Δ. Χορν: Το όνειρο είναι μια στιγμή

[ Κλεοπάτρα Ροντήρη / Ελλάδα / 16.01.20 ]

Πώς να μιλήσει κανείς για τον Δημήτρη Χορν; Πώς να τον αγγίξει και συγχρόνως να τον αφήσει ανέπαφο; Πώς να τον φτάσει εκεί, στο απώτατο όριο της αγιοσύνης του ηθοποιού, χωρίς να βεβηλώσει τη σεπτή του μνήμη;

Αδυνατώ να βρω κάτι νέο, καινούργιο ή πρωτότυπο. Σε μια παλαιότερη προσπάθειά μου είχα χρησιμοποιήσει τα δικά του λόγια. Θα το ξανακάνω  κι αυτή τη φορά θα δανειστώ, όχι μόνο δικά του σπαράγματα, αλλά και άλλων γι’ αυτόν. Θα αναζητήσω στίχους, θα κυνηγήσω σκιές, θα ανασηκώσω νότες· ακόμα και τον ήχο της φωνής του ή του γέλιου του, μπορεί και της αγωνίας του ή των τραγουδιών του. Θα ανασύρω αναμνήσεις, ζωγραφιές, θα προσπαθήσω να τσακώσω στιγμές και θα σας θυμίσω κριτικές.

Ευελπιστώ, δηλαδή· γιατί πώς να πιάσεις τον μεγάλο κλόουν, που παίζει όπως παίζουν τα παιδιά και κάνει το παιχνίδι, παιχνίδι και συνάμα καταφύγιο, μια αληθινή πλάνη.

Η μίμηση πράξεως γι’ αυτόν είναι ένα ξόρκι, ένα άλλοθι, ένα προσωπείο για να εξορκιστεί η απελπισία τού όντος… Σαν τους τρελούς του Σαίξπηρ, διαλύει την τάξη και συγκολλά τα συντρίμμια της αταξίας.

… Είναι ένας ιερέας σε θρησκεία, που δεν έχει ιερατείο ούτε πιστούς. Έχει όμως μανιέρα, δηλαδή έναν τρόπο συμπεριφοράς που τον αναγνωρίζεις από μακριά ως τέτοιο, που μετέχεις και κοινωνείς, που τον αποδέχεσαι αλλά δεν τον συνηθίζεις… είναι ένας ιδιόρρυθμος ερημίτης, που έχει καθορίσει μόνος του τον κανόνα του, τους περιορισμούς και τη νηστεία του. Κι όπως και στο Ευαγγέλιο η νηστεία δεν έχει ποτέ σχέση με τα εισερχόμενα.

Γι’ αυτό να και οι πρώτες νότες… τις ακούτε; Χατζιδάκις, βέβαια!

«Θ’ ανάψω το καντήλι

και το κερί θα στήσω,

τα μάτια μου θα κλείσω

και θα ονειρευτώ»

Κι έρχεται ο Ερρίκος ο Δ΄ και ρωτά τους καημένους ακολούθους του «Είναι, για δεν είναι;» (τρελός· εννοείται). «Πηγαίνετε να δείτε πώς γίνεται απόλαυση το οδυνηρό μαρτύριο, που είναι η υποκριτική τέχνη, αυτή η συνεχής απόσβεση του προσώπου μέσα στα προσωπεία ή (καλύτερα;) η απόσβεση του προσωπείου μέσα στα σκηνικά πρόσωπα».

Αμέσως πίσω του ο υπάλληλος του Γκόγκολ, ο Ακάκι Ακάκιεβιτς συνεσταλμένος και πιο πίσω ο νεαρός Φέστας με τα λιγνά ποδάρια ως ενσάρκωσις του ιδεαλισμού· ως εντύπωση ενός εξαϋλωμένου πνεύματος που κινείται, φιλοσοφεί και σαρκάζει ανάμεσα στους ανθρώπους. Όλοι έχουν τα ίδια αγωνιώδη μάτια. Τα δικά του μάτια, που εξομολογούνται: «Ο ρόλος που αγάπησα είναι ο τρελός στη Δωδέκατη νύχτα, γιατί είναι βαθιά μελαγχολικός. Είναι ωραία η μελαγχολία. Ο μόνος ρόλος που δεν αισθάνομαι ενοχές απέναντί του».

