Βλέμμα εκμαγείου
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 13.11.17 ]Βλέμμα ωμό και ωμοφάγο. Βλέμμα εκμαγείου σε πρόσωπο ασαφούς περιγράμματος, δηλαδή εθισμένου να τεντώνεται μέχρι τα απώτατα όρια ενός τετανικού χαμόγελου, θεμελιωμένου γερά σε μια, σχεδόν εκ γενετής, απειλή προς τους άλλους. Με μια επιτήδεια θλίψη ανοίκειου παρελθόντος και ενός μέλλοντος που δεν την αφορά, όπως άλλωστε και ο τοκετός του παρόντος. Δεν υπάρχει παρόν μέσα σ’ αυτό το βλέμμα, ακριβώς επειδή του έχει αφαιρεθεί το λυγρό υστέρημα απ’ όπου προκύπτει η προσφορά, το φρυγμένο «εγώ» που δίδεται για να υπάρξει. Ο οβολός στον περατάρη, ώστε να κάνεις το «μόνον της ζωής σου ταξίδιον» που αξίζει στον άνθρωπο και τον δικαιώνει. Το μόνο ταξίδι που σπρώχνει το σύμπαν προς τα έξω και το διευρύνει. «Το πιο μακρύ, το πιο δύσκολο και το πιο ωραίο ταξίδι από τα μάτια του Ενός στα μάτια του Άλλου», για να επαναλάβω ακόμα μια φορά τη συγκλονιστική φράση (και πράξη ζωής) του αξέχαστου Κωστή Μοσκώφ. Έτσι που να καταφέρεις κάποτε (αν το καταφέρεις) ένα «εγώ» που θα σε κάνει να υπάρξεις τω όντι, όπως το διατύπωσε ο Αρθούρος Ρεμπώ: «Εγώ είναι οι άλλοι». Προσέξτε: «είναι», όχι «είμαι»! Ολόκληρο το ον μέσα σε τέσσερις λέξεις. Λέξεις όμως πληρωμένες με αίμα. Λέξεις που, για να τις νιώσεις μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής σου, θα πρέπει «να βλέπεις βλέπεινα», όπως αιρετικά το έλεγε ο Γιάννης Σκαρίμπας.
Κάτι που δεν πρόκειται να καταφέρει ποτέ το βλέμμα το αγεώργητο από τη ρυτίδα, που δεν χάρηκε ποτέ από χαρά, που δεν λυπήθηκε ποτέ από λύπη, παρά μονάχα μαϊμουδίζοντας τα πένθη τους. Τα πένθη που πιότερο υπάρχουν στη χαρά, παρά στη λύπη. Αλλά τι να λέμε τώρα σ’ αυτό το βλέμμα που παιδιόθεν έζησε έξω από τους ανθρώπους. Που δεν κοίταξε δηλαδή ούτε τον εαυτό του. Και κατάντησε βλέμμα από φτηνό, αταξίδευτο γυαλί που φτιάχνει τους καθρέφτες της αλγεινής απρέπειας. Καθρέφτες περιφρόνησης θέλω να πω.
Μην το κοιτάζεις αυτό το βλέμμα, γιατί έχει το παγερό τίποτα ενός ανέγγιχτου θυμού, επειδή δεν μπορεί να έχει τα πάντα. Ενός βαθύτατου θυμού, όπου βέβαια το «τα πάντα» είναι μονάχα κενό αβυσσαλέο, ζωή ενός διαρκούς θανάτου. Δεν αντιστοιχεί σε «κάτι» και γι’ αυτό δεν σταματάει πουθενά. Ούτε ο θυμός, ούτε αυτό το βλέμμα του παντοτινού τίποτα. Μην το κοιτάξεις, γιατί θα παγώσεις από τον τρόμο του. Τον τρόμο που τρομοκρατεί, ακριβώς επειδή δεν έμαθε ποτέ ούτε να παρηγορεί, ούτε να παρηγορείται. Από τον πανικό της ύπαρξης εκείνης που είναι ανάπηρη, αφού δεν αντιλήφθηκε ποτέ μήτε το τραύμα, μήτε το θαύμα. Το έλεος και τον φόβο. Το δέος και τον εσπερινό. Το «Σχολείον ντελικάτων εραστών» του Ρήγα Φεραίου ή τον «Εθνικό Ύμνο» του Διονύσιου Σολωμού ως την άλλη όψη όλων των επιλύχνιων ψαλμών.
