Τη χάσαμε;
Σε σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες τη βρήκα, να σκορπάει ένα ανεξήγητο φως και να εκπέμπει μια πρωτόφαντη ακτινοβολία σχεδόν απτή, τόσο που νόμιζα πως θα ’παιρνε φωτιά η οθόνη κι εγώ μαζί της, πυρπολημένη από τις δικές μου επιθυμίες και τα δικά μου όνειρα. Κι ήξερα από τότε πως το να παίζεις είναι σαν να αναπνέεις και σαν να μην μπορείς ν’ αναπνεύσεις, σαν να καίγεσαι ολόκληρη και σαν να βυθίζεσαι σε παγωμένο νερό…
Κι ύστερα η φωνή της, στο Πεγκ, καρδούλα μου, στο ραδιόφωνο! Ταξίδι στο άγνωστο και στο αθώρητο, αναχώρηση αλλά και επιστροφή, προσμονή με πλησμονή αλλά και ένδεια.
Κι όταν είδα το Μια μέρα ο πατέρας μου ένιωσα πως η γοητεία ενός προσώπου δεν εξαρτάται μόνο από τα χαρακτηριστικά του αλλά, κυρίως, από κάτι άλλο που βρίσκεται πιο βαθιά, και αντανακλάται και διαχέεται και σε αιχμαλωτίζει και σε κερδίζει…
Στο θέατρο πρόλαβα να τη δω Φιλουμένα, Ντόλι και Σάρα.
Μπορούσα μόνο να φανταστώ πώς θα ήταν ως Μπλανς, δεσποινίς Μαργαρίτα, ακόμα και Χάνελε…
Κι είναι σαν να τη βλέπω, ακούγοντας και μόνο τα έξι μονόπρακτά της στο δίσκο:
Ως Η Εβραία που αποφασίζει να φύγει μόνη της πριν ο άντρας της αναγκαστεί να τη διώξει.
Ως Η πιο δυνατή, που δεν είναι.
Ως Η Όλια, μια ψυχούλα, μια γυναίκα, που ξέρει πάντα τον τρόπο ν’ αρχίζει από την αρχή.
Ως Η ανθρώπινη φωνή κάποιας που σπαράζει βιώνοντας την εγκατάλειψη.
Ως Η ψεύτρα, που παίζει ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα.
Και τέλος το Την έχασα, ο Πιερότος που ψάχνει αυτήν ή αυτό που έχασε ή που δεν βρήκε ποτέ…
«Ποτέ μην πηγαίνετε σε πανηγύρια…
Εκεί βρίσκεις – εκεί χάνεις… Εκεί συναντάς – εκεί αναζητάς… Γιατί τώρα την αναζητώ… Δεν ξέρω πώς τη λένε… Τη φωνάζω… Χεπ! Χεπ! Χεπ! Την αναζητώ… Την αναζητώ… την αναζητώ. Την αναζητώ, μα θα την ξαναβρώ;»
Κείμενο στην Ατάκα της αείμνηστης Κατερίνας Σουβλή