Αστακός Μισέλ Μπουρνταίν
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 07.09.17 ]O αστακός
Αυτό το καλοκαίρι ήρθε αντιμέτωπος με πολλούς πληγωμένους εγωισμούς και καντάρια ματαιοδοξίας που σχεδόν τρόμαξε. Κι αυτό που τον τρόμαζε πιο πολύ ήταν η επιμονή των ανθρώπων να βρίσκονται μαζί, τη στιγμή που ο ένας μόλις και μετά βίας άντεχε τον άλλον. Για την ακρίβεια, ανεχόταν τον άλλον.
Το στερεότυπο : «Είμαστε συγγενείς και οφείλουμε να προσπαθούμε να τα βρίσκουμε και τελικά να αγαπιόμαστε…», έδινε κι έπαιρνε αυτόν τον ταλαίπωρο Αύγουστο. Η πραγματικότητα όμως μιλούσε για ανθρώπους που η προσωπική τους μιζέρια, τους επέβαλε σχεδόν την συνεχή αντιπαραβολή με την μιζέρια του διπλανού, σε μια προσπάθεια αυτοδιάσωσης. Ήταν κραυγαλέα τελικά στα βλέμματα η διακήρυξη «Κοίτα, έχω τα προβλήματά μου αλλά τελικά η ζωή μου αποδεικνύει ότι τα έχω καταφέρει καλύτερα από σένα». Κι αυτά τα εναέρια αλλά και υπόγεια μαχαιρώματα στις σχεδόν υποχρεωτικές συναθροίσεις γύρω από το τραπέζι άρχισαν σιγά-σιγά να τον μετατρέπουν σε αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «κακό άνθρωπο». Είχε να κάνει με την παροιμία που συχνά όταν ήταν μικρός άκουγε από τη νόνα του -θεός σχωρέστη!- άνθρωπο σοφό που δε θυμήθηκε ποτέ να λαμβάνει μέρος σε τέτοιου είδους οικογενειακές αψιμαχίες «αγάπης και ενδιαφέροντος».
«Τον έκανε σαν τα μούτρα του!». Έλεγε λοιπόν η νόνα για να τονίσει την επήρεια της κακής συναναστροφής. Και η αλήθεια είναι πως μετά από κάμποσες μέρες οικογενειακής συμβίωσης έπιανε τον εαυτό του να αποκτά περίεργα σουσούμια και συμπεριφορές, ή ακόμη, προκειμένου να αποφύγει τις αντίστοιχες των άλλων, συναινούσε σε καταστάσεις αντίθετες από τις προσωπικές του επιθυμίες, ή έστω και αδιάφορες ως προς αυτές.
Είχε λοιπόν αποφασιστεί σε μέρα γιορτινή από το οικογενειακό συμβούλιο, και κυρίως από τη «μεγάλη», το γεύμα αστακού. Προς ανάμνηση και του πατέρα, όχι εν ζωή πλέον, που ερασιτέχνης δύτης, τέτοια εποχή πρόσφερε στην οικογένεια εδέσματα θαλασσινά άλφα κατηγορίας. Τότε που βέβαια και η ερασιτεχνική ψαριά ήταν εύκολη, γιατί υπήρχε. Ο μόνος τώρα που ασχολιόταν με το σπορ αυτό, ο ένας από τους δυο σώγαμπρους δηλαδή, αναφερόταν στην τρομερή ένδεια του βυθού, και βέβαια στις τσούχτρες που δεν ήταν δα και ανάγκη να το αναφέρει αυτός, αφού καθημερινά ήταν συνκολυμβητές τους. Έτσι αυτή τη φορά τα χταπόδια και ο «άρχοντας» του τραπεζιού, ο αστακός, θα προέρχονταν πιθανόν από Ατλαντικό μεριά, ξενομερίτης ούτως ή άλλως. Ας είναι. Αυτός και η μικρή αδερφή θα αναλάμβαναν την εκτέλεση της συνταγής, η μεγάλη, ως πανειδήμων των παρουσιάσεων στο κοινό το ντεκόρ και την εποπτεία της ακριβούς εκτέλεσης,-αλλοίμονο!-, και η μητέρα αρκετά ηλικιωμένη πλέον, θα επιστατούσε, για την ακρίβεια θα επεσήμαινε ως συνήθως, τα στραβά –μόνο!- και τα ανάποδα βεβαίως.
