Γιάννα Κουκά: Η λογοκρισία δεν θα μας λυγίσει

[ Γιάννα Κουκά / Ελλάδα / 31.03.21 ]

Την εποχή της λογοκρισίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι σκληρό να μην μπορείς να μιλήσεις για εκείνους που σε όλες τις εποχές τα έβαζαν μαζί τους. Για τους δικούς σου ήρωες που μνημονεύονται αυτές τις μέρες. Για τον Νίκο τον Μπελογιάννη που τον έστησαν στον τοίχο τούτες τις μέρες και του έστρεψαν τα φώτα των αυτοκινήτων πάνω του, που τον εκτέλεσαν κάποια ξημερώματα. Για τον άνθρωπο με το γαρύφαλλο που του είπαν «Νίκο σήκω» κι εκείνος απάντησε «Πάμε για καθαρό αέρα;». Και πήγε...

Είναι άδικο να μην μπορείς να πεις μια κουβέντα για εκείνον που πάτησε τον φασισμό, που τσάκισε τον φασισμό μέχρι τα βαθιά γεράματα με τη μαγκούρα του στο χέρι, για εκείνον που σκαρφάλωσε τον βράχο, που μας άφησε έναν χρόνο πριν, για εκείνον που αμέτρητα Χριστούγεννα πέρασε στα κελιά. Για εκείνον που είπε "Με ρωτάνε διαρκώς για τη σημαία. Εγώ όμως, ακόμα κι από την ιστορία της σημαίας, θυμάμαι τη μάνα μου. Όταν γυρίζαμε εκείνη την ημέρα στα σπίτια μας, η ώρα ήταν περασμένη, μετά τα μεσάνυχτα. Πάω στο σπίτι και βλέπω τη μάνα μου ένα κουβάρι στα σκαλοπάτια απ’ έξω. Με περίμενε. Την πλησιάζω και της λέω, «Μάνα!» Σηκώνεται απότομα, με πιάνει από τον λαιμό, με πάει στην κουζίνα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ξυπνήσουν και μου λέει, «Πού ήσουν;» Τότε εγώ ανοίγω το σακάκι και της δείχνω το κομμάτι της σβάστικας που είχαμε κόψει. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει, «Πήγαινε κοιμήσου». Την άλλη μέρα το πρωί, ακούω τον εξής διάλογο: Ο πατριός μου τη ρωτάει, «Πού ήταν χθες το βράδυ ο μεγάλος σου γιος;». Του απαντάει, «Ανέβα στην ταράτσα και κοίταξε στην Ακρόπολη». Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πώς το κατάλαβε. Θα το θεωρούσα προσβολή στη νοημοσύνη της. Αλλά για μένα αυτό ήταν το πιο συγκινητικό συμβάν στην ιστορία μου. Η μάνα μου." Για τον Μανόλη τον Γλέζο που πολύ αγάπησε τον Λάκη του και τη δημοκρατία.

Είναι άδικο να μην μπορείς να πεις μια κουβέντα για τις δολοφονίες των προσφύγων, είτε αυτές ορίζονται, είτε τις λένε κρίση σκωληκοειδίτιδας που αβοήθητο σε οδηγούν μέσα στους λυγμούς σου σε περιτονίτιδα και έναν άδικο θάνατο, είτε αυτές είναι ένα απλό χαρτί, μια άδεια, μια απελπισία, μια ελπίδα που δεν έρχεται ποτέ, ένα κρέμασμα από ένα σχοινί σε μια τουαλέτα ενός στρατοπέδου ψυχών.

