της Ελένης Πατσιατζή
Κώστας Καναβούρης,
«Αποθήκη καταλοίπων ηδονής»,
εκδ. Μελάνι, 2018
ΑΠΟ ΠΕΙΝΑ
μνήμη Joseph Schneller
Σκουριά, πολλή σκουριά
Μόλις βγαλμένη από τα βράγχια του ψαριού
Με ό,τι έχει ταΐζει η μάνα το παιδί της
Μ’ αυτό το τίποτα που φτιάχνει τον Θεό
Κι ύστερα μπαίνει μες στα μάτια του
Και τον τυφλώνει.
Η νέα ποιητική συλλογή του Κ. Καναβούρη κυκλοφόρησε ελάχιστες ημέρες πριν από την εκπνοή του 2018 και, όπως μας ενημερώνει το Σημείωμα, πηγή έμπνευσης για τον υπέροχο τίτλο που μας παραπέμπει συνειρμικά στο ανθρώπινο σώμα, υπήρξε η έκθεση της διάσημης συλλογής Prinzhorn της Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, το 2011, στο Μουσείο Μπενάκη και πιο συγκεκριμένα ένα έργο του Joseph Schneller. Η ίδια αυτή συλλογή έργων τέχνης των καλλιτεχνών/ψυχικά νοσούντων που εξοντώθηκαν στο πλαίσιο του περίφημου ναζιστικού προγράμματος «ευθανασίας» Τ4, υπήρξε πηγή έμπνευσης κι ενός από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της ίδιας χρονιάς, το «Κόκκινος Σταυρός» της Μαρίας Γαβαλά (εκδ. Πόλις). Η συλλογή Prinzhorn, άλλωστε, αποτελεί σημείο αναφοράς για τη συνάντηση ιστορίας, τέχνης και ψυχιατρικής σε συνθήκες πολιτικής εκτροπής. Η ναζιστική ευγονική –ειδικά η αρνητική- αποτέλεσε δομικό στοιχείο ενός μύθου με κέντρο αναφοράς τις αντιθετικές έννοιες της εθνικής ομοιογένειας και της φυλετικής καθαρότητας και υγείας από τη μια και της ριζικής ετερότητας από την άλλη. Η εξόντωση των "μη αναγκαίων" ήταν πολιτική επιλογή. Γνωρίζουμε από την ιστορική έρευνα πως από το φθινόπωρο του 1939 έως και το 1941 πάνω από 70.000 ψυχικά νοσούντες -ή με κληρονομικές ασθένειες- Γερμανοί εξοντώθηκαν με αέριο, ενώ περίπου 5.000 παιδιά με ανίατες συγγενείς ανωμαλίες θανατώθηκαν με ένεση. Την ίδια τύχη είχαν και 30.000 Πολωνοί και Ρώσοι εργάτες που έπασχαν από φυματίωση ή είχαν διαγνωσθεί ότι πάσχουν από ψυχικές ή νοητικές νόσους (Κόκκινος 2012: 84)[1][1]. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα βιομηχανοποιημένου θανάτου αποτέλεσε τη βάση του Ολοκαυτώματος, της μελανότερης σελίδας βαρβαρότητας στην ευρωπαϊκή ιστορία.
Ευτυχής σύμπτωση η παραγωγή δημόσιου λόγου, και δη καλλιτεχνικού (πεζογραφικού και ποιητικού), την ίδια χρονιά, με αφόρμηση ένα μείζον τραυματικό ιστορικό γεγονός. Η Γαβαλά, με τα διακριτά εργαλεία του πεζού λόγου και ο Κώστας Καναβούρης με εκείνα της ποιητικής φόρμας, υπερέβησαν, ωστόσο, την ιστορική περίοδο, το συγκεκριμένο γεγονός της ναζιστικής θηριωδίας και προσέγγισαν τα ζητήματα του πάσχοντος σώματος, της απώλειας, της ταυτότητας και της υπαρξιακής αγωνίας μπροστά στο φαινόμενο του θανάτου. Ούτως ή άλλως, κοινά μοτίβα ζωής, κοινές πολιτισμικές καταβολές, κοινά ανθρώπινα πάθη και αγωνίες εμπνέουν καλλιτέχνες ακόμα και διαφορετικών εποχών και γίνονται αφορμές κατάθεσης διαφορετικών προσεγγίσεων της αέναης επανάληψης του ιδίου. Σε συνέντευξή του ο W.G. Sebald, που έχει χαρακτηρισθεί και ως «αρχαιολόγος της μνήμης και του πόνου» αναφέρει πως «Όσο κι αν σκέφτομαι ότι τέτοιου είδους συμπτώσεις συμβαίνουν πολύ συχνότερα απ’ ό,τι φανταζόμαστε, μιας και όλοι βαδίζουμε, ο ένας πίσω από τον άλλο, πάνω στους ίδιους δρόμους που είναι προδιαγεγραμμένοι από τις καταβολές και τις προσδοκίες μας, τόσο λιγότερο πείθομαι ότι η λογική μου μπορεί να τα βάλει με τα φαντάσματα της επανάληψης που στοιχειώνουν με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα στη σκέψη μου»[2].
