Γκομπρόβιτς: Η γνήσια πραγματικότητα, είναι ο πόνος

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 24.07.21 ]

 Ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς ήταν γόνος οικογένειας μικρογαιοκτημόνων με καταγωγή από τη Λιθουανία, το τελευταίο από τα τέσσερα παιδιά του Γιαν και της Αντονίνα. Το 1911 η οικογένειά του μετακομίζει στην Βαρσοβία. Εκεί, το 1927, απέκτησε το πτυχίο της νομικής. Στη συνέχεια πηγαίνει στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του, στο Ινστιτούτο Διεθνών Ανωτέρων Σπουδών, αλλά τις εγκατέλειψε και επέστρεψε στην Πολωνία, όπου δούλεψε σε διάφορα νομικά γραφεία. Τότε ξεκίνησε να γράφει διάφορα αφηγήματα, τα οποία δημοσίευσε ως «Αναμνήσεις από τα χρόνια της Ανωριμότητας» (αργότερα θα τα μετονομάσει «Μπακακάι»). Το 1937 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα Φερντυντούρκε (Ferdydurke).

Λίγο πριν το ξέσπασμα του Β΄ΠΠ, ο Γκ. ταξιδεύει στην Αργεντινή, όπου και θα παραμείνει για 24 χρόνια. Το 1947 δημοσιεύθηκε εκεί το Φερντυντούκε στα ισπανικά. Το 1950 δημοσίευσε το έργο «Τρανσατλαντίκ» (ή «Υπεραντλαντικός»), όπου περιέγραψε τις αναμνήσεις του από την αυτοεξορία του και γελοιοποίησε τον πατριωτισμό των Πολωνών μεταναστών. Την ίδια εμπειρία κατέγραψε και στο «Ημερολόγιο», το οποίο συνέχισε να γράφει μέχρι το θάνατό του. Τη δεκαετία του 1960 θα γίνει γνωστός μέσα από τα έργα του «Πορνογραφία» (1960) και «Κόσμος» (1965).

Το 1963 επιστρέφει στην Ευρώπη και μένει για ένα χρόνο στο δυτικό Βερολίνο. Με κλονισμένη την υγεία του, φεύγει για την Γαλλία και την Κυανή Ακτή. Στη Βαν θα ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του και θα πεθάνει στις 24 Ιουλίου 1969.

 Στη Βανς πολύ άρρωστος και πονώντας φρικτά έγραφε: «Ο πραγματικός ρεαλισμός μπροστά στη ζωή είναι να γνωρίζεις ότι το συγκεκριμένο, η γνήσια πραγματικότητα, είναι ο πόνος. Αντίθετα, η σύγχρονη φιλοσοφία υιοθετεί έναν τόνο πομπώδη, διδακτικό, λες και ο πόνος δεν υπάρχει. Ο Σαρτρ φτάνει μέχρι του σημείου να πει ότι τα βασανιστήρια αποτελούν ενδεχομένως απόλαυση για όποιον σκέφτεται ότι θα πάει στον παράδεισο, μετά το θάνατό του. Όμως, για μένα, αυτό δεν είναι διόλου αλήθεια […] Θα ήθελα να γράψω κάτι που να μπορέσει να αποδώσει την έννοια του πόνου, κάτι αληθινά τρομακτικό και απόλυτο, το ίδιο το θεμέλιο της πραγματικότητας». Έτσι, ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς  θα γράψει στα διαλείμματα των πόνων του τα «Μαθήματα φιλοσοφίας σε έξι ώρες κι ένα τέταρτο» (εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Κατερίνα Σχινά). Ήταν τότε που ήθελε να δώσει τέλος στην καθημερινή οδύνη του, αυτοκτονώντας. Τελικά, αντιμετώπισε τον πόνο γράφοντας τα «μαθήματα φιλοσοφίας…».

Η φιλοσοφία ήταν το πάθος του. Και όπως είδαμε επιτίθετο στην άποψη του Σαρτρ που (όπως ο Ζίζεκ πιο αναλυτικά σήμερα) μιλούσε για τη λακανική «υπερ-απόλαυση» των πιστών. Ο Γκομπρόβιτς θεωρεί πως «το να υποφέρω είναι μία κατάσταση την οποία αρνούμαι και η οποία με κάνει ακριβώς να ‘υποφέρω’». Αλλά του διέφευγε ότι η διαφορά με τους πιστούς είναι ότι εκείνοι δεν αρνούνται την οδύνη, αλλά την απολαμβάνουν ως «δώρο»(δοκιμασία) από τον μεγάλο Άλλο, τον Θεό, ή την πίστη.

