Για μια Σοφία, για μια Μαρία, για τη Σιωπή…
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 25.09.21 ]Αυτές τις μέρες χαίρομαι που διδάσκω στη Γ’ Λυκείου τη «Φαρμακωμένη» του Δ. Σολωμού, ποίημα που το έγραψε ο Επτανήσιος ποιητής μας το 1826 προκειμένου να υπερασπιστεί την τιμή της καλής του φίλης Μαρίας Παπαγεωργοπούλου. Γιατί έμφυλη βία δεν είναι μόνο η σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους εργασίας, ο βιασμός, η κακοποίηση και οι γυναικοκτονίες, αλλά και η δολοφονία προσωπικότητας με τα κακόβουλα σχόλια και τη συκοφαντία –πριν και μετά το κακό. Γιατί το κακό έχει βαθιά τις ρίζες του και με ευχολόγια δεν καταπολεμάται. Χρειάζεται ευψυχία και παρρησία. Να μιλήσει επιτέλους η Σιωπή. Έχει πολλά να πει. Ας την ακούσουμε…
Τὰ τραγούδια μοῦ τἄλεγες ὅλα
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τὸ πεῖς,
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τ᾿ ἀκούσεις,
Ἄχ! τὴν πλάκα τοῦ τάφου κρατεῖς.
Ὦ παρθένα! ἂν ἠμπόρειαν οἱ κλάψαις
Πεθαμένου νὰ δώσουν ζωή,
Τόσαις ἔκαμα κλάψαις γιὰ σένα,
Ποὺ θελ᾿ ἔχεις τὴν πρώτη πνοή.
Συφορά! σὲ θυμοῦμ᾿ ἐκαθόσουν
Σ᾿ τὸ πλευρό μου μὲ πρόσωπο ἀχνὸ
«Τί ἔχεις» σοῦ ῾πα καὶ σὺ μ᾿ ἀποκρίθης
«Θὰ πεθάνω, φαρμάκι θὰ πιῶ».
Μὲ σκληρότατο χέρι τὸ πῆρες,
Ὡραία κόρη, κι αὐτὸ τὸ κορμί,
Ποὺ τοῦ ἔπρεπε φόρεμα γάμου,
Πικρὸ σάβανο τώρα φορεῖ.
Τὸ κορμί σου ἐκεῖ μέσα στὸν τάφο
Τὸ στολίζει σεμνὴ παρθενιά,
Τοῦ κακοῦ σὲ ἀδικοῦσεν ὁ κόσμος,
Καὶ σοῦ φώναζε λόγια κακά.
Τέτοια λόγια ἂν ἠμπόρειες ν᾿ ἀκούσεις,
Ὂχ [από] τὸ στόμα σου τ᾿ ἤθελε βγεῖ;
«Τὸ φαρμάκι ποὺ ἐπῆρα, καὶ οἱ πόνοι,
Δὲν ἐστάθηκαν τόσο σκληροί.
Κόσμε ψεύτη! ταὶς κόραις ταὶς μαύραις
κατατρέχεις ὅσο εἶν᾿ ζωνταναίς,
Σκληρὲ κόσμε! καὶ δὲν τοὺς λυπᾶσαι
Τὴν τιμήν, ὅταν εἶναι νεκραίς.
Σώπα, σώπα! θυμήσου πὼς ἔχεις
Θυγατέρα, γυναίκα, ἀδελφή,
Σώπα ἡ μαύρη κοιμᾶται στὸ μνῆμα
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή.
Θὰ ξυπνήσει τὴν ὕστερη ἡμέρα,
Εἰς τὸν κόσμον ὀμπρὸς νὰ κριθεῖ,
Καὶ στὸν Πλάστη κινώντας μὲ σέβας
Τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ:
«Κοίτα μέσα στὰ σπλάχνα μου, Πλάστη!
τὰ φαρμάκωσα ἀλήθεια ἡ πικρή,
καὶ μοῦ βγῆκε ὂχ τὸ νοῦ μου, Πατέρα
Ποὺ πλασμένα μοῦ τἄχες Ἐσύ.
Ὅμως κοίτα στὰ σπλάχνα μου μέσα,
Ποῦ τὸ κρίμα τοὺς κλαῖνε, καὶ πές,
Πὲς τοῦ κόσμου, ποὺ φώναξε τόσα,
Ἐδῶ μέσα ἂν εἶν᾿ ἄλλες πληγαίς».
Τέτοια ὀμπρὸς εἰς τὸν Πλάστη κινώντας
Τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ.
«Σώπα, κόσμε! κοιμᾶται στὸ μνῆμα,
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή».