 Έγραψε ο Πάνος ο Λάμπρου πριν λίγες μέρες στο λογαριασμό του στο φέισμπουκ για τον Αχμέτ που δεν έβλεπαν. «Ο Αχμέτ, με ένα πόδι λιγότερο, έφυγε από την πατρίδα του στα δεκαπέντε του χρόνια. Ένας θεός ξέρει πως τα κατάφερε, πως έφτασε μέχρι εδώ, πως περπάτησε, πως διέσχισε βουνά και θάλασσες.... Με ένα πόδι λιγότερο από το Πακιστάν ως την Ελλάδα, με προσδοκίες στα ύψη, με ελπίδα για μια άλλη ζωή. Έφτασε και βρέθηκε τελικά στα μπουντρούμια της Κορίνθου, ξεχασμένος σε μια φυλακή, αόρατος από θεό και ανθρώπους, σε ένα θάλαμο με άλλους έντεκα, ο ένας πάνω στον άλλον. Το όνομά του Αχμέτ. Τρεις μήνες χωρίς πατερίτσες δεν είχε βγει ποτέ στο τσιμεντένιο προαύλιο, ο κόσμος του ήταν ο θάλαμος, το κρεβάτι. Σερνόταν για να πάει στην τουαλέτα, κανείς δεν τον είχε δει. Μέχρι που... Κάποιος τον είδε. Οι συγκρατούμενοι τον σήκωσαν ψηλά για να φανεί το κομμένο πόδι. Ένα πόδι λιγότερο, ένα τρομαγμένο παιδί, αφημένο στον κύκλο του πουθενά. Ο Αχμέτ από το Πακιστάν, το λεπτοκαμωμένο παιδί, γίγαντας μπροστά μας, είχε τη δύναμη να κάνει αυτό το ατελείωτο ταξίδι στη δική μας γη, που ήλπιζε ότι μπορεί να γίνει και δική του.
Κάποιος τον είδε.... Και ο Αχμέτ βγήκε».

Κι είναι θυμικό να νομίζουν πως λογοκρίνοντάς σε θα σταματήσεις να μιλάς για τον Αχμέτ που δεν έβλεπαν, είναι παράλογο να νομίζουν πως θα σε σταματήσουν να μιλάς για τον Αχμέτ που κάποιος είδε. Και βγήκε.

Είναι κρίμα να μην μπορείς να πεις ένα "Ντροπή σου!" στην αντιδήμαρχο που κλέβει και κρύβει τρόφιμα στο σπίτι της, τρόφιμα που ήταν ολάκερη η αλληλεγγύη του λαού στους πλημμυροπαθείς της Καρδίτσας.

Είναι εκνευριστικό να μην μπορείς να πεις "Ντροπή σου και σένα Φουρθιώτη" που ζητάς συλλήψεις φωτορεπόρτερ που κάνουν τη δουλειά τους, που τάχα μου νομίζεις πως είσαι σπουδαίος και μπορείς να έχεις αστυνομικούς να σε φυλάνε. Δεν είσαι τίποτα. Τίποτα.
Είναι άδικο να μην μπορείς να πεις για τον γιατρό, τον συνδικαλιστή που απολύεται επειδή έδειξε τι γίνεται στα νοσοκομεία.

Είναι τρομακτικό να διαβάζεις την άνοδο των κρουσμάτων και σε μια επίδειξη εξουσίας η Ντόρα Μπακογιάννη να λέει «Εμένα δεν θα με κρατήσει κανένας να μην πάω στην Κρήτη» όσο άνθρωποι ζουν την απόλυτη μοναξιά, όσο γέροντες και γερόντισσες μακριά από παιδιά κι εγγόνια, σε κάποια χωριά, μένουν μόνοι κι έρημοι. Κι αβοήθητοι. Και λησμονημένοι.
Όμως να θυμούνται. Πως δεν θα λυγίσουμε. Πως στιγμή δεν θα λυγίσουμε. Μέχρι κάποιος να δει τους Αχμέτ κι εκείνοι να βγουν. Μέχρι όλοι ίσοι κι ελεύθεροι. Μέχρι να καταλάβουν ποιοι είμαστε. Κι είμαστε οι στίχοι του ποιητή, του προλετάριου. Είμαστε κάθε λέξη του Φώτη  Αγγουλέ.
«Μην καρτεράτε να λυγίσουμε μήτε για μια στιγμή
μητ’ όσο στην κακοκαιριά λυγάει το κυπαρίσσι

έχουμε τη ζωή πολύ, πάρα πολύ αγαπήσει.»

Και θα νικήσουμε! Για τον Νίκο, τον Μανόλη, τον Φώτη και τον Αχμέτ που κάποιος τον είδε. Και βγήκε!