Αυτό το παιδί είναι 100% νεκρό.

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 14.10.19 ]

Υπάρχει μια φωτογραφία - καταπέλτης που κάνει κουρελόχαρτο τη νομική διάκριση του ΟΗΕ περί πρόσφυγα και μετανάστη, αυτό τον φρικιαστικό διαχωρισμό που κρατάει χορτάτα τα σαρκοβόρα των πτωμάτων όλων εκείνων που πνίγονται στις απέραντες θάλασσες της ίδιας τους της ανείπωτης οδύνης, σ’ ένα μαρτύριο αδύνατον να περιγραφεί.

Η φωτογραφία αυτή τραβήχτηκε το 1993 στο Σουδάν από τον Κέβιν Κάρτερ και βραβεύτηκε με Πούλιτζερ, σ’ έναν υψηλού επιπέδου αισθητικό και ηθικό παραλογισμό: να επιβραβεύεται η όντως συγκλονιστική απεικόνιση του μαρτυρίου, αλλά να μην καταπολεμάται το ίδιο το μαρτύριο. Κάπως σαν το ζεύγος Μητσοτάκη μπροστά στη φωτογραφία του Γιάννη Μπεχράκη που δείχνει έναν πρόσφυγα να κρατάει το παιδί του αγκαλιά μέσα στη βροχή, βαδίζοντας από το πουθενά προς το πουθενά. Κι αφού το πρωθυπουργικό ζεύγος έκανε το επικοινωνιακό του καθήκον, βγήκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και μαζί με όλο τον ακροδεξιό εσμό που κανοναρχεί το κυβερνητικό κόμμα βάφτισε τους πρόσφυγες μετανάστες για να αποφύγει τις υποχρεώσεις οι οποίες προκύπτουν από τη συνθήκη της Γενεύης. Παράλογο; Όχι. Αδυσώπητα απάνθρωπο.

Ας επιστρέψουμε όμως στη φωτογραφία του Κέβιν Κάρτερ, που οδήγησε και τον ίδιο στον θάνατο γιατί δεν μπόρεσε να αντέξει την ένταση της κόλασης που αντίκρισαν τα μάτια του και αιχμαλώτισε ο φακός του: βλέπουμε (με το «βλέπουμε» συζητήσιμο, γιατί, όπως λέει και ο μεγάλος Φερνάντο Πεσσόα, «αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που βλέπουμε είναι αυτό που είμαστε»), βλέπουμε, λοιπόν, ένα παιδάκι γυμνό σε πλήρη εξαθλίωση της πείνας έτοιμο να αφήσει την τελευταία του πνοή και δίπλα του να το παρατηρεί ένα σαρκοβόρο πτωματοφάγο όρνιο. Ήρεμο και ακίνητο περιμένει την τροφή του γιατί ξέρει πως θάνατος θα υπάρξει. Το παιδί έχει ήδη καταδικαστεί (για ποιο έγκλημα;) στον μαρτυρικό θάνατο από ασιτία, σε μια τραγική επανάληψη της αντίληψης των ναζί για την «διά νόμου εξόντωση της άχρηστης ζωής». Το παιδί θα πεθάνει και δεν θα είναι ούτε «υψηλού» ούτε «χαμηλού» προσφυγικού προφίλ. Δεν θα είναι ούτε πρόσφυγας ούτε μετανάστης. Θα είναι απλώς νεκρό, «νεκρό σαν όλους τους νεκρούς, νεκρό για πάντα» κατά πώς έχει θρηνήσει η πένα ενός Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Νεκρό όπως εκατομμύρια άλλα παιδιά και μανάδες και άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, άλλοι «πιασμένοι στα σαγόνια της θάλασσας», άλλοι πιασμένοι στα σαγόνια της πείνας κι όλοι μαζί πιασμένοι στα πελώρια χαλύβδινα σαγόνια αυτού του απύλωτου στόματος που λέγεται παγκόσμια ισχύς και παγκόσμιος «τρόπος ζωής» και τρόπος σκέψης. Το παιδί είναι νεκρό. Δεν είναι ούτε «μετανάστης» ούτε «πρόσφυγας», γιατί ο θάνατος είναι ασχεσιακός. Ο «τρόπος ζωής» των ικανοποιημένων μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Ούτε 30%, ούτε 40%, ούτε 50%, ούτε 60% πρόσφυγας και ολίγον μετανάστης ή το αντίθετο: πολύ μετανάστης (οπότε δεν δικαιούται ανθρωπιστική βοήθεια, σύμφωνα με τη Βορίδειο «λογική») και ολίγον πρόσφυγας. Απλώς το παιδί είναι 100% νεκρό.

Όπως εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι που θα πεθάνουν τα επόμενα δευτερόλεπτα μπροστά στα μάτια των πτωματοφάγων ορνέων που περιμένουν ήρεμα τον αέναο θάνατο που θα χορτάσει πρόσκαιρα την αέναη πείνα τους. Και δεν θα χρειαστεί να μπούνε στον κόπο του διαχωρισμού: αυτός που πεθαίνει από βομβαρδισμό είναι πρόσφυγας, αυτός που τον ξεσκίζει , που τον κατασπαράζει η ανελέητη φτώχεια, η ανήκουστη πείνα, είναι μετανάστης.

Δηλαδή, η εκατόμβη της Συρίας δημιουργεί πρόσφυγες, ενώ η βία του Αφγανιστάν, η ανήκουστη φτώχεια του Μπαγκλαντές, η εμφύλια σφαγή (για να αρπάζουν τον πλούτο οι πολυεθνικές) στην υποσαχάρια Αφρική και η εκατόμβη της Υεμένης με τα 14.000.000 ανθρώπους σε άμεσο κίνδυνο θανάτου, δημιουργούν μετανάστες. Για την ακρίβεια, «λαθρομετανάστες» για τη «σοβαρή Χρυσή Αυγή» που εμφωλεύει στους κόλπους της Ν.Δ., αλλά και σε άλλους κόλπους και κόλπα. Το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί με καταστολή και αυστηροποίηση χορήγησης ασύλου. Άλλωστε τι είναι ο «λαθρομετανάστης»; Κάτι σαν «λαθραναγνώστης» ή «λαθρέμπορος», όπως είπε και ο Άδωνις που ξέρει από εμπόριο. Έτσι κι αλλιώς (όπως έγραφα σ’ αυτή την στήλη στις 25/11/2018), «η κόλαση είναι πολύ μακριά. Και αφού δεν έχουμε πάει εκεί, μπορεί και να μην υπάρχει».

Πηγή: Η ΑΥΓΗ