Βλέμμα φτιαγμένο από κρύα πυγμή. Κι από αθανασία ευτελούς θνητότητας. Βλέμμα ανίκανο να αντικρίσει τον αιθέρα που ακονίζει τις αιχμές και σφάζει τους αθώους, αλλά μαζί καταιωνίζει τα πολύτιμα σώματα που λάμπουνε μέσα στα άλλα σώματα κι ας έσβησαν πριν από χρόνια κι ας λάμπουν σβησμένα σ’ όλους τους ουρανούς. Λάμπουν παντού. Αλλά όχι στο βλέμμα που δεν είδε. Που δεν είδε όχι αυτό που βλέπει, αυτό το ασήμαντο της όρασης, αλλά το άλλο: το μακρινό εκείνο και αναπάντητο γλαυκό του επέκεινα που εννοεί ότι η όραση είναι το ποίημα της ανάσας. Το λαχάνιασμα της αγωνίας για έναν κόσμο που δεν άρχισε ακόμα να πλάθεται και είναι λάσπη υγρή στα χέρια σου, κορμί υγρό σαν σφάγιο, μέσα στο βλέμμα των λυγμών που μοιάζει με ικρίωμα για το απέραντο.
Βλέμμα μικρό. Βλέμμα στενής καρδιάς χωρίς φωνήεντα του σπαραγμού. Ούτε του σπαραγμένου «αχ» όταν τα σώματα πηγαίνουνε στον θάνατο του ενός για να τελειωθεί το «ένα» της δυάδος.
Μια καρέκλα κενή δίπλα στον θάνατο. Αυτό το βλέμμα εκμαγείου δεν την είδε ποτέ. Μια καρέκλα κενή δίπλα στον κόκκο του απείρου. Αυτό το βλέμμα μιας αθανασίας που γεννήθηκε νεκρή δεν την είδε ποτέ. Μια θέση κενή δίπλα σ’ έναν κουρασμένο άνθρωπο στο λεωφορείο. Αυτό το βλέμμα δεν την είδε ποτέ. Μια χειρονομία αγάπης που σφάζει αυτούς που αποχαιρετούν. Αυτό το βλέμμα δεν την είδε ποτέ. Ήταν αλλού. Σε άλλον εαυτό. Ακατάσχετο και θανατηφόρο. Ήταν αλλού και παραμένει σ’ αυτό το «αλλού» όταν οι άνθρωποι αποχαιρετιούνται, όταν οι άνθρωποι σπαράζουν και αγριεύουν επειδή δεν μπορούν να παρηγορήσουν. Όταν το αίμα τρέχει, αυτό το βλέμμα αδυνατεί να το σταματήσει. Γιατί δεν ξέρει ότι το αίμα λείπει. Λείπει από το διπλανό κάθισμα, από το διπλανό αστέρι, από το διπλανό ψωμί, από τον διπλανό ουρανό. Από το παιδί που λιμοκτονεί. Αυτό το βλέμμα είναι το βλέμμα που αναπαράγεται σε κανονικές συνθήκες χρηματιστηρίων, φορολογικών παραδείσων (έχει, βλέπεις, μπόλικη κόλαση κρυμμένη ο παράδεισος) και τεκτονικές ψευδότητες του υπάρχειν.
Συνεπώς αυτό το βλέμμα κλέβει. Γιατί μιμείται την ίδια την κλοπή. Μην το κοιτάζεις. Σε κλέβει. Μιμείται την ομοιότητα και παριστάνει πως ο θάνατος δεν ενδιαφέρεται για σένα. Μην κοιτάζεις. Σου στερεί την όραση. Επειδή σου αφαιρεί το «ένδον σκάπτε» αυτής της όρασης. Δηλαδή σου αφαιρεί το βασικό επιχείρημα του απέραντου όντος. Σε ταπεινώνει. Γι’ αυτό εκπαιδεύτηκε αυτό το βλέμμα. Για να σε ταπεινώνει. Χωρίς τη δικιά σου ταπείνωση, αυτό το βλέμμα δεν υπάρχει.
Πηγή Η Αυγή