Γ. Βιζυηνός: Ο «τουρκόσπορος»

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 09.03.20 ]

Πώς αντιμετωπίσθηκε ο Γεώργιος Βιζυηνός όταν ήρθε στην Αθήνα; Ως "τουρκόσπορος"! Η ψυχολογική τρομοκρατία εναντίον του από τους "μυιοχάφτηδες της Αθήνας" ήταν φοβερή. Παρακολουθούμε σημεία της διαδρομής του Γ.Β. από κείμενα της εποχής του.

Ν. Βασιλειάδης: Γεώργιος Μ. Βιζυηνός (Ο Έλλην Γκυ ντε Μωπασάν)

Το δράμα του Γκυ ντε Μωπασάν όπερ το έαρ του 1892 αναστάτωσε τους Παρισίους, έσχε πικρόν αντίκτυπον και στην ημετέραν πτωχή φιλολογία.  Ο κόσμος έκλαιε μία ατυχή διάνιαν κλεισθείσα εν καιρώ του σπινθηροβολισμού της εις το φρενοκομείον και η ελληνική φιλολογία προέπεμπε υπό την  αυτήν δραματικήν εξέλιξη τέκονον της, εμπνευσμένον όλου του κάλλους της, της δυνάμεως, του μυστηρίου της, τον Γεώργιον Μ. Βιυζηνόν. Ως ενθυμούμαι απλήστως την αλγεινή εκείνην νύκτα. Είχον κληθεί κατεπειγόντως και ο ποιητής κατά την ώραν εκείνην του αμυδρού σκιόφωτος της εσπέρας εστολισμένος με άνθη λευκωπά, με ανεμώνας, με ωραία ρόδα, ολίγα αγριολούλουδα και μαργαρίτας δύο-τρεις επί της κομβιοδόχης, ισχυρίζετο ότι περιέμενε την μνηστήν του, την ξανθήν και γαλανήν κόρην των φαντασιοπλήκτων ονείρων του. Η φυσιογνωμία του νευρώδης συνεσπάτο συχνά πυκνά και ο ίδιος διασκελίζων την αίθουσαν απήγγειλλε  περιπαθείς στροφάς φλογερού έρωτος και έραινε προ της θύρας του δροσοπέταλα ρόδα, εφ ων θα επάτει της μνηστείας τον ουδόν η γαλανή του!

Ω εκείνην την νύκτα, την τραγικήν εξέλιξην, τας τρομακτικάς φάσεις σαιξπηρείου εμπνεύσεως! Επεφυλάχθην μάρτυς εξαρθρώσεως αριστοτέχνου νου εις αγνώριστον ικρίον, διανοητικόν σκελετόν, εις ερείπιον! Ενίοτε η μαλακή, η ήσυχος μορφή έλαμπε και πάλιν την φυσική της γλυκύτητα και ιδού αυτός, ωσεί ουδέν εκ των προτέρων να διαδραμάτιζε,  μοι απέτεινε σώφρονα τον λόγον και συνεζήτει τα προσφιλή του θέματα καλλιτεχνικά και εσμίλευε και ελάξευε περιπαθείς στίχους , ως ακόμη ευτυχούς συλλήψεως, αιθερίας. Εγώ καταρώμενος την ανηλεή μοίραν, την βάσκανον τύχην του ανθρωπίνου μεγαλείου, συνέσφιγγον την καρδίαν και συνεκράτουν το δάκρυ, ενώ παρεκάλουν τον Θεό να εξημερώσει τη νύκτα, την ατέλειωτη εκείνη νύκτα!

