Αυτόν τον κόσμο θέλουμε;

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 08.10.18 ]

   Δεν πέρασε πολύς καιρός αφότου ο Ζακ Κωστόπουλος, ένας άνθρωπος λυντσαρίστηκε από νομοταγείς πολίτες στο κέντρο της Αθήνας, στην Ομόνοια, επειδή ήταν αδύναμος και βρέθηκε ακάλυπτος στην πιο αδύναμη στιγμή του. Ημιθανή ή και νεκρό τον βρήκαν λίγο μετά οι ραβδούχοι του νόμου και τον ποδοπάτησαν γιατί έτσι διδάσκουν λέει, τα εγχειρίδια της μονοπωλιακής βίας του «δέσμειν και δαρείν» και σ’ όποιον αρέσει, όπως θρασύτατα δήλωσε ο συνδικαλιστικός τους εκπρόσωπος. Σημείωση: ο συνδικαλισμός θεωρείται απ’ τους ακρογωνιαίους λίθους του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το δικαίωμα στην ποδοπάτηση πάλι, όχι. Ψιλά γράμματα…

Μετ’ ου πολύ (που λέγανε και οι παλιοί), δηλαδή λίγες μέρες μετά, ένας άνθρωπος σκαρφάλωσε στο έργο του Ζογγολόπουλου, πάλι στην Ομόνοια και απειλούσε (τον εαυτό του) ότι θα αυτοκτονήσει. Αμέσως σχηματίστηκε κοινό (κενό) από δίποδα που τον καλούσαν να το πράξει, έχοντας έτοιμες και τις κάμερες. Με ρατσιστικές προτροπές μάλιστα. Το ότι ο παρ’ ολίγον αυτόχειρας ήταν έλληνας ουδεμία σημασία έχει. Όπως και το ότι ο Ζακ Κωστόπουλος ήταν δραστήριο μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.

Σημασία έχει η πανταχόθεν εκχυνόμενη χυδαιότητα της βίας. Και η εξ’ ίσου χυδαία και βίαιη προσπάθεια εκμετάλλευσης κάθε συμφοράς. Συμφορά ήταν οι πλημμύρες στη Μάντρα και η φωτιά στο Μάτι. Με δεκάδες νεκρούς. Συμφορά βεβαίως με βαρύτατο πολιτικό υπόστρωμα και κοινωνικό υπόβαθρο δεκαετιών. Βία και χυδαιότητα, λοιπόν, είναι να εκμεταλλεύεσαι όλο αυτό το βάναυσο υλικό θανάτου και  καταστροφής για να δηλώσεις ότι κατοικούσες στις πληγείσες περιοχές προκειμένου να ξεγελάσεις την κοινωνία ώστε να πάρει το παιδί σου μόρια που δεν δικαιούται, στις Πανελλαδικές γα το Πανεπιστήμιο. Και εις βάρος του παιδιού σου είναι η βία. Επειδή το διαπαιδαγωγείς να γίνει απατεώνας. Όμως κι αυτά είναι ψιλά γράμματα. Σαν υποσημείωση δημοκρατίας.

Και το εξώδικο 1130 γονέων και κηδεμόνων εναντίον της εκπαίδευσης προσφυγόπουλων στη Χίο, είναι βία και χυδαιότητα. Μένεις ενεός μπροστά στο σκοτάδι ανθρώπων που μεγαλώνουν παιδιά, που θέλουν «το καλύτερο» γι’ αυτά, επιδιώκοντας «το χειρότερο» για τα πιο ανυπεράσπιστα. Από πού προέκυψαν αυτοί οι γονείς; Ποια παιδιά θα βγουν αύριο στην κοινωνία από τέτοιους γονείς; Φοβάμαι να απαντήσω.

Ή μήπως δεν είναι βία και χυδαιότητα τα απολύτως φασιστικά που διδάσκονται στη σχολή Γεωργιάδη για τους Άριους Έλληνες. Τα απολύτως βλακώδη δε. Ή ακόμα οι αποστροφές του ακραία επιζήμιου Σαμαρά για «ορδές λαθρομεταναστών». Και άλλα πολλά…

Θέλω να πω ότι τρομοκρατεί η ολοένα πιο καλπάζουσα επιθυμία για επιβολή και κατίσχυση των άλλων. Η δημιουργία παντί τρόπω ενός διαρκώς και πιο διευρυμένου κοινωνικού χώρου (των ΜΜΕ και του διαδικτύου συντελούντων) εκτόνωσης κάθε δυσανεξίας, με βία εις βάρος των αδυνάμων. Μια βία που ταυτόχρονα δημιουργεί πολιτικό χώρο (και πολιτικό χρόνο) για τη δημιουργία τεχνικών και στρατηγικών χειραγώγησης του πληθυσμού, του λαού, της μάζας, της κοινωνίας, από το βαθύ σύστημα. Το βαθύτατα έμπειρο σύστημα και το απόλυτα προσηλωμένο και συσπειρωμένο στο εξίσου χυδαία βίαιο στρεβλό: στο στρατήγημα του κερδώου σε χρηματική αποτίμηση νοήματος της ζωής. Δεν είναι απλώς φασισμός. Είναι, απλώς, θάνατος.

Αυτό το θάνατο εκφράζουν οι πεταμένοι άνθρωποι στην πλατεία Ομονοίας που είτε σιωπούν στο λυντσάρισμα, είτε διασκεδάζουν με το θάνατο, όχι μπροστά, αλλά μέσα στα μάτια τους. Αυτόν τον ίδιο θάνατο εκπροσωπούν οι στρεβλοί εκπρόσωποι του νόμου. Αυτό το θάνατο επιδιώκουν οι γονείς που θέλουν να «θανατώσουν» τα απροστάτευτα παιδιά για να «ζήσουν» τα παιδιά τους. Χωρίς να ξέρουν ότι έτσι «θανατώνουν» και τα παιδιά τους.

Αυτό το θάνατο προπαγανδίζει και ο Σαμαράς: μόλις πρόσφατα προπαγάνδισε μια δυστοπία πεταμένων ανθρώπων μέσα στη σκλαβιά του μίσους, της αμάθειας και της απαθούς οράσεως. Μια δυστοπία επιθετικής νυκτωδίας που κινείται μεταξύ βαρβαρότητας και απελπισίας. Εκεί όπου ο θάνατος (συμβολικός, φαντασιακός, ακόμα και πραγματικός) του άλλου είναι μια νόμιμη (άρα και ηθική) βιοπολιτική. Μια δυστοπία δηλαδή, άυλων τίτλων ζωής σε φορολογικούς  παραδείσους θανάτου.

Σ’ αυτό τον κόσμο θέλουμε να ζήσουμε; Εμείς και τα παιδιά μας; Έναν τέτοιο κόσμο θέλουμε να καταλείπουμε;

Αν ναι, τότε ας έχουμε υπ’ όψη μας ότι θα πρόκειται για έναν κόσμο όπου δεν θα γράφονται ποιήματα. Ούτε καν ποιήματα της φρίκης. Γιατί θα είναι ένας κόσμος νεκρός

 Υ.Γ. Μη γελάς. Ένας κόσμος όπου δεν γράφονται ποιήματα είναι ένας κόσμος που δεν υπάρχει.