Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης σε ειδική εκδήλωση επέδωσε Τιμητικό Τόμο στον σπουδαίο επιστήμονα, δάσκαλο και άνθρωπο Φ. Β. Γκικόπουλο για τα 30 και πλέον χρόνια πανεπιστημιακής αφοσίωσης και προσφοράς του. Τον τόμο επιμελήθηκαν οι Ντίνα Ευαγγέλου και Γιάννης Τσόλκας, ενώ την αισθητική του και καλλιτεχνική δημιουργία ανέλαβε η Εύη Μελεζιάδου. Η βραδιά ήταν συγκινησιακά φορτισμένη. Ο ίδιος ο Φοίβος Γκικόπουλος τόνισε πως νιώθει «υποχρέωση και ότι δεν πρέπει να σταματήσω να προσφέρω, με κάθε δυνατό τρόπο, στην επιστήμη και την κοινωνία τις γνώσεις μου και την εμπειρία μου όλων αυτών των χρόνων». Διαβάζοντας τα κείμενα τα κατέταξε, υποκειμενικά, σε δύο κατηγορίες: η πρώτη περιέχει τα καθαρώς επιστημονικά (φιλολογικά, ιστορικά, φιλοσοφικά, λογοτεχνικά, τέχνης), υψηλού επιπέδου, ενώ στη δεύτερη καταγράφονται προσωπικά βιώματα, συναισθήματα, κοινές προσδοκίες και, κυρίως, αμέριστη αγάπη προς το πρόσωπό μου. Υπάρχει επίσης και μια μικρή κατηγορία κειμένων που συνδυάζουν το επιστημονικό με το προσωπικό.
Το artinews.gr τιμώντας τον φίλο και συνεργάτη του παραθέτει το κείμενο του Κώστα Καναβούρη που περιλαμβάνεται στον Τιμητικό Τόμο:
"Ο φίλος μου ο Φοίβος Γκικόπουλος
Τι είναι εκείνο άραγε που δημιουργεί μια βαθιά φιλία όπως αυτή που συνδέει τον Φοίβο Γκικόπουλο κι εμένα; Η εντιμότητα και η ανυστεροβουλία θα έλεγε κάποιος. Οι κοινές πεποιθήσεις, (αισθητικές, πολιτικές, κοινωνικές κλπ), τα κοινά ενδιαφέροντα, η κοινή οπτική στα καθ’ έκαστα και τα καθημερινά. Είναι βέβαια αυτά όπως και άλλα πολλά. Πέρα όμως από τα συγκεκριμένα, υλικά και άυλα, υπάρχει και κάτι ακόμα. Εκείνο το αδιευκρίνιστο, υπέροχο «κάτι» που είναι η βάση της κάθε δημιουργίας από την ποίηση μέχρι την φιλία, γιατί και η φιλία δημιουργία και μάλιστα διαρκής δημιουργία είναι. Εκείνο το αδιευκρίνιστο «κάτι» που πιθανότατα δεν το γνωρίζουν ούτε εκείνοι που το δημιουργούν. Εκείνο το αδιευκρίνιστο «κάτι» που περιγράφει μοναδικά ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα του «Φημονόη» από τη συλλογή «Επαναλήψεις».
