Ο Κλέων Τριανταφύλλου, ο γνωστός Αττίκ, συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής, γεννήθηκε στην Αίγυπτο στις 19 Μαρτίου 1885.
Ο πατέρας του Δημήτριος Τριανταφύλλου, ήταν πλούσιος βαμβακοπαραγωγός και έμπορος της Αιγύπτου με καταγωγή από το Βόλο. Η γλωσσομαθής και καλλιεργημένη μητέρα του, Εριθέλγη, ήταν κόρη του του ριζοσπάστη βουλευτή από τα Κύθηρα Δημητρίου Ραπτάκη. Ο Κλέων μεγαλώνει σε ένα αστικό περιβάλλον και μαθαίνει πιάνο και φλάουτο.
Ο πατέρας του πεθαίνει το 1893, όταν ο Αττίκ είναι οκτώ χρονών και η οικογένεια Τριανταφύλλου εγκαταλείπει την Αίγυπτο για να εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Το 1907 φθάνει μαζί με τον αδελφό του στο Παρίσι, για να σπουδάσει Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες -ως συνέχεια των σπουδών του στη Νομική σχολή Αθηνών- όμως σύντομα, αποφασίζει να στραφεί στη μουσική. Εγγράφεται στο Conservatoire de Paris.
Στο Παρίσι θα εκδόσει περί τις 300 συνθέσεις -τραγούδια, οπερέτες, μουσική για πιάνο, για μπαλέτο- και θα γίνει ιδιαίτερα γνωστός. Όμως, η οικογένειά του αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, η αδελφή του Νόρα ασθενεί και ο Αττίκ επιστρέφει στην Αθήνα.
Στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1931, δημιουργεί την περίφημη «Μάντρα του Αττίκ», τον μουσικό θίασο που στεγαζόταν αρχικά στην οδό Μηθύμνης (Πλατεία Αγάμων) και στη συνέχεια στη διασταύρωση των οδών Αχαρνών και Ηπείρου.
Στο ερώτημα «τί ήταν η Μάντρα;» ο Αττίκ είχε απαντήσει:
«Πολλές σανίδες, λίγη μπογιά και αρκετή πρωτοπορία. Ένα ξύλινο παράπηγμα-σκηνή, ύψους 6-7 μέτρων και δίπλα η αυλόπορτα είσοδος. Στο δρόμο η πρόσοψη παριστάνει ένα φτωχικό διώροφο σπιτάκι με ζωγραφισμένα πορτοπαράθυρα. 'Ενα αληθινό παράθυρο στο ισόγειο που στην πραγματικότητα ήταν το ταμείο και μια αληθινή μπαλκονόπορτα με μπαλκόνι στο δεύτερο πάτωμα. Στην είσοδο γλάστρες με φυτεμένα… μακαρόνια. Στην πόρτα ψηλά ένα κλουβί με μια σαρδέλα αντί πουλιού, μαρτυρούσε την εκ μητρός καταγωγή μου και μην ξεχνάτε ότι οι Τσιριγώτες έβαλαν την σαρδέλα στο κλουβί να τραγουδήσει…»
Ο Αττίκ, παντρεύτηκε τρεις φορές. Η πρώτη του γυναίκα η Μαρί - Ελέν, με την οποία παντρεύτηκε το 1909, πέθανε έξι μήνες μετά τον θάνατο του μοναδικού παιδιού τους σε ηλικία ενός έτους.
Στη συνέχεια, ο Αττίκ συνδέθηκε και παντρεύτηκε με την ηθοποιό, ποιήτρια και εκδότρια του περιοδικού« Νέος Παρθενών», Μαρίκα Φιλιππίδου, που ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του.
Το 1914 η Φιλιππίδου χωρίζει τον Αττίκ για να παντρευτεί τον πατέρα της Μελίνας Μερκούρη, Σταμάτη Μερκούρη.
Λίγο μετά τον χωρισμό τους, η Μαρίκα πηγαίνει στη «Μάντρα» συνοδευόμενη από το νέο σύζυγό της. Οι θαμώνες για να πειράξουν τον Αττίκ, του ζητούν φωνάζοντας ρυθμικά να πει το «Είδα μάτια» (τραγούδι που είχε γράψει για την Μαρίκα).
Εκείνος, αντικρίζοντας στις πρώτες θέσεις την πρώην γυναίκα του, αποσύρεται στο καμαρίνι του. Δέκα λεπτά μετά, επιστρέφει στο πιάνο του και ερμηνεύει το τραγούδι - απάντηση στο κοινό, που δεν ήταν άλλο από το «Ζητάτε να σας πω».
Στις 29 Αυγούστου 1944 ο Αττίκ σκοντάφτει πάνω σε έναν Γερμανό στρατιώτη, ο οποίος θυμωμένος γρονθοκοπεί άγρια τον βραχύσωμο άνδρα. Μην αντέχοντας τις κακουχίες της Κατοχής και τη φρίκη των Ναζί, έχοντας ήδη πέσει σε κατάθλιψη και όντας μία σκιά του εαυτού του, το βράδυ εκείνο παίρνει μεγαλύτερη ποσότητα από τα ηρεμιστικά βερονάλ που τον βοηθούσαν κάθε νύχτα να κοιμηθεί και «φεύγει» από τη ζωή. Ήταν 59 χρονών.