Μα από πίσω, ανελέητος και τόσο γοητευτικός, καραδοκεί ο Βασιλιάς Ριχάρδος ο Γ΄ –τόσο σίγουρος, αφού λίγο πριν κατάφερε και τη λαίδη Άννα, ακριβώς πάνω από το φέρετρο του συζύγου της, να πάει να κοιμηθεί μαζί του–, χαιρέκακα να τον ακούσει να διορθώνει: «Οι ρόλοι που αγάπησα ήταν ο τρελός στη Δωδέκατη νύχτα και ο Ριχάρδος Γ΄, γιατί μ’ έκαναν να αισθάνομαι ευαίσθητος».

Ανακατεύονται οι χρόνοι, οι εποχές, τα χρώματα… επίτηδες! Τι σημασία έχει η σειρά;

Μες στην υπόγεια την ταβέρνα μες σε καπνούς… από το διαρκώς αναμμένο τσιγάρο του, διερωτώμενος για το πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής, γίνεται Πραματευτής κι οι νιες ποθοπλαντάζουν του χωριού… για τα σμιχτά, γραφτά του φρύδια.

«Δεν πεθύμησα ποτέ να γίνω τίποτα άλλο από ηθοποιός», έλεγε πάντοτε και διαλέγει επί Μεταξά, ο αθεόφοβος, να μπει στο Εθνικό με Βάρναλη και Γρυπάρη, για να του πει κι ο Βεάκης πως ήταν δροσιά στην ανομβρία.

Στα όρια της ειρωνείας από την αρχή! Γιατί είναι αθώος!

«Είναι λάθος πως ο Χορν κοροϊδεύει ή χλευάζει· αυτό είναι η επιφάνεια· σπαράζεται στο βάθος και αναδύεται στον αφρό με την προσωπίδα της αθωότητας».

Από τη Σχολή ακόμα, με τον Δημήτρη Ροντήρη, Μήτσο αργότερα, παιδεύεται με τον Άμλετ.

«Ήθελα να παίξω Σαίξπηρ… κείμενα σπουδαία».

Ευτυχώς υπάρχει κάποιο ραδιοφωνικό ντοκουμέντο… πώς λέει αυτό το… «τι Κανάγιας»!...

«Έπαιξα Άμλετ... Εξετάζοντας αναδρομικά τον εαυτό μου, με κάνει να μη λαχταρώ να επαναλάβω το ρόλο.»−«Δεν ξανάπαιξα Άμλετ, γιατί ο φόβος έφερε την αποστροφή. Και η αποστροφή την αδιαφορία. Δεν θέλω πια να παίξω Άμλετ. Ύστερα έχω δει τέσσερις πέντε εξαίσιες ερμηνείες του. Τι παραπάνω θα μπορούσα να προσθέσω;»

«… δεν έπαιξε, όπως ίσως θα ήθελε, τον Άμλετ. Ίσως γιατί τον βίωσε τόσο πολύ σ’ όλη του τη ζωή· υπήρξε ο κατεξοχήν Αμλετικός ηθοποιός, ένας άνθρωπος που αμφέβαλλε· ένας καλλιτέχνης, που ήξερε πως, όταν ανοίξουν τον ασκό κι αρχίσει η δράση, στο τέλος της τέχνης υπάρχει μια συνωμοσία, ένα φαρμακωμένο βέλος και ο αποφασιστικά σίγουρος Φόρντιμπρας. Μας φόρτωσε πολλή αγωνία με την αδυσώπητη αμφιβολία του».

Δείτε τον! Χαμογελάει, κι ακούστε γιατί. «Έβγαλα έξι χιλιάδες λίρες! Τότε!... και γύρισα χρεωμένος χίλιες λίρες».

Δεν ήταν μέσα σ’ αυτές η Κάλπικη με ’κείνο το Σ’ Αγαπώ.