Εκεί, αφού περιγράφει την διαδικασία χρησμοδότησης και αποχρησμοδότησης από τους «ειδικούς» (που ποτέ δεν λείπουν), καταλήγει: «Όταν μια μέρα, της έδειξαν γραπτή την ερμηνεία των λόγων της, η Φημονόη/ δεν κατάλαβε τίποτα. «Ποιος τάπε αυτά;» ρώτησε απορημένη./ Κι όταν «Εσύ» της είπαν, τότε εκείνη διφορούμενα χαμογελώντας, / πρόσθεσε: «Ναι, μα εγώ εννοούσα κάτι ακόμη»/ αυτό το «κάτι ακόμη», πενήντα τόσα χρόνια (ή κ’ αιώνες) δεν το ανακαλύψανε οι εξηγητές μας,/ κ’ ίσως για τούτο οι ποιητές συνεχίζουν ακόμη να γράφουν/ με την κρυφή υποψία πως ούτε η Φημονόη δεν ξέρει αυτό το «κάτι». Κάπως έτσι, πάνω σ’ αυτό το «κάτι» δημιουργήθηκε και η δική μας βαθιά φιλία. Γνωριστήκαμε στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Εγώ είχα κυκλοφορήσει τις τρεις πρώτες συλλογές μου και ο Φοίβος… ήταν ο Φοίβος Γκικόπουλος. Πασίγνωστος λόγω του «Ανθρώπου με το γαρύφαλλο» (που φυσικά είχα δει), αλλά και Πανεπιστημιακός στο ΑΠΘ και με μια ζωή πίσω του με πολλά «ένσημα», πολλά «δεδουλευμένα» σε γνώση, αντιστασιακή δράση κατά της χούντας, πλουσιότατο πολιτικό, κοινωνικό και προσωπικό βίο. Πριν από αυτόν, συνεπώς,, προηγείτο ο μύθος του. Εκείνο τον καιρό έκανα τα πρώτα αληθινά επαγγελματικά δημοσιογραφικά βήματα στο πολιτιστικό ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» (μεγάλο σχολείο, υψηλής δημοσιογραφίας ο «Ριζοσπάστης» εκείνης της εποχής) και ο Φοίβος διατηρούσε μια σχέση σποραδικής αρθρογραφίας. Άκουγα, λοιπόν, γι’ αυτόν, με την έκπληξη και την αναστάτωση ενός νεοφώτιστου στον δημόσιο χώρο, που όλα, πρόσωπα, καταστάσεις, γεγονότα, του φαίνονται σαν να συμβαίνουν σε μια θεατρική σκηνή όπου και ο ίδιος συμμετέχει χωρίς να γνωρίζει ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος του. Άκουγα για τον Φοίβος Γκικόπουλο, χωρίς να περνάει από το μυαλό μου ότι θα τον γνωρίσω. Ώσπου, κάποια μέρα, εξαίφνης που λένε, προβάλει ήσυχα – ήσυχα, φορώντας ένα τεράστιο χαμόγελο και κρατώντας ένα κουτί (σιροπιαστά) γλύκα πεσκέσι, ο Φοίβος Γκικόπουλος. Πανηγύρι στο τμήμα από όλες τις υπόλοιπες συναδέλφους (εκτός από μένα μόνο γυναίκες το στελέχωναν, με παλιότερη την αείμνηστη Αριστούλα Ελληνούδη), που τον υποδέχτηκαν με επιφωνήματα χαράς και σακχαρώδους αδημονίας. Μας σύστησαν, εκτίμησα με την πρώτη την σταθερή του χειραψία (είναι ικανή να με ανατινάξει αυτή η νερουλή άνευρη σχεδόν ανεπίδοτη χειραψία μερικών), και κάπως βρεθήκαμε να κουβεντιάζουμε. Η πρώτη εντύπωση: άκουγε. Στ’ αλήθεια άκουγε. Δεν περίμενε απλώς να τελειώσεις για να συνεχίσει έναν ατέρμονο μονόλογο, αλλά άκουγε. Με ενδιαφέρον, με προσοχή και με εκείνη την δημιουργική ισότητα από όπου προκύπτει πάντοτε ένα γνωστικό και συγκινησιακό αποτέλεσμα. Δεν ήταν δάσκαλος, δεν ήταν «επώνυμος», δεν