Βίας εγκώμιον

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 14.10.18 ]

Εκείνο το «Ὦ παῖ, γένοιο πατρός εὐτυχέστερος, τά δ’ ἄλλα ὅμοιος» που είχε γράψει στον πίνακα η φιλόλογος της Α’ Γυμνασίου –η θεούσα, ντε, με τα γυαλάκια, τον κότσο στα μαλλιά και τις μακριές φούστες, που μιλούσε στο τηλέφωνο απευθείας με τον προσωπικό της άγγελο και κοκκίνιζε όταν άκουγε στην αυλή εκείνα τα ωραία γαλλικά- και σε είχε βάλει να το μεταφράσεις και ύστερα να το εξηγήσεις μπροστά στους συμμαθητές σου που έσκασαν στα γέλια και ο Νώντας του μπαρμπα-Στάμου που έμενε στον απάνω μαχαλά κατουρήθηκε και του έτρεχαν τα ζεστά ζουμιά στα μπούτια καθώς έβγαινε από την τάξη, και η άλλη η σουπιά, η μυξοπαρθένα, η κόρη του παπά –delete το όνομά της- που έπαιρνε μάτι τα αγόρια στον καμπινέ, άρχισε τα νοήματα τα ακαταλαβίστικα και όλοι οι θεατές με κομμένη την ανάσα περίμεναν να αρχίσει η παράσταση και να σε δουν, να σε ακούσουν -«Ὦ παῖ»- παιδευόσουν, πέτρα μπροστά στον πίνακα, πετρωμένος, πέρδικα που θέλουν να καταβροχθίσουν το νόστιμο κρέας της τα σαρκοβόρα, Πέτρο Ραγιά ξανάπε η δασκάλα, μουγγάθηκες και δεν μιλάς; βουλώσανε τ’ αυτάκια σου και δεν ακούς; μίλα Πετράκη «γένοιο πατρός εὐτυχέστερος», όπερ σημαίνει, που θα πει; Ελληνικά δεν καταλαβαίνεις; ξένος είσαι καμάρι μου; και το γέλιο σύννεφο, «γένοιο» μακάρι να γίνεις, Πετράκη, κάνε μιαν ευχή, ευχούλα, προσευχούλα, όπως τα βράδια κάνουν όλοι οι καλοί χριστιανοί, μήπως Πετράκη δεν είσαι χριστιανός εσύ, αμαρτωλός είσαι, άθεος –Θεέ μου συγχώρα με- πατρός, πατέρα δεν έχεις; -«είχε…» φώναξε ο Λέλουδας από το τελευταίο θρανίο, αλλά καπούτ κυρία –θα σε γαμήσω πούστη είπες από μέσα σου, και τήρησες την υπόσχεσή σου, εκεί στην αποθήκη του γερο-Λέλουδα δυο χρόνια μετά- «εὺτυχέστερος» Πετράκη, αυτό το ξέρεις –πού να το μάθεις, στο κρεβάτι του γέρου, στο μαντρί, με τη ζωστήρα που σφύριζε στον αέρα, πονάω του έλεγες, φτάνει, πονάω, πονάω και δεν ξαναμίλησες- «εὺτυχέστερος» Πετράκη, εσύ είσαι μεγάλος πια, άντρας σωστός, πες στα παιδάκια τι σημαίνει «εὐτυχέστερος πατρός», κι εσύ τότε κατέβασες το κεφάλι και της είπες αυτό που έβλεπες, δεν ξέρω κυρα-δασκάλα τι σημαίνει, αλλά ξέρω ότι η αρσενική πετροπέρδικα μετά το ζευγάρωμα επιλέγει το πιο προφυλαγμένο σημείο της περιοχής της και σκάβει τρύπες βαθιά στο χώμα. Το θηλυκό διαλέγει μία από αυτές και γεννά δέκα, δεκαπέντε αβγά, που τα κλωσσά για σχεδόν έναν μήνα και μέσα σε δυο μέρες τα μικρά είναι ικανά να πηγαίνουν μαζί με τη μάνα τους σε αναζήτηση τροφής. Η οικογένεια μένει ενωμένη ώς το φθινόπωρο, οπότε τα μικρά είναι ικανά να προστατεύονται, ενώ την επόμενη άνοιξη είναι έτοιμα για αναπαραγωγή. Εγώ τα έχω δει με τα μάτια μου, κυρα-δασκάλα, και μια μέρα να πάμε μαζί να σου τα δείξω. Η τελευταία μέρα που πάτησες το πόδι σου στο σχολείο, δεκαπέντε χρονών μαντράχαλος, τι γύρευες στο Γυμνάσιο με τα μωρά; μέχρι εδώ είπες, πάμε γι’ άλλα από δω και πέρα. «Ίδιος στα άλλα», δασκάλα. Οι τελευταίες λέξεις που ξεστόμισες. Ακόμα τις θυμάσαι.