Οι μαθήτριές μου γράφουν μικρά διαμαντάκια όπως τα παρακάτω που σταχυολογώ εδώ. Ελπίζω να μην σιωπήσουν ποτέ ούτε να επιτρέψουν σε βάρος τους κάθε είδους «αθώες» θωπείες. Όλα είναι θέμα παιδείας και εδώ η λογοτεχνία μπορεί να παίξει σημαίνοντα ρόλο.
«Υποθέτω ότι το ποίημα πραγματεύεται την κατακραυγή των γυναικών στις σεμνότυφες κοινωνίες και τον τρόπο διαχείρισης αυτής της στοχοποίησης εκ μέρους τους. Τα γεγονότα που παρατίθενται στο απόσπασμα διαδραματίστηκαν στην κλειστή, πατριαρχική κοινωνία της Κέρκυρας την εποχή του 1826, όπου η παρέκκλιση των γυναικών από το κατά κανόνα ορθό αποτελούσε αφορμή για σκληρή κατακραυγή, χωρίς πρώτα να ελεγχθεί από την κοινή γνώμη η εγκυρότητα των πληροφοριών. Μια κοπέλα η οποία δεν έκανε τίποτα μεμπτό, οδηγήθηκε σε αδιέξοδο και τελικά στην αυτοκτονία εξαιτίας φημών και κακόβουλων σχολίων. Η συναισθηματική φόρτιση του ποιητικού υποκειμένου είναι έκδηλη από τη χρήση της υπερβολής «αν ημπόρειαν οι κλάψες πεθαμένου να δώσουν ζωή, τόσες έκαμα κλάψες για σένα που θέλ’ έχεις την πρώτη πνοή». Επίσης, η αθωότητα, η ηθική και η καλοσύνη που διέκριναν τη γυναίκα επισημαίνονται ανελλιπώς από εκείνον με την επανάληψη της φράσης «Και κοιμάται παρθένα σεμνή» και των λέξεων «παρθένα» και «παρθενιά». Η ατυχία της κοπέλας εκφράζεται, από τη χρήση της αντίθεσης «Οπού του ’πρεπε φόρεμα γάμου, πικρό σάβανο τώρα φορεί», καθώς ενώ κανονικά της άξιζε να φορέσει νυφικό που συμβολίζει τη χαρά, βρέθηκε να φοράει το σάβανο που συμβολίζει τον θάνατο και τη θλίψη. Το ποιητικό υποκείμενο ύστερα από τη θύμηση της φίλης του απευθύνται στην κοινή γνώμη και την προστάζει με τη χρήση των ρημάτων «Σώπα, σώπα!» να σταματήσει να κατατρέχει την κοπέλα ακόμα και νεκρή, όπως συνέβαινε και όταν ζούσε. Τέλος, με μια προβολή στο μέλλον παρουσιάζει την ώρα της κρίσεως για την κοπέλα, η οποία κατέληξε φαρμακωμένη σωματικά και ψυχολογικά. Πρώτα υπέστη δολοφονία προσωπικότητας από την κοινωνία και ύστερα εξαιτίας της απελπισίας της απευθύνθηκε στον Θεό αναζητώντας τη δικαίωση που δεν βρήκε από τους ανθρώπους.
Κατά την προσωπική μου άποψη, η απόφαση της Μαρίας έχει ληφθεί με γνώμονα τον πανικό, τον φόβο και την απελπισία και εκφράζει δειλία. Κατανοώ το αδιέξοδο της κοπέλας, παρόλα αυτά θεωρώ τεράστιο λάθος την απόφασή της να αφαιρέσει τη ζωή της, καθώς η ανθρώπινη ζωή είναι ένα δώρο Θεού ανεκτίμητης αξίας και χρέος του καθενός προς τον εαυτό του είναι να την κάνει κατά το δυνατόν πιο όμορφη.»
Μια άλλη μαθήτρια γράφει:
«Η απόφασή της Μαρίας, μπορεί εν μέρει να δικαιολογηθεί λαμβάνοντας υπόψη την αβάσταχτη πίεση που δεχόταν από τον κοινωνικό της περίγυρο. Προσαρμόζοντας όμως την περίπτωσή της στο σήμερα, θεωρώ πως ο ξαφνικός τερματισμός της ζωής της θα ήταν μάλλον απερισκεψία. Σε μία κοινωνία που το φεμινιστικό κίνημα είναι πιο ισχυρό από ποτέ, η Μαρία θα έβρισκε άλλη διέξοδο και θα βοηθούσε η ίδια στο να λάβει τέλος το μαρτύριό της με διαφορετικούς τρόπους.»