ήταν συγκαταβατικός, δεν ήταν «ύποπτα» ίσος, ερμηνεύοντας κάποιον ρόλο ισότητας που δεν τον πολυπίστευε. Άκουγε με αμέριστο δόσιμο στον άλλο. Συνηθισμένος από την ιεραρχία της εφημερίδας και την κομματική δομή, όπου η κλίμακα ήταν ταυτισμένη με την γνωστική επάρκεια και την γνωστική ορθότητα, εντυπωσιάστηκα. Μικρή παρένθεση για να δώσω ένα παράδειγμα χαρακτηριστικό του κλίματος ιεραρχίας – γνωστικής ορθότητας. Κάποια στιγμή δημοσίευσα ένα μικρό θετικό κείμενο (ούτε 150 λέξεις) για τον Αντόρνο, ενός εξαίσιου και νεαρότατου συνεργάτη που, δυστυχώς, έφυγε από την ζωή πολύ νωρίς, μεγάλο όνομα πια στα γράμματα, δάσκαλος κι αυτός και όχι μόνο. Πανικός. Αντόρνο στον «Ριζοσπάστη»! Που ακούστηκε; «Μας έφερε», εγώ δηλαδή, «όλη την αναθεωρητική άποψη για την γλωσσολογία», απεφάνθη το ανώτατο στέλεχος που, αφού ήταν στέλεχος, ήταν και τελειωμένος γλωσσολόγος. Μέχρι σήμερα, θέλω να τον ρωτήσω τι σημαίνει «αναθεωρητική άποψη για την γλωσσολογία» και, που θα πάει, θα τα καταφέρω. Κλείνει η παρένθεση… Ήταν, λοιπόν, εντυπωσιακό για μένα ότι, από την μια στιγμή στην άλλη, βρέθηκα να κουβεντιάζω με έναν άνθρωπο γεμάτο περγαμηνές, συν την αίγλη της επωνυμίας, ο οποίος με άκουγε με ευγένεια και σεβασμό, χαρακτηριστικά τα οποία όχι μόνο διατηρούνται αμείωτα και αναλλοίωτα μέχρι σήμερα, αλλά τώρα έχει προστεθεί και η βαθύτητα του χρόνου που δεν πέρασε ανεκμετάλλευτος, δεν πέρασε στα τυφλά, αλλά πέρασε με πάθος για την γνώση, για τους άλλους, γι’ αυτό το «έργο που ξεκίνησε από τις ανάγκες σου, να δοθεί στις ανάγκες των άλλων», για να επικαλεσθώ και πάλι τον Γιάννη Ρίτσο. Δεν ξέρω αν εκείνο το πολύ μακρινό απόγευμα μιας απρόοπτης γνωριμίας, συνειδητοποιήσαμε, (αν και τέτοια πράγματα τα συνειδητοποιείς αργότερα), ότι μας έδεσε για πάντα μια βαθιά σχέση, πάντως έτσι ακριβώς έγινε. Είναι η μαγική στιγμή που συναντάς έναν άνθρωπο και πριν από σένα… ο οργανισμός σου το ξέρει ότι ο κόσμος σου μεγάλωσε. Δεν υπήρξαν στάδια οικειότητας, προσέγγισης, αρχικής ανίχνευσης. Υπήρξε αυτό και μόνο αυτό: η βαθιά φιλία. Από τότε μέχρι σήμερα περάσαμε ώρες και ώρες κουβεντιάζοντας, κυρίως στο τηλέφωνο, αφού η απόσταση Αθήνας – Θεσσαλονίκης είναι ανυπέρβλητο εμπόδιο, περάσαμε ώρες και ώρες διαβάζοντας τα γραπτά ο ένας του άλλου, ή διηγούμενοι τα συμβάντα του βίου μας. Και, καθώς τα χρόνια περνούν, θέλω να πω, ότι είμαι ευγνώμων και πολύ τυχερός που στη ζωή μου υπάρχει ο πολύτιμος Φοίβος Γκικόπουλος. Σχεδόν κάθε φορά που θα κλείσω το τηλέφωνο ή μετά από μια μας συνάντηση θα πω το ίδιο πράγμα στον εαυτό μου: φαντάσου εκείνο το απόγευμα να μην είχε έρθει ο Φοίβος στην εφημερίδα ή να έλειπα σε κάποιο ρεπορτάζ και να μην είχαμε συναντηθεί. Και φρίττω με την ιδέα ότι ένα ολόκληρο