Η αναφορά στον Sebald δεν είναι τυχαία. Η προσέγγιση των τραυματικών ιστορικών γεγονότων μέσω της λογοτεχνικής γραφής, όπως συναντάται στο έργο του συνομιλεί με τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή του Κ. Καναβούρη ως προς τη θεματολογία, την οπτική και την αισθητικοποίηση της οδύνης. Η πλάγια ματιά, η χρήση των χρωμάτων, η υπαινικτικότητα, τα πορώδη όρια πραγματικού και φανταστικού συνιστούν όχι μόνο κοινά χαρακτηριστικά αλλά και κοινή γλώσσα. Κοινή και η ανάγκη τους η Ιστορία να γίνει Τέχνη για να διασωθεί, μέσω αυτής, η Μνήμη. Εν προκειμένω, τα καλλιτεχνικά μέσα είναι οι λέξεις. Στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο Η ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία (εκδ. Πόλις) ο Ι. Jablonka υπενθυμίζει εμφαντικά πως το σημείο διασταύρωσης της ιστορίας και της λογοτεχνίας είναι η ίδια η γραφή, κάτι που μας έχει διδάξει και ο Μισέλ ντε Σερτώ στη Γραφή της Ιστορίας.
Για κάθε ποίημα της συλλογής έχει επιλεγεί ως τίτλος ένας ιατρικός όρος («Ενδοκρανιακή πίεση», «Καρδιακός ήχος υδρόμυλου», «Κάταγμα κοπώσεως»). Η επιστημονική γλώσσα εκφράζει με εύπλαστη πυκνότητα όσα με τη δική της πυκνότητα και αναπαραστατική δύναμη απηχεί και η ποιητική γλώσσα. Σώματα που πάσχουν, που θυμούνται, που καταρρέουν, που αναμένουν το τέλος, γίνονται με την ποιητική γραφή σώματα λέξεων που έχουν αποθηκεύσει εντός τους τις ηδονές και τις οδύνες του παρελθόντος. Το βίωμα του τραύματος, οι συνεχείς επιστρωματώσεις της μνήμης, οι φάσεις καθίζησης και απώθησης, οι αναφλέξεις και οι πτώσεις αποθηκεύονται σε επάλληλα στρώματα στίχων. Οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος, αναζητώντας απηχήσεις του πόνου και της συντριβής αλλά και του έρωτα και της μάχης με τη φθορά, σίγουρα, πέρα από τα υλικά κατάλοιπα θα στραφούν και στα έργα λόγου, εκεί όπου η μάχη με τη γλώσσα και τις δυνατότητές της είναι παράλληλη εκείνης της μάχης με την ίδια την ύπαρξη και τις δικές της δυνατότητες, σε συνθήκες μεταιχμιακές όπως είναι ο έρωτας και η ασθένεια, όπως είναι η αναμονή του θανάτου, αλλά και οι εποχές κρίσης και όξυνσης φαινομένων βίας και διάρρηξης του κοινωνικού ιστού, αν αναφερθούμε και στη μακροκλίμακα του κοινωνικού. Στο έργο του Καναβούρη είναι σαφές πως τα όρια ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν συμφύρονται, καθώς ο ποιητής δεν αντιλαμβάνεται τον χρόνο ως γραμμικό φαινόμενο αλλά ως φαινόμενο ψυχικό που επιδέχεται αλλαγής, οι νεκροί και οι ζώντες συνοδοιπορούν εντός του ποιητικού χρόνου, η ευρωπαϊκή βαρβαρότητα της καταναγκαστικής «ευθανασίας» των ευάλωτων είναι ακόμη εδώ και προσεγγίζεται αναστοχαστικά. Η ποιητική γλώσσα γίνεται το όχημα παρέμβασης στο σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι, μια υπόγεια κραυγή αγωνίας για το μέλλον.
ΛΥΣΣΑ
Ένα σκυλί μεγαλώνει στα πόδια μας
Αδέσποτο σκυλί, μπάσταρδο της λύπης
Μπάσταρδο ενός φόβου που μεγαλώνει
Μαζί με το σκυλί μπροστά στα πόδια μας
Κι όλο πεινάει περισσότερο για φόβο και για λύπη.
Μεγαλώνει από πείνα
Τρώει την πείνα του, τρώει τη λύπη του
Και πάλι δεν χορταίνει· μονάχα μεγαλώνει.
Είναι να το φοβάσαι αυτό το αδέσποτο σκυλί.
Κάποτε θα φθάσει μέχρι την ψυχή μας.
Θα την δαγκώσει κι αυτήν
Και θα βγει στους δρόμους με τα σάλια του να τρέχουν.