Δυο εβδομάδας κατόπιν μετά του φίλου μου κ. Φέρμπου επισκεπτόμεθα το Δρομοκαΐτιον φρενοκομείον. Καθ’ οδών υπό το κράτος ποικίλων αισθημάτων ουτ’ εγώ ουδ’ εκείνος προύβαλε θέμα διαλόγου… Μετά τρία τέταρτα της ώρας η λευκή του καταστήματος πρόσοψις, το ερυθρόν πλαισίωμα και η ηρεμία του αδένδρου πλην θεαματικού τοπίου, μας περιέλουσαν ασυνήθη ψυχρότητα… Ενταύθα φοβούμαι μην πειράξω την μετριοφροσύνη του διευθυντού κ. Τσιριγώτη αν ευχαριστήσω και αύθις αυτόν δια το ευγενές ενδιαφέρον, όπερ επεδείξατο και την υπόσχεσίν του, ότι πάντοτε θα προσπαθεί όσον επ’ αυτώ να ελαφρύνει την θέσιν του ατυχούς ποιητού, όστις ζει ακόμα και κατά τα φαινόμενα επί πολύν θα ζήσει. Το νόσημα εχαρακτηρίσθη ανίατος ως οργανική αλλοίωσης του εγκεφάλου και του νωτιαίου εν ταυτώ. Εν τω δωματίω της διευθύνσεως, όπου εγενόμεθα δεκτοί, παρετήρησα ότι επί της τραπέζης έκειντο φύλλα με ημίσβεστον γραφήν και μελανώματα. Τι σύμπτωσις! Ήσαν ποιήματα του Βιζυηνού. Απλήστως τότε προσπάθησα να αναγνώσω μερικά. Πλην όμως ήταν θέματα φρενολογικής μελέτης και όχι ποιήματα.  Ένα εξ αυτών ήτο αφιερωμένον εις τον κ. Τσιριγώτην «στον θεό μου»! Παρίστα διαδοχικάς φάσεις αναλαμπούσης φαντασίας και προς βήμα χωλαινούσης, εκτροχιαζομένης.  Ήρχιζεν από καλής εννοίας και ο τρίτος στίχος ανέκλωθε την θεοληπτικήν στροφήν «θεέ, δύναμις, κατάβηθι…» και ο τέταρτος ήτο εντελώς δυσανάγνωστος. Ενθυμήθην τας ανταλλαγάς των Βυζαντινών αλουργίδων και τα καλογηρικά ράσα και τα αβροδιαίτους εσπερίδας των χρόνων εκείνων με τας παννυχίδας του Μεγάλου Κανόνος. Ενώ δε απησχολούμην με την ανάγνωσιν ετέρου χειρογράφου εισάγεται ο ποιητής, διασκελίζει την αίθουσαν και ρίπτεται εις τα αγκάλας μου. Δεν θα θελήσω να γράψω το τι ησθάνθην ούτε τι μεταξύ μας εξ εγγυτάτης φιλίας ελέχθη. Θα ιστορήσω μόνον εν ολίγοις τον ποιητήν, όσον ο χώρος του Ημερολογίου τούτου επιτρέπει και ο αναγνώστης θα φέρει την φαντασίαν αλγεινήν εις την σκηνήν της επισκέψεως εκείνης.

ΙΙ

Ραφτάκι μ’ ήθελ’ άλλοτες η τύχη

Γιατί να ντροπιαστώ και να ταρνούμαι,

Λησμόνησα τα ράμματα, τον πήχη,

Μα την ιδέα της τέχνης την θυμούμαι

Ήτο η πρώτη στροφή του ποιήματος, το οποίον ως εξομολόγησιν της τύχης του προς σοφόν πατέρα, αφιέρου ο Γεώργιος Βιζυηνός προς τον εν Λονδίνω πρεσβευτήν μας, αείμνηστον φιλόσοφον Βράιλαν Αρμένη. Εστάλη ούτω παιδί δέκα ετών από την πατρίδα του Βιζώ, το άγνωστο χωριό της Θράκης, ραφτάκι εις τον θείον του στην Κωνσταντινούπολη, που διέμενε σ’ ένα από τα μεγάλα χάνια του Βυζαντίου, όπου και σήμερα οι ρουμελιώτες αμπατζήδες έχουν τα εργαστήριά τους.

