Για τον Ζενέ

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 19.12.20 ]

Ζαν Ζενέ, ο νόθος, ο αλήτης, ο κλέφτης, ο φυλακισμένος, ο δραπέτης, ο «υιοθετημένος» του γαλλικού κράτους, αυτός τον οποίο υιοθέτησε η Γαλλική «προδοτική» δεξιά του Βισύ και στη συνέχεια η αντιστασιακή Αριστερά του Σαρτρ, ο συγγραφέας που έγραψε «το ημερολόγιο ενός κλέφτη» και τις «Δούλες», αυτός που γοήτευσε τις εμβληματικές μορφές της γαλλικής φιλοσοφίας και κριτικής, δεν είναι παρά μία "κατασκευή" της αριστερής διανόησης της Γαλλίας (των εξουσιαστών του μεταπολεμικού λογοτεχνικού-φιλοσοφικού πεδίου σύμφωνα με τον Μπουρντιέ, που μονοπωλούσαν «το χειρισμό των ιερών πραγμάτων»), καθώς πρόβαλε σ' αυτόν τη σκέψη της παρά τη σκέψη του ίδιου του Ζενέ!*

Τελικά, ποια είναι η πραγματικότητα της ζωής και του έργου του Ζενέ; «Το έργο του Ζενέ και η φασιστική σκέψη παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες» απαντά ο Ιβάν Γιαμπλόνκα το βιβλίο του για τον συγγραφέα. Αλλά οι αριστεροί τον υποστήριξαν, τον πρόβαλαν, δημιουργώντας ουσιαστικά ένα μύθο, γιατί ο Ζενέ δεν ήταν ένας αστός φασίστας όπως ο Σελίν, ο Ρεμπατέ, ο Ροσέλ (οι αστοί δεξιοί αντίπαλοι του επίσης αστού πλην αριστερού σπουδαστή της Εκόλ Νορμάλ Σουπεριέρ, Ζαν Πωλ Ζαρτρ), αλλά ένας αποκλεισμένος, ένας απόκληρος, ένας θύτης που ήταν συγχρόνως και θύμα («Οι νταβάδες στο Μετρέ είναι θεότητες του κακού και απόλυτα θύματα»). Εδώ, πάνω στο μύθο του Ζενέ, ο Σαρτρ θα εδραιώσει την άποψη σύμφωνα με την οποία οι απόκληροι είναι θύτες γιατί η κοινωνία τους όπλισε το χέρι, αποκλείοντάς τους από τους κόλπους της, αλλά όταν οι απόκληροι συνειδητοποιήσουν την κατάστασή τους, γίνονται αριστεροί!

Σ’ αυτό το σημείο ξέσπασε η μεγάλη διαμάχη Σαρτρ και Καμύ (που έλεγε ούτε θύτες ούτε θύματα, αλλά μήτε και στην καζουιστική του αίματος). Ο Σαρτρ θεωρούσε ότι δουλειά του λογοτέχνη είναι να αποκαλύπτει την αδικία που προκαλείται στους «κάτω» και να δημιουργεί ενοχή στους «πάνω». Μάλιστα, επειδή οι «κάτω» δεν γνωρίζουν να διαβάζουν, οι «πάνω» γίνονται το προνομιακό κοινό της λογοτεχνίας. Η άποψη αυτή του Σαρτρ που καταγράφεται στο βιβλίο του «τι είναι λογοτεχνία;», ταυτίζεται με τις απόψεις αλλά για άλλους λόγους του Ζενέ («Οι Νέγροι» γράφτηκαν σύμφωνα με τον τελευταίο  «όχι υπέρ των μαύρων, αλλά κατά των λευκών).

Ο Ζενέ μισεί. Μισεί την «αλαζονεία της δημοκρατικής Γαλλίας», την «υποκρισία μιας δημοκρατίας που έχει μεθύσει από ελευθερία και ισότητα, την ίδια στιγμή που αποστρέφει το πρόσωπό της από λαμπρούς μαθητές των οποίων το μόνο σφάλμα είναι ότι ανήκουν στον απλό αγροτικό κόσμο, τη στιγμή που φυλακίζει τους φυγάδες, οι οποίοι διψούν για ελευθερία, και τους στέλνει στα κάτεργα όπου «βασανιστές» τυραννούν…». Γι’ αυτό σύμφωνα ο Ζενέ θα δει στο ναζισμό τη συντριβή αυτής της «δημοκρατίας» της αλαζονικής γαλλικής αριστοκρατίας, θα δει την ευκαιρία που έδωσε στους περιθωριακούς και, τέλος, θα δει το θέαμα μιας θριαμβεύουσας παραδοσιακής και αγροτικής κοινωνίας.

Η σπουδαιότητα του Ζενέ έγκειται στο γεγονός ότι «Τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά έργα του στήνουν μία σκηνή πάνω στην οποία παρελαύνουν εκκωφαντικά το καρναβάλι του κακού και του θανάτου», ό,τι δηλαδή ήταν η ζωή στον αιώνα του, η δική του ζωή κατά την παιδική ηλικία, η ζωή όλων των απόκληρων, των προλετάριων, των ανώνυμων, των ομοφυλόφιλων, των οποίων ο λόγος «καταπατείται και απορρίπτεται από το κατεστημένο»».

