Ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ (ολόκληρο το όνομά του είναι Guglielmo Alberto Wladimiro Alessandro Apollinare de Kostrowitzky), οπαδός του κυβισμού και του συμβολισμού καθώς και πρόδρομος του σουρεαλισμού, γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου 1880 στη Ρώμη. Ήταν παιδί της Πολωνίδας Αντζέλικα ντε Κοστροβίτσκι, και Ιταλού πατέρα, για την ταυτότητα του οποίου λέχθηκαν πολλά, αλλά τίποτα δεν τον έβγαλε από το σκοτάδι. Η μητέρα του ήταν μια ανυπότακτη γυναίκα ελευθερίων ηθών που είχε πάθος με τον τζόγο. Έτσι, με την πατρική φιγούρα, να απουσιάζει εξ αρχής από τη ζωή του και τη μητρική να εμπλέκεται σε ιδιαίτερες καταστάσεις λόγω της συχνά προκλητικής και ασυμβίβαστης συμπεριφοράς της, ο Απολλιναίρ βρίσκεται σε ηλικία είκοσι ετών στο Παρίσι και γρήγορα αναδεικνύεται σε εμβληματική μορφή της μποέμ ζωής της Μονμάρτης (ο χαρακτηρισμός Μποέμ αφορούσε ουσιαστικά μια νομάδα ανθρώπων, τους τσιγγάνους της Βοημίας αλλά και τους καλλιτέχνες της Μονμάρτρης που υιοθέτησαν τον ανέμελο τρόπο ζωής τους. Οι μποέμ κατέστησαν καλλιτεχνικό κίνημα που μεταξύ άλλων αντιστεκόταν στην ταχύτητα και τη συνεχή επιτάχυνση της εποχής, κάνοντας βόλτα στο δρόμο τις χελώνες!)
Δεσμοί
Σκοινιά καμωμένα από κραυγές
Άπ’ άκρη σ’ άκρη τής Ευρώπης
Ηχοι καμπάνας
Μετέωροι αιώνες
Σιδηροτροχιές
Δένουν τα έθνη
Είμαστε δυο-τρείς άνθρωποι ελεύθεροι από δεσμούς
Ας δώσουμε τα χέρια…
Τον Ιούλιο του 1901 έγραψε το πρώτο του άρθρο για το Tabarin, ένα σατιρικό εβδομαδιαίο με διευθυντή τον Ernest Gaillet, ενώ το Σεπτέμβριο του 1901 δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό La Grande France με το όνομα Wilhelm Kostrowiztky. Από τον Μάιο του 1901 έως τις 21 Αυγούστου 1902 ήταν παιδαγωγός της κόρης της γερμανίδας Elinor Hölterhoff, χήρας γάλλου κόμη. Ερωτεύεται την αγγλίδα γκουβερνάντα του μικρού κοριτσιού, την Annie Playden, η οποία τον αρνείται. Αυτή είναι η περίοδος του «Ρήνου» για τον ποιητή(La Lorelei, Schinderhannes). Στη συνέχεια εργάστηκε για διάφορες χρηματιστηριακές εταιρίες και δημοσίευσε ιστορίες και ποιήματα σε περιοδικά, υιοθετώντας το Απολλιναίρ ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, όνομα του παππού από την πλευρά της μητέρας του, που παρέπεμπε στον Απόλλωνα, τον θεό της ποίησης.
Ο Απολλιναίρ ίδρυσε το 1903 το πρώτο δικό του περιοδικό, La revue immoraliste όπου έγραψε Το συμπόσιο του Αισώπου (Le festin d’Ésope), δημοσίευσε ένα δοκίμιο για τον Πικάσο και άλλα άρθρα για τον Ματίς, τον Μπρακ κ.ά.
Το 1907, ο Απολλιναίρ έγραψε την γνωστή ερωτική νουβέλα «Έντεκα Χιλιάδες Βέργες (Les Onze Mille Verges). Επίσημα απαγορευμένη στην Γαλλία μέχρι το 1970, αλλά κυκλοφορούσε ευρέως σε διάφορες παράνομες εκτυπώσεις για πολλά χρόνια.
Εν τω μεταξύ, το 1905, έφυγε για την Αμερική. Ένα ταξίδι για να ξεχάσει τον πόνο του πό την άρνηση του έρωτά του από την Annie. Εκεί έγραψε Το τραγούδι του αγαπημένου, και Ο μετανάστης του Landor Road.
……………………………………………
Φεύγει το πλοίο μου αύριο για την Αμερική
και θα ξανάρθω από κει
με πλούτη που στους λυρικούς λειμώνες θα κερδίσω,
τυφλή στους δρόμους που αγαπώ τη σκιά μου
να οδηγήσω.