Πρέπει να γνωρίσει κανείς, τον μονότονο βίο των ανθρώπων αυτών, την γλίσχρα ζωή τους, από το πρωί ως τα μεσάνυχτα με το βελόνι. Τις γιορτές και τις Κυριακές έσκυβαν στα ιερά βιβλία, το Ευαγγέλιο, τις φυλλάδες των αγίων, των αμαρτωλών την σωτηρίαν και άλλα θρησκευτικά απόκρυφα, για να καταλάβει κάποιος την πλήρη υποταγή του πνεύματος του Βιζυηνού σε όλη αυτή τη Θεοφοβία και τον ευέξαπτο φαντασιώδη φανατισμό του για το πως να σώσει την ψυχή του.

Μετά από δύο χρόνια πεθαίνει ο θείος του και ο Βιζυηνός μένει υπό την προστασία του Τσελεμπή Γιάγκου, εμπόρου του θείου του, ο οποίος τον στέλνει στην ΚΥΠΡΟ σ’ έναν συγγενή του που είναι εκεί Μητροπολίτης.

Ο Βιζυηνός αισθάνθηκε μεγάλη χαρά όταν φόρεσε το ράσο και το σκούφο. Νόμιζε ότι πάτησε το πρώτο σκαλί πάνω από τους κοινούς θνητούς. Αλλά ο θεοκρατικός κλοιός που κύκλωσε το πνεύμα του, δεν είχε καμία δυνατότητα να κερδίσει και την καρδιά του.

Μελανόφθαλμος ξανθή κόρη, ακριβώς απέναντι από τη μητρόπολη τον ενέπνευσε τον πρώτο ΕΡΩΤΑ. Τη νύχτα κατέβαινε τον τοίχο του κελιού του, κρεμασμένος από ένα σκοινί, και μετά ανέβαινε ψιθυρίζοντας τους εξορκισμούς του και σταυροκοπούμενος συχνά πυκνά για να διώξει κάθε πνεύμα που θα φθονούσε τον έρωτά του.

Αλλά μία νύχτα συνελήφθη.

Η καταδίκη του ήταν να τρώει 40 μέρες μόνο ξερό ψωμί, να διαβάζει τρεις φορές το Μέγα Απόδειπνον και του έδωσαν κομποσκίνι για να μετρά 150 γονυκλισίες κάθε εσπέρα.

Μια μέρα διέκρινε τον έρωτά του να κατευθύνεται προς την αποβάθρα. Τρέχει. Την προφταίνει. Θα πήγαινε σε συγγενείς του πατέρα της σε μακρινό χωριό μέχρι να ξεχαστεί το σκάνδαλο.

Δεν την ξαναείδε.

Μετά από 15 χρόνια, όταν επέστρεψε από την Ευρώπη και οι εφημερίδες διατυμπάνιζαν το όνομά του, ο Βιζυηνός έλαβε μια επιστολή από την Κύπρο, γραμμένη από γυναικείο χέρι, που τον ρωτούσε αν ως νέος έμεινε ποτέ στην Μητρόπολη της Κύπρου. Οι εραστές αναγνωρίστηκαν… Είναι άγνωστο αν συναντήθηκαν. Αλλά ο Γ.Β. θα γράψει στο Δρομοκαΐτειο τον υπέροχο στίχο:

Και από τότε, που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου,
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου.

Ο τουρκόσπορος

«Εις τας Αθήνας εφάνη παράξενος τύπος. Κατατομή ιδιαζόντως ανατολική ήτο εκ των προνομιούχων εκείνων αίτινες εγχαράζονται διαρκώς εις την μνήμην. Οφθαλμοί λοξοί ως κινέζου, φρύδια καμαρωτά, λοξά, κατάμαυρα, φυσιογνωμία mignon αλλά με εξογκωμένα μήλα ρουμελιώτου πρόσφυγος. Και φωνήν, ω, ουδέποτε εις την ζωήν του παρεδέχθη ότι είνε οχληρά…».