Εδώ λιγάκι ας σταματήσουμε κι ας μαρτυρήσουμε κάτι, που ωστόσο όλοι το γνωρίζουν. Στο τελετουργικό του, συμμετέχουν κάποιοι «παραπεταμένοι», αλλά αληθινοί κι αληθινά ταλαιπωρημένοι θεατρίνοι. Κρατούν τα μπουά της επιθεώρησης και τα φτερά κι ακόμη δεν έχουν προλάβει ν’ ακουμπήσουν τις μαλκαμπίνες τους – ούτε νομίζω ότι θα τις ακουμπήσουν ποτέ. Του ανοίγουν διάπλατα την αγκαλιά τους. Μαζί τους μοιάζει ευτυχισμένος. Αστειεύεται, τους τσιγκλάει, γίνεται ένας απ’ αυτούς, λιγάκι τους ζηλεύει για τη διαρκή τους περιπλάνηση. Κι οι μπουλουξήδες ακουμπάνε πάνω του το όνειρό τους για λάμψη, αναγνωρισιμότητα και για τη σιγουριά του καμαρινιού. Του δίνουν περιπλάνηση και ελευθερία και τους δίνει σεβασμό και αποδοχή. Τους έχει αδυναμία και γι’ αυτό, περισσότερο από 30 χρόνια –κι όχι τα χρόνια που είχε εξασφαλίσει οικονομική άνεση, αλλά και κείνα των δικών του δυσκολιών– περίπου 30 θεατρίνοι «διευκολύνονται» από αυτόν διακριτικότατα. Γιατί η αρχοντιά κυλάει στο αίμα του και δεν κατοικοεδρεύει στις τσέπες του. Από αυτές κυλάει…

«Καρδιά και τσέπη τα ’χες ανοιγμένα

με πρόσβαση εύκολη στον πάσα ένα».

Προσφορά όχι ευκαιριακή, αλλά μόνιμη, πολυετής συμπαράσταση! Ένας θεσμός, προάγγελος της τιμητικής σύνταξης!

Αυτή η γειτονιά είναι για όλους μας ένα κλουβί.

Κανείς δε ζει αληθινά, αυτό που θα ’θελε να ζει.

Γιατί το όνειρο είναι μια στιγμή

κι όλες οι άλλες οι στιγμές, απελπισία…

λέει στην Οδό Ονείρων, ονειρεμένα! Και γίνεται… παιχνίδι χάρτινο στα χέρια των αγγέλων… αποδεικνύοντας πως ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΦΩΣ! με τον σπαρακτικό κλαυσίγελό του,

κι ύστερα λες για δυο τρελές που μ’ αγαπούν.

Γιατί σιωπούν; Γιατί σιωπούν;

Κι ακούγεται εκκωφαντικός ο πυροβολισμός του Ιβάνοφ, που ένιωσε πως, χωρίς να προδώσει, πρόδωσε.

Αυτό νομίζει πως έκανε σ’ όλους τους ρόλους.

«Το επάγγελμα του ηθοποιού είναι το πιο ερημικό. ΕΦΗΜΕΡΟ!»

Δεν πείθεται για το αντίθετο. Πάλλεται μέσα του η ψυχή του, όπως πάλλεται επί σκηνής του αγνού Ρομανσέρο, του Λορεντζάτσιο, όπως ο Ριχάρδος ο Β΄ νιώθει ανάξιος κι όχι απ’ το Θεό σταλμένος:

«Χέρια από κόκαλα και σάρκα δεν μπορούν ποτέ να πιάσουν το ιερό μου σκήπτρο!...»

«Δεν έτρεμε, δε φοβόταν την τέχνη· την αλήθεια έτρεμε πίσω από την τέχνη· φοβόταν μήπως την ψευτίσει, μήπως την κάνει συνήθεια, κοινόχρηστη, άχρηστη και οικεία. Γι’ αυτό την πλησίαζε με σεβασμό, αργά και πού. Κι όσο αργούσε, τόσο τη νοσταλγούσαμε».

Ο Τζέιμι ομολογεί, στο Μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα, ο Άρτσι συνεχίζει να μην ικανοποιεί τη ματαιότητα των οικείων του στο Αυγό, ο Σόλνες κατατρύχεται μέχρι ν’ αποφασίσει ν’ ανέβει, ο Τίμων γίνεται μισάνθρωπος, ο Ανθρωπάκος του εύπιστος.

Αλλά ο ίδιος δεν δίνει δυάρα και χορεύει στο Χιτποιώντας ήθος.

