Για τον Κώστα Μπέσιο

[ Θωμάς Κοροβίνης / Ελλάδα / 08.12.22 ]

Χτες το βράδυ διάβασα στους καλεσμένους για την παρουσίαση του δίσκου της Βούλας Σαββίδη αυτό το κείμενο που σκάρωσα το απόγεμα. Αργότερα τους τραγούδησα. Απόψε θα μιλήσω για το σπουδαίο βιβλίο του Ανέστη Μπαρμπάτση για τον Μπαγιαντέρα. Κατόπι θα τους τραγουδήσω "Σα μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει". Έτσι θα πενθήσω τον φίλο μου, με μαύρα ρούχα και με τραγούδια. Έτσι θα ήθελε. Δε θα τον πάμε με κλάματα, όχι, με ζουρνάδες θα τον ξεπροβοδίσουμε. Όπως θα γούσταρε η ψυχή του.

Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ

Ο τραγουδιστής είναι φύλακας ενός μυστικού χλοερού λειμώνα. Συνομιλητής των Ουρανών. Θιασώτης του μοναδικού ίσως ζωντανού παράδεισου που είναι εκείνος της ψυχής, και που δεν τον κερδίζεις αν δεν έχεις φυλαγμένη μια κρυφή γωνιά για να μουσαφιρέψεις ανεμοδαρμένα πουλιά, μαζί με μετανιωμένους μαχαιροβγάλτες και χιλιοπροδομένους εραστές.

Πρέπει να ’ναι βασανισμένος, συμπονετικός κι απροσκύνητος. Μα ταπεινός. Να πέφτει ικέτης για να λυτρωθεί «από συκοφαντίας ανθρώπων», όπως εκλιπαρεί ο Ψαλμωδός.

Ο αυθεντικός τραγουδιστής δεν κελαηδάει για να ψαρέψει φραγκοδίφραγκα ευχαρίστησης, αλλά για να παρηγορήσει αποσυνάγωγους, να αναστήσει ρημαγμένα γεράματα, ν’ ανοίξει δρόμους σε ξεστρατισμένες μάνες, τσακισμένα ορφανά, γιούς χωρίς μητέρα, σακατεμένους εκ γενετής δίχως στον ήλιο μοίρα.

Ο καθεαυτού τραγουδιστής –διδαγμένος σοφά από τους προγόνους του, με μια αλληλοδιδακτική αγωγή που περνάει από γενιά σε γενιά-, φέρει την κληρονομημένη γνώση πώς στα μύχια της έσχατης αμαρτίας βασιλεύει η οιμωγή της ιερότητας που δεν της δόθηκε ποτέ η χάρις να αποκαλυφτεί, ξέρει καλά πώς η ξηρασία του χείμαρρου είναι η νέμεσις των αποψιλωμένων ρουμανιών και πως κάποτε, σε μιαν άλλης τάξεως αναδιανομή των ρόλων, θα λάβουν βήμα όσοι το στερήθηκαν εσκεμμένα αιώνες φιμωμένοι, αλυσοδεμένοι ισόβια με φερμάνια απαράβατα από την εξουσία των νόμων, κι ακόμη, παραπλανημένοι από δεσμώτες έμπιστους, δικούς τους νόμιζαν, μπορεί κι από τη μάνα που τους έφερε στον κόσμο.

Αιχμάλωτος μιας μυστικής κατάρας, μιας κατάρας ευεργετικής, για τον ίδιο και για τους άλλους, να τονώνει με ριπές παραμυθίας ανεβάζοντας το βάρος του πόνου απ’ τα σώψυχα στο λαρύγγι του, για να μεταλάβουν οι ακροατές του εκ του σώματος και του αίματος αυτού. Κι είναι ένας πόνος που το άχθος του είναι μια αβάσταχτη κληρονομιά από προπάτορες αοιδούς και μυσταγωγούς, μάγους και οδηγούς καραβανιών και στιφών, απ’ τους πανάρχαιους χρόνους, τις αχαρτογράφητες στέπες και τους απέραντους αγλαούς κήπους καιρών απροσδιόριστων, όπου το τραγούδι ήταν κάλεσμα της Φύσης, ύμνος στους Θεούς, τελάλημα στα παζάρια, οιμωγή του ανείπωτου πένθους και απέραντη ευφροσύνη των ποικίλων ηδονών.

Ο τραγουδιστής τραγουδάει κάθε στιγμή και ώρα, ακόμη κι όταν δεν τραγουδάει, με τη συμπόνια του βλέμματος, με το χαμήλωμα των γονάτων, με τη συνείδηση της ματαιότητας των πάντων να τον διαπερνά και να τον ορίζει. «Δε φταίει το φεγγάρι, αν στα μάτια μας φύτρωσαν δόντια» είπε και ελάλησε ο προφήτης Ποιητής Μίλτος Σαχτούρης. Και έριξε μιαν άσφαιρη να ακουστεί η βουή της ειρήνης ως την άκρη του κόσμου. Όσες φορές λιγοψύχησε το πνεύμα μου και δείλιασε η καρδιά μου μόνο η αύρα ενός μαγευτικού τραγουδιού είναι το βάλσαμο. Η ευλογία και η τέρψη του αισθήματος, με στόχο την πάταξη της βιαιότητας και τον θρίαμβο της ανθρωπιάς. Η ευκαρπία του τραγουδιού, η ευωχία της μουσικής, είναι μάλλον το πιο –ουτοπικό μεν και προσωρινό-, ισχυρό όμως αντίδοτο στην διαχρονική αίσθηση της παντοκρατορίας του θανάτου στο θνητό μας κενόδοξο σαρκίο.

Ήθελα κάτι να σου πω, Βουλάκι μου, που να μην στο’ χω ξαναπεί, να σε χαϊδέψω, όπως δεν σ’ έχω χαϊδέψει, να μιλήσω για το «Έργο», τον δίσκο σας, για τα διαβρωτικά σου μέταλλα, την εξαίρετη μουσική εργασία του Τάσου Γκρους, τους καλοδουλεμένους αισθαντικούς στίχους του Βαγγέλη, της Μαρίας και τους δικούς σου, την φροντίδα του φίλου μου Θανάση Συλιβού, που είναι μαζί με λίγους ακόμη από μας που αντιστεκόμαστε σε μια εποχή απαξίωσης της ομορφιάς και της τιμής του ελληνικού τραγουδιού, να πω πολλά γι’ αυτή την σπουδαία εργασία που κοσμεί την δισκογραφία μας και είναι μια νέα δουλειά στη μουσικογραφία μας από αυτές που σπανίζουν, μα δεν ήταν βολετό, σήμερα, γιατί είμαι λαβωμένος βαθιά, και μόνο όπως με άκουσες μπόρεσα να μιλήσω.

Αιωνία η μνήμη του Κωστάκη Μπέσιου!

Σας ευχαριστώ όλους απ’ την καρδιά μου.