Ο Ζενέ είναι η ενσάρκωση της λαϊκής ανυπακοής στους νόμους των πειθαρχικών κοινωνιών (η πειθαρχία μέσω της γνώσης). Έτσι, το «κακό» θα γίνει η ηθική των μειοψηφιών, ενώ η οργάνωση της «πειθαρχικής κοινωνίας» ως αποτέλεσμα του Διαφωτισμού θα συγκεντρώσει τα πυρά της κριτικής. Σ’ αυτό το πλαίσιο πλέκεται και το εγκώμιο της τρέλας ως αντίστασης στον κυρίαρχο λόγο (ορθό λόγο) των δυτικών πειθαρχικών κοινωνιών, που στοχεύουν στην καθυπόταξη των άπορων και των παραφρόνων.

Ο Ιβάν Γιαμπλόνκα στο βιβλίο του για τον Ζενέ, σημειώνει πως ο Ζενέ δεν είναι υπέρμαχος καμιάς ηθικής, για να αυτοαναιρεθεί στη συνέχεια λέγοντας ότι οι ρίζες της επαναστατικότητας του Ζενέ δεν βρίσκονται στην «Άκρα Αριστερά» αλλά στη «φασίζουσα Άκρα Δεξιά». Όμως, όταν ο Ζενέ απελευθερώνεται και από τον Σαρτρ, τότε γίνεται αντιεξουσιαστής και τάσσεται υπέρ των αδυνάτων, υπέρ των Παλαιστινίων, όμως παύει να είναι μαζί τους όταν γίνονται εξουσία. Γιατί κατά τη γνώμη του η Επανάσταση γίνεται τυραννία όταν γίνει εξουσία: «Σε κάθε επανάσταση, υπάρχει μια παθιασμένη πουτάνα που τραγουδά τη Μασσαλιώτιδα και κατ’ αυτό τον τρόπο αποκτά την παρθενιά της» (Το μπαλκόνι).

Για τον Γιαμπλόνκα το θέμα είναι φροϋδικό, είναι η εγκατάλειψη του αθώου μωρού, αλλά ο Ζενέ εμπλεκόμενος στη συνέχεια συστηματικά με το κακό θα γίνει «στρατηγικά ένοχος» μέσω της επιτυχίας και της αναγνώρισης. Για τον Ζενέ η αγιοσύνη είναι «να εξαναγκάζεις τον διάβολο να γίνεται θεός».  Τελικά θα χάσει την αθωότητά του και θα γίνει σαν τους «Ενόχους του 20ου αιώνα, που υποδούλωσαν και σφαγίασαν επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους θύματα…».

Αλλά το ενδιαφέρον στο βιβλίο του Γιαμπλόνκα για τον Ζενέ είναι η σύγκρουση των Σελίν, Ροσέλ κ.ά. και του Σαρτρ με «έπαθλο» τον Ζενέ!

 Ο Γιαμπλόνκα επιχειρεί να ανατρέψει το σαρτρικό μύθο. Θεωρεί ότι οι Σαρτρ, Φουκώ και λοιποί κατέστησαν τον Ζενέ από «μάστιγα μασκότ»! Είναι το «έπαθλο» που διεκδικούν από τους Σελίν, Ροσέλ κ.λπ.. Όντως ο Ζενέ θα γίνει ο μύθος-άγαλμα του αριστερού αρχιεράρχη Σαρτρ ως δείγμα ενός καταπιεσμένου που γίνεται επαναστάτης –αποκολλάται από την υπόστασή του- αρνούμενος τα δικαιώματα και τις ιδεολογίες των καταπιεστών του και μέσω της δύναμης της συνείδησης ξαναχτίζει τη ζωή του –(Σαρτρ: «Το είναι και το μηδέν»). Εδώ έχουμε την «υποταγή της ηθικής στην αισθητική (που) είναι μία από τις θεμελιώδεις αρχές του λογοτεχνικού φασισμού» (Ο Σαρτρ κρίνει πως «στο βάθος της αισθητικής προσταγής διακρίνουμε την ηθική προσταγή…» και εντέλει τη δημοκρατία ως ελευθερία του λόγου).

Ο Σαρτρ, ο αριστερός φιλόσοφος ήρθε κοντά με τον «φασίζοντα κλέφτη» λόγω της «υπαρξιακής χειραφέτησης» του δεύτερου αλλά και γιατί είχαν κοινά τον «αριστοκρατισμό, την περιφρόνηση στους αστούς, την αίσθηση ότι είναι οι εκλεκτοί και πως είναι απόλυτα ελεύθεροι». Αντίθετα ο Καμύ, όντας λαϊκής καταγωγής, αντιτάχθηκε στην «τρομοκρατία» μιας ορισμένης αριστοκρατικής αριστεράς –«λόγια αριστερά» την αποκαλούν στις ΗΠΑ.

Στο «Δηλωμένος εχθρός» ο Ζενέ θα πει πως «η εξουσία προστατεύεται από μια θεατρικότητα». Είναι ακριβώς αυτός ο μηχανισμός που καθιστά τη λογο-τεχνία μία ακόμα τεχνο-λογία της εξουσίας.   

* Ιβάν Γιαμπλόνκα «Ζαν Ζενέ: Οι ανομολόγητες αλήθειες» (Καστανιώτης, Αθήνα, 2008).