…………………………………………………
Ο ποιητής θα επιστρέψει στο Παρίσι όπου θα οργανώσει το Κυβιστικό δωμάτιο 41 στο Salon des Independants το 1911, ενώ την ίδια χρονιά θα γίνει μέλος της Ομάδας Πιτώ, ενός κλάδου του κυβιστικού κινήματος.
Τα κριτικά κείμενα της περιόδου αυτής συμπεριλαμβάνονται στο –θεμελιώδες σήμερα– βιβλίο του Οι κυβιστές ζωγράφοι (1913). Την ίδια χρονιά, το μανιφέστο του Η φουτουριστική αντιπαράδοση (γραμμένο για τον Μαρινέτι και δημοσιευμένο στο Μιλάνο), υπερασπιζόταν την πρωτοπορία στη ζωγραφική· το έργο αυτό γνώρισε επιτυχία και ταυτόχρονα προκάλεσε θόρυβο. Ο ίδιος δοκίμασε να δημιουργήσει μέσα στα έργα του νέες εκφραστικές μορφές. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Μαλαρμέ, κατάργησε τη στίξη, γιατί κατά την άποψή του αρκούσε ο ρυθμός για να σημειώνονται οι παύσεις. Επίσης δημοσίευσε στίχους με συγκεκριμένη τυπογραφική διάταξη, η οποία φέρνει στον νου κάποιο ξεχωριστό σχέδιο.
Πρόκειται για το λεγόμενο Καλλίγραμμα ή Καλλιγράφημα, με σημείο αναφοράς τη συλλογή Calligrammes που ο ίδιος δημοσίευσε το 1918. Πρόκειται για ένα είδος σχηματικής ποίησης, στη νοηματοδότηση και αισθαντικότητα της οποίας συμβάλλει σημαντικά η τυπογραφική διάταξη του ποιήματος, που κατά κάποιο τρόπο εικονοποιείται. Σε ό,τι αφορά στην ελληνική λογοτεχνία, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σεφερικού ποιήματος Καλλιγράφημα από τη συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος Β, του οποίου οι στίχοι φαίνεται να σχηματίζουν τις σιλουέτες τριών ιστιοφόρων του Νείλου. Το ιδιάζον χαρακτηριστικό της σχηματικής ποίησης συνίσταται στην αξιοποίηση της γλώσσας ως οπτικού υλικού. Έτσι, τα γράμματα και οι λέξεις αποκτούν πολύσημο και παιγνιώδη χαρακτήρα. Το ποίημα δεν νοηματοδοτείται αποκλειστικά μέσω της γλώσσας, αλλά χρησιμοποιεί την τελευταία ως μέσο ενίσχυσης του νοήματος και διέγερσης των αισθήσεων του αναγνώστη.
Όμως αξίζει να αναφέρουμε και την εμπειρία που σφράγισε τη ζωή του Απολλιναίρ. Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1911 μαζί με τον Πικάσο κατηγορήθηκαν για την υπόθεση της κλοπής του πίνακα της Μόνα Λίζα και συνελήφθησαν από την αστυνομία. Ο Πικάσο αφέθηκε ελεύθερος την ίδια μέρα, ενώ ο Απολλιναίρ ελευθερώθηκε μετά από πέντε ημέρες. Ο τρομοκρατημένος Απολλιναίρ έγραψε ποιήματα απελπισίας από τη φυλακή και περιέπεσε σε μελαγχολία. Η σύντομη κράτηση του ήταν ένα ισχυρό σοκ που τον στιγμάτισε. Αμαυρώθηκε σοβαρά η φήμη του και η αξιοπιστία του. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1911, η εφημερίδα «Paris Soir» ανέφερε ότι ο Απολλιναίρ είναι ο «αρχηγός διεθνούς σπείρας που έχει έρθει στη Γαλλία με σκοπό να ξαφρίσει τα μουσεία μας».
ΠΛΗΞΗ
Πλήττω μες στους ολόγυμνους αυτούς τοίχους
Βαμμένους με χλωμά χρώματα
Μια μύγα πάνω στο χαρτί με βηματάκια
Τα σκαλαθύρματά μου διατρέχει
Ω, Θεέ, που ξέρεις τον πόνο που μου ’δωσες
Τι να γίνω;
Λυπήσου τη χλωμάδα μου και τ’ αδάκρυτα μάτια μου
Το θόρυβο της αλυσοδεμένης καρέκλας μου
Και μαζί μου
Όλες τις φτωχές καρδιές που πάλλουν στη φυλακή τους
Λυπήσου τον έρωτα που με συντροφεύει
Λυπήσου πάνω απ’ όλα την κλονισμένη μου φρόνηση
Κι αυτή την απελπισία που την κερδίζει.