Αλλά τι είναι τα «μαθήματα φιλοσοφίας…»; Σ’ αυτά σύμφωνα με τον Φραντσέσκο Μ. Καταλούτσιο ο Γκομπρόβιτς συστήνει ένα είδος γενεαλογικού δέντρου του υπαρξισμού με κορμό τον Κίρκεγκορ, ενώ συγχρόνως παρέχει τους κώδικες κατανόησης του δικού του έργου. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι το πρώτο του μυθιστόρημα (Φερντυντούρκε, μετάφραση Τασία Χατζή, εκδόσεις Ερατώ, 1984) ήταν ένα ιδιότυπο μείγμα αφήγησης και φιλοσοφικού δοκιμίου, που πραγματεύεται τα θέματα της ανωριμότητας και του παιδισμού (ο Ζοζό είναι το ανάλογο του Πίτερ Παν) ως πολιτισμικά φαινόμενα της εποχής καθώς και της Μορφής. Η ωριμότητα για τον Γκομπρόβιτς είναι η αναδοχή της ευθύνης για τη διαχείριση της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Όμως, ο άνθρωπος υποκρίνεται την ωριμότητα ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα παιδί. Η ανωριμότητα στο μεγαλύτερο μέρος της επιβάλλεται έξωθεν. Αυτή η διαπίστωση είναι προφητική καθώς πολλοί χαρακτηρίζουν το σημερινό πολιτισμό ως πολιτισμό της διαρκούς νεότητας και του παλιμπαιδισμού (Μπαρμπές).

Αλλά τι είναι η Μορφή; Είναι η «μάσκα που οι άλλοι μας επιβάλλουν» και που είμαστε υποχρεωμένοι να κρατήσουμε για να γίνουμε αποδεκτοί. Φαίνεται ότι ο πρώην υποδιοικητής Μάρκος που διατυπώνει την ίδια άποψη, ότι δηλαδή φόρεσε τη μάσκα για να μη του «φορέσουν» οι άλλοι το προσωπείο που εκείνοι θέλουν, μάλλον διάβασε Γκομπρόβιτς. Ο τελευταίος θεωρεί ότι η μη αποδοχή της μάσκας που μας επιβάλλουν οι άλλοι είναι μία μάχη «αντι-μορφής», είναι η απελευθέρωση από τις αλυσίδες του εξωτερικού κόσμου, από το πώς μας βλέπουν οι άλλοι. Υπ’ αυτή την οπτική είτε επιλέγουμε εμείς μία μάσκα είτε ο κόσμος για μας. Και γενικά είμαστε «καταδικασμένοι να παίζουμε με μία μάσκα». Γι’ αυτό ο άνθρωπος είναι «ένας φυσικός ηθοποιός, το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να προσομοιώνεις τον άνθρωπο…». Η διαφορά μεταξύ των ανθρώπων είναι αυτοί που έχουν «συνείδηση του τεχνάσματος», της υποκριτικής κι εκείνοι που δεν έχουν.

Γι’ αυτό η τέχνη είναι το μόνο μέσο των ανθρώπων για να δώσουν λίγη αξία στη δική τους μορφή, να βάλλουν τάξη (Κόσμος) στην αταξία (Χάος). Η τάξη (του κόσμου) είναι «παρανοϊκά υποκειμενική». Οι κόσμοι είναι απεριόριστοι όπως και τα υποκείμενα που τους σκέφτονται.

Ο Γκομπρόβιτς θεωρεί ότι το μεγαλύτερο ψεύδος είναι αυτό των ιδεολογιών και πιστεύει μόνο στη «συγκεκριμένη ύπαρξη», που δεν είναι πιστή αλλά ερωτευμένη (θαυμαστής της Σιμόν Βέιλ). «Δεν πραγματωνόμαστε στις ιδέες αλλά στα πρόσωπα». Η φιλοσοφία για τον Γκομπρόβιτς είναι μια ιστορία συνεχών περιστολών της σκέψης. «Με τον Καντ αρχίζει η μεγάλη περιστολή της σκέψης, μια διαδικασία που διαρκεί μέχρι τις μέρες μας». Μας περιορίζει στον φαινομενικό κόσμο, όπου η λογική γίνεται λογική του φαινομενικού κόσμου(φαινομενολογία). 

Τελικά, ποιος είναι ο ρόλος της φιλοσοφίας; Η φιλοσοφία «έχει για μένα την υπέρτατη αξία να οργανώνει τον κόσμο πάνω σε ένα όραμα», λέει ο Γκομπρόβιτς. Η φιλοσοφία είναι κάτι που αρχίζει από την αισθαντικότητά μας (η ουσία numen είναι η διαίσθηση).

Λάτρης των αντινομιών ο Γκ. αναφέρεται στον Σοπενχάουερ που έλεγε: «Ένας καλλιτέχνης πρέπει να είναι αυτό και το αντίθετό του. Τρελός, διαταραγμένος, ωστόσο επίσης πειθαρχημένος, ψυχρός, αυστηρός. Η τέχνη δεν είναι ποτέ ένα πράγμα μονάχα, αλλά πάντοτε αντισταθμίζεται από το αντίθετό της».