Τα ψαρικά και ο βασιλιάς τους κατέφτασαν, οι δυο γαμπροί, και ο ίδιος επί των επιλογών και πληρωμών. Ανάμεσα στους άντρες δεν «παίζει» πολύ, το «τόσο συ, τόσο εγώ!». Με την προϋπόθεση βέβαια να μην αναμιχθεί συμβία. Εκεί το πράγμα αλλάζει. Και ασφαλώς γίνεται πιο… ακριβοδίκαιο. Ύστερα το παιχνίδι παίχτηκε στη συνταγή. «Αστακός γιουβετσάδα!», η μικρή, «Πφφφ! Μπασκλασαρία! Αστακός Μισέλ Μπουρνταίν!». Ξεφούρνισε με στόμφο η μονίμως «ανωτάτου», μεγάλη. Και βεβαίως ξυνοκοίταξαν και οι δυο μαζί τον ένα από τους σώγαμπρους, όταν τόλμησε να πει την δική του…. κοινοτοπία «Αστακός βραστός και λεμονάτος βρε κορίτσια!». Κάτι στη μέση βέβαια έγινε στο τέλος. Κι όλο αυτό, θα είχε και την πλάκα του, αν οι διενέξεις για τα ασήμαντα και προφανή, δεν τραβιόντουσαν τόσο από τα μαλλιά, σε βαθμό που να αφορούν σημαντικότερες καταστάσεις. Έμοιαζε σαν να έψαχναν μέσα από λεπτομέρειες να βγάλουνε στη φόρα παλιά απωθημένα, αξεδιάλυτες καταστάσεις του παρελθόντος, τραύματα που δεν επουλώθηκαν έγκαιρα. Και καθώς κλώθονταν το μαλλί, έφτανε και στα περιουσιακά , στα «επιεικώς παράταιρα» μοιράσματα –όπως επεσήμαινε η μεγάλη, με τη μικρή να ισχυρίζεται ότι «καταπίνω, καταπίνω, αλλά ως πότε;». Κάπως έτσι έμπαιναν στη μέση και οι γαμπροί, μιλούσαν αυτοί, αντάλλασσαν βλέμματα μαχαίρια οι αδερφές, αυτός στη μέση του συμβιβασμού, να προσπαθεί μάταια να επιβάλλει ανακωχή. Για την ακρίβεια πρόσκαιρες ανακωχές συνέβαιναν, τόσο όσο να πέσει η νέα σπίθα.
Και έφτασε η μεγάλη στιγμή, που το οικογενειακό τραπέζι έπρεπε να στρωθεί. Και επειδή το «comme il faut», της μεγάλης έπρεπε να τηρηθεί απαρέγκλιτα γιατί υστερίες θα ξεκινούσαν εκ νέου, ξανάρχισε ο αγώνας για το λευκό τραπεζομάντηλο της μαμάς, που η μικρή το Πάσχα που είχε κατέβει δεν το έπλυνε σωστά και νάτο τώρα κιτρινισμένο, για το σερβίτσιο κειμήλιο όπου τα επιχρυσωμένα μαχαιροπήρουνα έβγαιναν λειψά στο μέτρημα, για τα ποτήρια που τα τσουγκρίσματα έφταναν πλέον στα όρια της πρόκλησης! Ώσπου «Αμάν πια! Απαράδεχτο, γελοίο υποκείμενο, μια ζωή υπερφίαλη κι επιφανειακή!». «Και συ μια ζωή δεύτερη και μίζερη! Ύστερα έγινε ανάλυση της μιζέριας κι από τις δυο πλευρές με ολέθρια αποτελέσματα. Κι ακριβώς εκεί, αυτός σκέφτηκε πως μια λέξη παίρνει το σχήμα και τη σημασία αυτού που τη χρησιμοποιεί, και παραλίγο να γελάσει.
Αστακό δεν έφαγαν τη μέρα κείνη. Σίγουρα ήταν η μικρή που βρόντηξε την καλή πιατέλα φωνάζοντας: «Άρπα τώρα τα Μισέλ Μπουρνταίν σου γελοία!». Η μεγάλη δεν κατάλαβε τι απάντησε. Είδε όμως μητέρα και σώγαμπρους να της κάνουν αέρα, άλλοι με ενδιαφέρον, άλλοι με εκνευρισμό κι άλλοι με αδιαφορία.
Αργά το απόγευμα, φόρτωσε τη βαλίτσα του και κίνησε για επιστροφή. Όλως περιέργως είχαν μεν χαιρετηθεί ψυχρά, σχεδόν όμως σα να μην είχε συμβεί και κάτι σοβαρό. Σκέφτηκε: «μια πιατέλα μείον». Περνώντας και τη λίμνη, κι ενώ το «tango Argentino», του έφτιαχνε τη διάθεση σκέφτηκε κάτι που είχε παιδί διαβάσει για τον αστακό. Ίσως και να του το είχε πει κι ο πατέρας τους. Λοιπόν ο αστακός όσο μεγάλωνε, ένοιωθε το ωραίο του κέλυφος να τον ζορίζει τόσο, που να ασφυκτιά φοβερά! Αμέσως έβρισκε κάποιον βράχο και κει κάτω τρίβοντας το παλιό κέλυφος, το απόδιωχνε σιγά-σιγά. Ύστερα έφτιαχνε καινούργιο. Αυτή η διαδικασία, επαναλαμβανόταν πολλές φορές στη ζωή του. Κι αυτός υπομονετικά αλλά γενναία -είναι η αλήθεια!- υπέβαλε τον εαυτό του στην ίδια πάντα διαδικασία.
Χαμογέλασε. «Ήρθε η ώρα για νέο κέλυφος!» μονολόγησε.