Για μιαν Ελένη

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 06.12.18 ]

Την πήγαν, λέει, και την πέταξαν από έναν θαλασσοφαγωμένο βράχο στην παραλία του νησιού που έχει το όνομα «Φώκια». Εκεί τη φαντάζομαι να συναντά ένα άλλο κορίτσι που το λένε Ακριβούλα, ντυμένο σα νυφούλα στα λευκά, που σα νυφούλα θα στολίσει με χρυσοκέντητα πουκάμισα και τη νεοφερμένη φιλενάδα της.

Εν τω μεταξύ, ας σημειωθεί πως κανείς στην ευρύτερη περιοχή δεν αντελήφθη το παραμικρό, εφόσον βεβαίως δεν υφίστανται πλέον σημαδιακοί και αταίριαστοι αυλητές να παρασύρουν τα απρόσεκτα κορίτσια. Έτσι, οι τουρίστες εξακολουθούν να ανεβοκατεβαίνουν ιδροκοπώντας στην ακρόπολη για να θαυμάσουν το αρχαίο κάλλος του ναού, οι μαγαζάτορες εξακολουθούν να πουλούν νερά και σουβενίρ, οι τηλεοράσεις εξακολουθούν να απαθανατίζουν την πλαστική χάρη καλλίπυγων κοριτσιών, αγόρια γυμνασμένα στα Fitness Studios της νήσου εξακολουθούν να επιδεικνύουν όλο χάρη τα μούσκουλά τους στα πέριξ beach bar, γονείς και δάσκαλοι εξακολουθούν να υμνούν τα χαρισματικά τέκνα τους για την αδιαμφισβήτητη αρρενωπότητά τους, κι η θάλασσα εξακολουθεί να δέχεται πλήθος του θανάτου λάφυρα.

Όταν το σώμα της το έντυσε το πανδέγμον κύμα, λένε πως πλησίασε το άψυχο κορμάκι της η φώκια της ακτής, το περιτριγύρισε κι ήρχισε να το μοιρολογά, πριν ξεκινήσει το καθιερωμένο δείπνο της. Σίγουρα κάποιος γέρων ψαράς θα βρεθεί και θα μεταφράσει το ελεγείον τούτο, γνωρίζων τη γλώσσα των φωκών.

Σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό

τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.