σύμπαν θα είχε χαθεί χωρίς να το γνωρίσω. Έχω γράψει κι άλλες φορές, ότι στη ζωή μου είχα σπουδαίους δασκάλους και ότι οι δάσκαλοι αυτοί είναι οι φίλοι μου. Αυτοί μου έμαθαν να μαθαίνω με μύριους τρόπους, αυτοί μου χάρισαν τις γνώσεις τους για τις οποίες κουράστηκαν και ξόδεψαν εαυτό ώσπου να τις αποκτήσουν, αυτοί με έμαθαν να εκτιμώ, να σέβομαι και να αγαπώ. Και ανάμεσά τους, κορυφαία θέση έχει ο Φοίβος Γκικόπουλος. Διαβάζοντας τα δημόσια κείμενά του, απορώ και εξίσταμαι κάθε φορά από την βαθύτητα των προσεγγίσεων του. Δεν μπορώ φυσικά να κρίνω την επιστημοσύνη των συγγραμμάτων του – άλλοι είναι οι αρμόδιοι να το κάνουν- μπορώ όμως να πω ότι κάθε φορά που θα διαβάσω ένα δικό του κείμενο (ακόμη και λίγων λέξεων) θα φύγω κερδισμένος, γιατί τα κείμενα του έχουν τη θεμελιώδη ιδιότητα του φιλοσοφικού λόγου: μετατοπίζουν τον άξονα της οπτικής σου. Ακόμα και ελάχιστα, ανεπαίσθητα να συμβεί αυτό, ο κόσμος παρουσιάζεται μπροστά σου, αλλιώς και άλλος. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στην στέρεα αλλά όχι άκαμπτη θεωρητική σκευή του Φοίβου Γκικόπουλου, στην βαθιά πολιτική του σκέψη, στην εξαιρετικά υψηλή συναισθηματική του νοημοσύνη, στο αίσθημα συμμετοχής στα γεγονότα, στην ξεκάθαρη συνειδητοποίηση του διανοούμενου ως προς τον ρόλο του στον καιρό και στον χρόνο, στην βαθιά ανάγκη μεταλαμπάδευσης γνώσεων. Είναι όλα αυτά και πολλά ακόμα. Για μένα ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ένας μεγάλος δάσκαλος – ας μου επιτραπεί να πω – αγάπης. Είναι μετρημένες οι περιπτώσεις ανθρώπων – λιγότερες από τα δάχτυλα του ενός χεριού – που συνάντησα με τέτοια ευρυχωρία ύπαρξης. Πρόκειται για ένα άνθρωπο με αστείρευτα αποθέματα υπομονής και κατανόησης για το ανθρώπινο ον. Είναι ένας βαθύς διανοούμενος και όχι ένας κρυψίνους συλλέκτης πληροφοριών που τις χρησιμοποιεί για να κουνά το δάχτυλο στους άλλους. Μπορεί να κατείχε Πανεπιστημιακή έδρα, αλλά ποτέ πανεπιστημιακή καθέδρα. Στο πεδίο της έρευνάς του μας φανέρωσε πολύτιμα πράγματα για την Ιταλική λογοτεχνία. Στο πεδίο των δημόσιων κειμένων του, πολύτιμες σκέψεις, μιας όρασης που ποτέ δεν την «μόλυνε» η πείνα η αχόρταγη του άδειου βλέμ ματος, που πρώτα σου σαπίζει την ψυχή και ύστερα σαπίζει τον κόσμο. Ο Φοίβος Γκικόπουλος, είναι ένας καθαρός άνθρωπος, με καθαρή όραση. Μπορεί ο «Άνθρωπος με το γαρύφαλλο» να ήταν ρόλος. Όμως ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ένας άνθρωπος, ο ίδιος ένα γαρύφαλλο καμωμένο από την χαρά, την ομορφιά και την περηφάνια της ζωής. Αυτή την δόξα δεν την πρόδωσε ποτέ. Αυτά τα λίγα μπορώ να πω για τον φίλο μου Φοίβο Γκικόπουλο, γνωρίζοντας όμως ότι μου διαφεύγει «κάτι ακόμα» και με την ελπίδα πως ούτε ο Φοίβος γνωρίζει αυτό το «κάτι ακόμα»".