Το εξώφυλλο του βιβλίου, σχέδιο του Joseph Schneller, κατατονικού ασθενούς που καταδικάστηκε σε αργό, επώδυνο θάνατο ασιτίας μακράς διάρκειας, μας παραπέμπει σε ανάλογης αισθητικής έργα της ρωσικής Πρωτοπορίας, όπως μας τα διέσωσε η συλλογή Κωστάκη. Ο Schneller, πριν από την καταδίκη του σε θάνατο, εμπνεύστηκε με αισιοδοξία τη δημιουργία ενός οικοδομήματος κολοσσιαίων διαστάσεων, το οποίο ονόμασε «Aποθήκη καταλοίπων ηδονής». Τα σχέδια χάθηκαν, όπως έχουν χαθεί και τα σχέδια ενός ανάλογου ουτοπικού, πρωτοποριακού σχεδίου του Α. Μοντιλιάνι για την κατασκευή ενός ναού αφιερωμένου στην Ομορφιά. Παρόμοιους ναούς ονειρεύονταν και ο Μπρανκούζι και ο Γιάκομπ Επστάιν. Από το όραμα του Α. Μοντιλιάνι μάς έχουν διασωθεί τα προσχέδια από τις περίφημες «Καρυάτιδες» που θα υποστύλωναν το οικοδόμημα, ενώ ελάχιστα είναι τα έργα του άσημου, αφημένου στη λήθη, Γερμανού ζωγράφου με το τραγικό τέλος που έγιναν η πηγή έμπνευσης για τον τίτλο της ποιητικής συλλογής του Καναβούρη. Τα κτήρια που οραματίσθηκαν οι καλλιτέχνες εκείνοι δεν οικοδομήθηκαν, ωστόσο οι μνημονικές αποθέσεις όπως και τα ανθρώπινα συντρίμμια στοιβάζονται ανά τους αιώνες και η τέχνη είναι εκείνη που αναλαμβάνει να τα ανασύρει από τη λήθη ακόμη και σε αυτή, τη μη υλική μορφή τους, να τα αναπαραστήσει, να παρέμβει και να τα ανακατασκευάσει σε ένα συνεχές αέναης δημιουργίας και απόπειρας υπέρβασης των ορίων.
ΑΝΕΝΔΟΤΟΣ ΙΣΤΟΣ
Θα σε πιάσω από τις άκρες
Θα σε διπλώσω με προσοχή
Όπως διπλώνουν τα νυφικά σεντόνια.
Έτσι θα γίνει:
Θα σε πιάσω από τις άκρες
Και δεν θα περισσέψει τίποτα απ’ το λευκό
Ούτε ο μαύρος ήχος
Καθώς θα στάζει το ανένδοτο
Εκείνης της σημαίας της μεσίστιας
Εκείνος ο ανένδοτος ιστός
Που ήταν το κορμί σου
Θα κλείσουμε με ένα εξαιρετικό ποίημα ποιητικής στο οποίο η ηρακλείτεια φράση «αἰὼν παῖς ἐστι παίζων» έρχεται συνειρμικά από εποχές όπου η φιλοσοφία και η ποίηση δεν ήταν πάντα διακριτές διαιρέσεις του Λόγου. Κάθε έργο τέχνης αναμετριέται με αυτό το "παιδί", τον Χρόνο. Αυτό επιχειρεί και ο Καναβούρης στη νέα του συλλογή. Να αναμετρηθεί με τον Χρόνο, το Σώμα, τη Γλώσσα σε ένα έργο ποιητικής ωριμότητας και στοχασμού πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Με πάθος γι’ αυτό που υπερασπίζεται, τη γλώσσα, αλλά και ταπεινότητα, μπροστά στο θηριώδες μέγεθος του Χρόνου. Όπως μας θυμίζει ο Μ. Μέσκος "Συχνά ο ποιητής καταφεύγει στο παρελθόν (όχι μόνο συγκριτικά). Και με νοσταλγία επιλογής όπως και για το εδώ και το τώρα, όπως και για το προσδοκώμενο μέλλον (ακόμα και για το ουτοπικό). Απλώνει έτσι το δίχτυ προσπαθώντας να πετρώσει τον Χρόνο εναντίον του Θανάτου, της φθοράς και της απουσίας. Ο ποιητής ο ψύχραιμος, ο ταραγμένος, ο σαλός" (Συνηγορία Ποιήσεως, Κίχλη, 2015).
ΚΟΛΠΙΚΗ ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ
Άφθονη πέτρα στον καιρό είναι ο άνθρωπος
Άφθονη και στον χρόνο
Παρ’ όλα αυτά ανεπαρκής
Γι’ αυτό η πέτρα γίνεται μάρμαρο
Κι ο άνθρωπος τεχνίτης
Κι ένα παιδί γυμνό ξυπνάει χαράματα
Σαν άγαλμα μέσα στη φλέβα
Κι όλο το μάρμαρο από πάνω του
Άφθονο μάρμαρο
Άφθονος Παρθενώνας
Τρέμοντας.
[1] Κόκκινος, Γ. (2012). Για το ερμηνευτικό σχήμα του ολοκληρωτισμού, Αθέατες όψεις της Ιστορίας. Κείμενα αφιερωμένα στον Γιάνη Γιανουλόπουλο, Αθήνα: Ασίνη
[2] http://popaganda.gr/diavasame-w-g-sebald-daktilii-tou-kronou/