Γιάννης Ρίτσος: 30 χρόνια μετά

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 11.11.20 ]

           

 Σαν σήμερα πριν από 30 χρόνια, (11-11-1990) πέθανε ο Γιάννης Ρίτσος. Ένας μέγιστος ποιητής, με την καθολική έννοια της λέξης, που ακόμα δεν έχουμε κατανοήσει πόσα του οφείλουμε. Ας είναι, άλλης συζήτησης θέμα αυτό. Εδώ με την ευκαιρία αυτής της επετείου, θα ήθελα «δια τρεμούσης χειρός» να μιλήσω για την πρώτη μου γνωριμία με αυτόν τον μεγάλο άνθρωπο, τον πιο βαθύ και πιο ανεξίκακο (δηλαδή σοφό) που γνώρισα ποτέ μου.

Πρώτη φορά που είδα δια ζώσης τον Γιάννη Ρίτσο (χωρίς να μιλήσουμε) ήταν στην τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα της φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. Θυμάμαι το δέος που ένιωθα περιμένοντας να αρχίσει η τελετή. Μου φαινόταν κυριολεκτικώς εξωπραγματικό το ότι θα έβλεπα με σάρκα και οστά ένα θρύλο. Ακόμα θυμάμαι ότι ένιωθα, καθώς για πρώτη φορά άκουγα τη φωνή του να απαγγέλει αποσπάσματα από την «Γκραγκάντα», ότι ζούσα ένα θαύμα. Το πλήθος παραληρούσε. Δεν τον άφηναν να φύγει. Ναι, ήταν ένας θρίαμβος. Μια νίκη της ομορφιάς, απέναντι στην ασχήμια του φασισμού.

Πέρασαν κάποια χρόνια από τότε και φτάνουμε στον Ιούνιο του 1980. Είμαι 25 χρονών και φοιτώ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (τότε Πάντειο Σχολή). Δεν είναι της ώρας περισσότερες λεπτομέρειες, πάντως ένα απόγευμα εκείνου του Ιούνη ετοιμάζομαι να τηλεφωνήσω στο Ρίτσο ο οποίος εξέφρασε την επιθυμία να με γνωρίσει έχοντας διαβάσει κάποια πρωτόλεια ποιήματά μου. Ανέκδοτα φυσικά. Παρένθεση: Διάβαζε τα πάντα, όλα τα χειρόγραφα που του έστελναν και τα κρατούσε αρχειοθετημένα. Κλείνει η παρένθεση.

Χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνουν. Στην άλλη άκρη της γραμμής ο Γιάννης Ρίτσος. Είμαι εγώ που μιλάω μαζί του; Φαίνεται ότι εγώ είμαι. Του λέω το όνομά μου, με θυμάται και μου εξηγεί ότι ετοιμάζεται –μιλώντας μου στον πληθυντικό–, πως φεύγει για την Σάμο και να του τηλεφωνήσω τον Σεπτέμβριο που θα επιστρέψει.

Όπως και έγινε. Μου λέει να συναντηθούμε στο σπίτι του, Μιχαήλ Κόρακα 39, την τάδε μέρα και ώρα. Φτάνω στον σταθμό του ηλεκτρικού στον Άγιο Νικόλαο και καπνίζω ένα τσιγάρο στο διπλανό παρκάκι για να ηρεμήσω, πράγμα αδύνατο. Κατηφορίζω την Μιχαήλ Κόρακα σχεδόν παραπατώντας και με την διαρκώς αναιρούμενη απόφαση να γυρίσω πίσω. Ευτυχώς δεν το έπραξα. «Δηλαδή» σκέφτομαι, «εγώ τώρα θα πατήσω το κουδούνι, θα μου ανοίξουν και πίσω από την πόρτα θα είναι ο Γιάννης Ρίτσος; Χτυπώ, μου ανοίγουν και είναι ο Γιάννης Ρίτσος που μου τείνει το χέρι χαμογελώντας με απέραντη ευγένεια. «Καλωσήρθατε». Πάντα πληθυντικός. Πριν καθίσουμε με ρωτάει αν θέλω γλυκό του κουταλιού. Για γλυκό είμαι εγώ τώρα; Ούτε το σάλιο μου δεν μπορώ να καταπιώ.

Καθόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλον. Πρώτη εντύπωση από τον μικρό χώρο: Ο πίνακας του Τσαρούχη με το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού, τα απίστευτα πολλά άδεια κουτιά τσιγάρων, όλα «πεντάρι» άφιλτρο («στην εξορία» μου λέει, «συνήθισα να καπνίζω βαριά τσιγάρα») και οι ζωγραφισμένες πέτρες του, όπως και οι ρίζες. Μάλιστα σε μία, η σινική μελάνι είναι ακόμη υγρή. Είναι η πέτρα που αργότερα, φωτογραφημένη, σε μεγέθυνση έγινε πόστερ για την Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση (ΠΑΠΟΚ). «Προσέξτε να μην λερωθείτε» μου λέει καθώς ήμουν λίγα εκατοστά πιο μακριά. Με τα ποιήματά μου υπό μάλης, αφού ο ίδιος το είχε ζητήσει.

Αφού είπαμε κάποια γενικά, μου λέει να του διαβάσω. Ποιος; Εγώ; Είμαστε οι δυο μας με τον Γιάννη Ρίτσο και μου ζητάει να του διαβάσω; Μπα! Άλλος θα είναι. Του διαβάζω. Στο κάθε ποίημα κάνει τις παρατηρήσεις του και ενδιάμεσα μου αναπτύσσει τις απόψεις του για το τι είναι η ποίηση και η τέχνη. Έμεινα δύο ώρες. Χωρίς να δείξει την παραμικρή αδημονία απαλλαγής από την παρουσία μου. Κατά διαστήματα μας διακόπτει το τηλέφωνο. Ζητάει να ξανατηλεφωνήσουν αργότερα γιατί «είμαστε με ένα φίλο και κουβεντιάζουμε». Κουβεντιάζουμε μέχρι τη στιγμή που με αποχαιρετάει στο κατώφλι του διαμερίσματος. «Να δουλέψετε» μου λέει «και ελάτε σε έναν χρόνο να τα δούμε».

Φεύγω. Και δεν είμαι πια ο ίδιος που ήμουν όταν ερχόμουν. Ναι. Μέσα σε δύο ώρες μου άλλαξε τη ζωή. Το λέω με δέος και το εννοώ. Βρεθήκαμε ύστερα από ένα χρόνο. Κι έτσι ξεκίνησε μια σχέση που με σημάδεψε ανεξίτηλα.