Το 1914, ο ποιητής κατετάγη εθελοντικά στον γαλλικό στρατό μετά από ένα σύντομο δεσμό με τη Λουίζ ντε Κολινί-Σατιγιόν, που εμφανίζεται στα ποιήματά του με το όνομα Λου· σε αυτήν έστειλε από το μέτωπο μια σειρά από γράμματα με στίχους γεμάτους ένταση, τα οποία και δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του. Στην ίδια εποχή ανήκουν και οι επιστολές του προς τη μνηστή του Μαγδαληνή και τα γράμματά του (επίσης υπό μορφή στίχων) προς μία άλλη γυναίκα, με την οποία αλληλογραφούσε όταν βρισκόταν στο μέτωπο.
Στον Μουσικό της Σαν Μερί ο Απολλιναίρ αναφέρεται στη σημασία του έρωτα γι’ αυτόν. Γράφει πικρά για τις γυναίκες (μετά από μία εγκατάλειψη):
«...χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους
Χωρίς να λυπηθούν γι' αυτό που αφήσαν
Γι' αυτό που εγκατέλειψαν
Χωρίς να μετανιώσουν για τη μέρα τη ζωή και την ανάμνηση»,
Αλλά και τις δοξολογεί ως τη μαγική αρχή της ζωής του, όπως θάλεγε και ο Μπαχτίν:
«Ω νύχτα
Αγέλη των νωχελικών βλεμμάτων γυναικών
Ω νύχτα
Εσύ ο πόνος μου και η μάταιη προσμονή μου
Ακούω να πεθαίνει ο ήχος ενός φλάουτου μακρινού»
Το 1916 o Απολλιναίρ τραυματίστηκε στο κεφάλι από θραύσμα οβίδας, ενώ διάβαζε στο χαράκωμα, και επέστρεψε στο Παρίσι, όπου κυκλοφορούσε με στρατιωτική στολή, με όλα τα παράσημα και μπανταρισμένο το κεφάλι. Πολλοί το απέδωσαν στο χτύπημα, άλλοι στην εκκεντρικότητά του και κανένας στο ότι ήθελε να διαψεύσει τους συκοφάντες του (για την κλοπή της Μόνα Λίζα). Τότε δημοσίευσε μία συλλογή διηγημάτων με τίτλο Δολοφονημένος ποιητής (Le poète assassiné, 1916). Λίγα χρόνια νωρίτερα, είχε δημοσιεύσει την ποιητική του συλλογή Αλκοόλ (1913), έργο κεφαλαιώδες στην ιστορία της γαλλικής ποίησης.
Το 1917 έγραψε το θεατρικό έργο Οι μαστοί του Τειρεσία, με το οποίο παρακινούσε τους Γάλλους να κάνουν παιδιά για την πατρίδα τους. Στην εισαγωγή του θεατρικού εισήγαγε τον όρο σουρεαλισμός, τον οποίο χρησιμοποίησε επίσης για το πρόγραμμα της παράστασης μπαλέτου Parade του Ζαν Κοκτώ και του Ερίκ Σατί, που έκανε την πρεμιέρα του στις 18 Μαΐου του 1917. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε και ένα καλλιτεχνικό μανιφέστο: L'Esprit nouveau et les poètes.
Την 9η Νοεμβρίου του 1918, ο Απολλιναίρ άφησε την τελευταία του πνοή από ισπανική γρίπη στο διαμέρισμα του στην Σεν-Ζερμέν, έξι ημέρες πριν τελειώσει ο πόλεμος με τον οποίο είχε τόσο παθιαστεί. Στην κηδεία του παρευρέθηκαν ο Πικάσο και άλλοι εκπρόσωποι της μποέμ καλλιτεχνικής ζωής του Παρισιού. Το 1918 εκδόθηκαν μετά θάνατον οι πειραματικές εντυπώσεις του από τον πόλεμο, με τον τίτλο Καλλίγραμμα (Calligrammes). Ο όρος calligrammes αργότερα καθιερώθηκε για να περιγράψει αυτό το είδος της απεικόνισης ενός ποιήματος, που υιοθετήθηκε και από άλλους ποιητές, κυρίως του υπερρεαλισμού. Artinews.gr
—Βούκινα κυνηγετικά—
Είν’ η δική μας ιστορία επίσημη και τραγική
Καθώς ενός τυράννου η πανοπλία
Κανένα δράμα τολμηρό καμιά μαγεία
Μια λεπτομέρεια με δίχως σημασία
Δεν κάνει την αγάπη μας παθητική
Κι ο Θωμάς ντε Κουίνσυ πίνοντας χασίσι
Αγνά κι ηδονικά ναρκωτικά
Γύρναε στην Άννα τη φτωχή του να ονειροπολήσει
Να φύγουμε να φύγουμε αφού το καθετί περνά
Μα πίσω πάλι θα ξανάρχομαι συχνά
Είναι βούκινα οι θύμησες κυνηγετικά
Που η ηχώ τους μες στον άνεμο θα σβήσει
(Μετάφραση: Μανόλης Αναγνωστάκης)