Οι συμφοιτητές του Βιζυηνού στην Αθήνα διασκέδαζαν με τη θρακιώτικη προφορά του. Τον έλεγαν «ξενομερίτη» και «τουρκομερίτη». Ήταν ραγιάς στην Κωνσταντινούπολη και «τουρκόσπορος» στην Αθήνα. Στη σατιρική εφημερίδα «Μη χάνεσαι» είναι έκδηλη η μειωτική και προσβλητική αντιμετώπιση του χωριατόπαιδου της Βιζύης. Το 1882 η ίδια εφημερίδα αποκαλεί τον Βιζυηνό «καραγκιόζη των σαλονίων». Ο Σουρής θα τον αποκαλέσει «ο κορόιδος» από το «Κόδρος». Ο Βιζυηνός δεν εντάσσεται, δεν γίνεται Αθηναίος, «δεν είναι ευλύγιστος εις τας κολακείας»(γράφει ο φίλος και γιατρός του Βασιλειάδης) αλλά ανταπαντά βρίζοντας «τους μυιοχάφτηδες της Αθήνας». Αλλά και ο Μαρίνος Αντύπας θα χαστουκίσει τον βουλευτή γιο του Σλήμαν (στου Ζαχαράτου), γιατί η γυναίκα του τελευταίου τον χαρακτήρισε με μία απαξιωτική λέξη(«λούμπεν»!). «Από το 1876 –όπως γράφει ο Αλέξ. Αρ. Οικονόμου-παρετηρείτο αθρόα συρροή εις τας Αθήνας των πλουτισάντων εις το εξωτερικόν Ελλήνων. Εγκαθιστάμενοι εις την ελληνικήν πρωτεύουσαν έφερον μαζί των συνηθείας ευκολιών, καλοπεράσεως… και επεδείκνυον περιφρόνησιν προς τον απλούν, τον «νοικοκυρίστικον» τρόπον ζωής των εγχωρίων. Ανταπέδιδον εις αυτούς την υπεροπτικήν συμπεριφοράν των ξένων προς τους εαυτούς των όταν ζαρωμένοι διέμενον εις τον τόπον εκείνων»

 Ο Γ.Βιζυηνός «είναι γεννημένος δια να παίξη τοιούτον ρόλο επαίτου» γράφει η εφημερίδα ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ, συνεχίζοντας πως δεν τα γράφει αυτά «προς εξευτελισμόν του» αλλά για να καταγράψει «όλα τα αποκτηνούντα στάδια, του υπηρέτου παντοπωλείου, του ψάλτου, του ράπτου, του παπαδοπαίδου, του ιεροσπουδαστού, και αναρπαγείς αιφνιδίως εκ των στρωμάτων της καταγωγής του δια χειρός του κ. Ζαρίφη… διέσωσεν αμόλυντα τα κεφάλαια της χυδαιότητας… περιέφερεν τα κεφάλαια αυτά του παιδός παντοπώλου…». Όχι, η εφημερίδα του Βλάση Γαβριηλίδη δεν τον εξευτελίζει, αλλά τον διαπομπεύει κυριολεκτικά και τον καίει στην πυρά της δημόσιας χλεύης. Έτσι, αντιλαμβάνεται κανείς τι σήμαινε να είσαι «υπηρέτης παντοπώλου», χειρότερα κι από κτήνος! Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μαρίνος Αντύπας επιχείρησε αρχικά να οργανώσει του «υπηρέτες». 

Ο Βιζυηνός «…ο ημέτερος ποιητής υπέφερεν όλα τα μαρτύρια παραγκωνισμού παρά κηφήνων… Οι γιουχαϊσμοί μακρόθεν προβάλλουν». Ένας τουρκόσπορος!

*Στοιχεία αντλήθηκαν από άρθρο του Ν. Βασιλειάδη, από σχόλια σε εφημερίδες της εποχής, από το βιβλίο του Δ. Παπαχρήστου «Γεώργιος Βιζυηνός, ο τρυφερόκαρδος κύριος Γ.Β.» και από το βιβλίο μου "Το ματωμένο θέρος του 1882"