που τα παιδάκια του κόσμου παραμυθιάζει με τούτα και μ’ εκείνα. Επιθεωρητής που της χρειάζεται!
Ακούς εκεί… «να με θυμάμαι… να μη με ξεχνώ»… τρελές κουβέντες. Στ’ αλήθεια, πολύ τρελές. Τι λες κι εσύ;
Χριστόπουλος Δημήτρης
Το φορτίο
Δεν ξέρω αν πρόκειται για αλλοτρίωση ή για αυταρέσκεια ή για απλή άμυνα στην εξουσία του ρόλου. Αλλά κάποιες φορές σαν να βγαίνω από μέσα μου, στέκομαι αντίκρυ με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο και με ακούω. Είμαι όρθιος μπροστά στην έδρα, βαδίζω αργά ανάμεσα στα θρανία και αγορεύω για τα εκφραστικά μέσα και τις αφηγηματικές τεχνικές. Ένα κατ’ ευφημισμόν σχήμα με οξύμωρη αντίθεση σε ανιούσα κλίμακα ή μια θαμιστική αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο με εσωτερική εστίαση. Κι έτσι όπως αφουγκράζομαι τη φωνή μου ανάμεσα στο αδιάφορο μαθητικό κοινό και τον μονίμως σιωπηλό Βιζυηνό νιώθω σαν να ’μαι μυσταγωγός μιας πανάρχαιας θρησκείας, που με τον καιρό έχασε το δόγμα, το τελετουργικό και όλους τους πιστούς της. Με το χτύπημα δε του κουδουνιού βλέπω τους μαθητές να ζωντανεύουνε αμέσως και να τινάζονται φουριόζοι από τα θρανία, ενόσω εγώ σκύβω στην έδρα για να βάλω την υπογραφή μου στο απουσιολόγιο, χωρίς ασφαλώς να παραλείψω το βιβλίο ύλης. Παίρνω μετά την τσάντα μου στα χέρια για να κατευθυνθώ στο κυλικείο ή στο γραφείο διδασκόντων ή στον αυλόγυρο για την εφημερία μου, κάτω από το βάρος της ίδιας πάντα σκέψης, που σαν κομπρεσέρ τρυπάει το μυαλό μου. Το ’χαν, λέει, νόμο στην αρχαία Κίνα να δένουν το αδικοχαμένο θύμα στην πλάτη του θύτη για να το κουβαλά μαζί του στη δουλειά και στη διασκέδαση, στο φαΐ και στον ύπνο μέχρι που να λιώσει εντελώς και να σκορπίσουνε όλα τα κόκαλά του.
Χατζημωυσιάδης Παναγιώτης