Περνάει κι από την ΕΡΤ, αλλά δεν αντέχει αυτό το κ. Γενικέ ούτε τις στοίβες των εγγράφων και παίρνει την καμπαρντίνα του και φεύγει αφήνοντας τα αμέτρητα μέτρα των καλωδίων, χιλιόμετρα πίσω, αφού ήταν «γέννημα και θρέμμα του θεάτρου».

«Όταν με ρωτούσαν αν είμαι γιος του Παντελή Χορν του συγγραφέα, απαντούσα: “Όχι, του Ναυάρχου!” Ο πατέρας μου δεν είχε φτάσει αυτόν το βαθμό…»

Ένας ρόλος κι αυτός. Ο πρώτος;

Μάλλον, κι ακολούθησε ο γελωτοποιός Μπουμπουρίκος ή το μαύρο αρχοντόπουλο, πασαλειμμένο με φούμο, που πασχίζει να δέσει το σαρίκι του, σε σχολική παράσταση.

Σας αρέσει όπως αποδίδει το Μονόγραμμα, στην Άνδρο;

«Πώς λέει ψιθυριστά το “τι” και το “ε”;

Μοιάζει σαν να είναι μέρος από τα κολάζ του Ελύτη, σαν άγγελος ή μονοκονδυλιά του Μόραλη. Σαν στιλπνό βότσαλο του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, σαν ψάθινο καπέλο του Τέτση. Σαν ζωγραφιά του Θεόφιλου και του Ρενουάρ μαζί.

Σαν απελπισμένος Άγιος Σεβαστιανός, σε μια από τις άπειρες απεικονίσεις του διάτρητου Μαρτυρίου του από τα χιλιάδες βέλη, γιατί εξομολογήθηκε τα πάντα de profundis κι έφτασε ν’ ασπρίσει και να γεράσει, διαψεύδοντας ευχάριστα τον Ντόριαν Γκρέι και κυρίως τον Όσκαρ Ουάιλντ.

Μ’ εκείνο το αστείο μουστάκι –που θυμίζει λίγο Νταλί– του φωτογράφου της Οδού Ονείρων, γίνεται κομμάτι των σκηνικών του Αργυράκη.

Βγάζει φωτογραφίες τις αγάπες του, τους μελαγχολικούς του έρωτες, τους φίλους του, αγκαλιάζει όλους τους συναδέλφους του που πάτησαν δίπλα του στο σανίδι, φτιάχνει τη δική του μαλκαμπίνα, χάρισμα των αγαπημένων του μπουλουξήδων, ανάβει τσιγάρο και τραβάει για να περάσει τη διαχωριστική προς την Αθανασία…!

Αφού περάσει από τη Θέωση.

«Η λεγόμενη ή ζητούμενη θέωση δεν είναι σκοπός συνόλου. Είναι καθαρώς ατομική, προσωπική προσπάθεια».

«Η ζωή είναι σα να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι.

Αλλιώς αισθάνεσαι όταν ξεκινάς, αλλιώς όταν πλησιάζεις προς στο τέλος. Κι εγώ έχω την εντύπωση ότι φτάνω λιγάκι προς το τέλος του ταξιδιού. Ετοιμάζομαι να κατέβω.

Η Ιθάκη σου έδωσε το ωραίο ταξίδι, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.

Ωραίο ταξίδι, ναι! Με ποικιλία, με αρώματα, μπαχαρικά και λογής λογής πράγματα, με πίκρες, με πόνους, θανάτους, έρωτες, με απογοητεύσεις, με τον αφανισμό ανθρώπων γύρω μου».

«Τα χρόνια που πέρασα δεν μου έμαθαν τίποτα.

Ότι η ζωή είναι ένα τίποτα. Αυτό μονάχα… Ούτε με δίδαξαν τίποτα. Όσα σφάλματα έκανα μικρός, τα ίδια έκανα και μεγαλύτερος, τα ίδια κάνω και τώρα. Είμαι μόνος και νιώθω μόνος.

«Τα χρόνια περνούν. Οι στιγμές και οι ώρες δεν περνούν».

Τέλος

«Τα λόγια που δεν μπορείς να αρθρώσεις μοιάζουν πλούσια όταν δεν ηχούν. Τι δύσκολο πράγμα η σιωπή…»

Κι εγώ μίλησα πολύ. Ας με συγχωρήσει…

*Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΑΤΑΚΑ