Για τους δικαστές του Γιάννη Μιχαηλίδη:
Σαν το ’φεραν οι Xριστιανοί να το κρεμάσουν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαφτά χρόνια μοναχά με τα ’ζησες, παιδί μου».
Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κι επέρασάν το το σκοινί και το ’πνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ’ ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα·
«Δεκαφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου».
Κ. Π. Καβάφης (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Πρόκειται για το δημόσιο απαγχονισμό, από τους Άγγλους, πέντε Αιγυπτίων χωρικών, που είχαν τολμήσει να αντιδράσουν, στην αυθαίρετη και προκλητική συμπεριφορά Άγγλων αξιωματικών στο χωριό Ντενσουάι.
Οι Άγγλοι κατακτητές καταστρατηγώντας κάθε έννοια δικαίου αποφασίζουν να εκτελέσουν τους πέντε Αιγύπτιους, για να σιγάσουν έτσι κάθε άλλη αντίδραση μέσω του φόβου που θα προκαλούσε αυτή η σκληρή τιμωρία.