«Απελπίσου τέλος πάντων ως άνθρωπος...»

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 28.02.21 ]

Πολλοί από μας ζούμε με φόβους και αγωνία, σχεδόν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Το άγχος, η αγωνία, ο φόβος στοιχειώνουν τις ζωές μας, αθύρματα γινόμαστε φόβων μυστικών. Ζούμε σε ένα ξεχωριστό κόσμο σκιασμένο και φωτισμένο από ένα ιδιοσυγκρασιακό άγχος. Ο κίνδυνος-θάνατος απειλεί την ύπαρξή μας.

Όμως για να παρηγορηθούμε μπορούμε να δούμε την αγωνία  ταυτόχρονα ως προοπτική και ερμηνευτική σχέση με τον κόσμο. Σημαίνει ενδεχομένως και καλύτερη γνώση του κόσμου και του εαυτού. Ίσως λοιπόν, η αγωνία -ακριβώς επειδή παρέχει μια στιγμή για την ανακάλυψη, την αναθεώρηση, την επανάσταση, την αυτο-κατασκευή και την τέχνη -δεν θα πρέπει να λείπει από την ύπαρξη.

«Ω ψυχή την αγωνία ερωτευμένη!», γράφει ο Μ. Αναγνωστάκης και ο Σεφέρης: «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει… Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝΙΑ 937».«Τη μιαν ημέρα έτρεμα/ την άλλην ανατρίχιαζα/ μέσα στο φόβο/ μέσα στο φόβο /πέρασε η ζωή μου…», γράφει ο Σαχτούρης. Και ο Καβάφης συμπληρώνει: «Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,/ με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,/ λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε/ για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο /τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί./ Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο / ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά.»

«Η αγωνία μου υψώνεται/ως τα εδελβάις άνθη», θα συνοψίσει εξαίσια ο Νίκος Καρούζος και θα προαναγγείλει με σαφήνεια την ποιητική και υπαρξιακή πορεία μιας ολόκληρης ζωής αφού ύπαρξη και αγωνία είναι ταυτόσημες έννοιες για αυτόν: «Απ’ την ώρα που γεννήθηκα είμαι χρεωμένος στην αγωνία. Και όχι μονάχα. Το χρέος άρχισε να τρέχει απ’ τη στιγμή που γίνηκα πρώτος πηλός στην κοιλιά της μητέρας» ή «Αγωνία θα πει θυσία των πραγμάτων, ανάγκη γυμνώσεως ως την ανιδιοκτησία των ουρανών, υλική και σωματική και ψυχική». Με αιχμηρά μολύβια γράφονται τα ποιήματα. Η Ποίηση συναντιέται και συνδιαλέγεται με τον Φόβο  από καταβολής κόσμου. Πανάρχαιοι και οι δύο, συμπορεύονται στον χρόνο, ο Φόβος ως έμφυτο αίσθημα που υπακούει στο αρχέγονο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, η ποίηση ως διέξοδος και έκφραση του. Η ποίηση είναι η αδερφή της αγωνίας για τα ανθρώπινα. Η αγωνία αυτή μπορεί να αναδύει πίκρα και απογοήτευση αλλά συνάμα αποτελεί και μια φωνή που διατρανώνει την ανάγκη να αγωνίζεται ο άνθρωπος ξανά, απ' την αρχή, είναι η φωνή του καλλιτέχνη και του αγωνιστή. Είναι η φωνή του ανθρώπου που αγαπάει και συμπάσχει. «Η αγωνία βαραίνει στα σπλάχνα μου ευχάριστα», γράφει ο ποιητής, «Δε θα μπορούσα δίχως θάνατο». Από αυτήν ακριβώς την αγωνία βγαίνει η ομορφιά της ποίησής του. Είναι ίσως ο φόβος και η αγωνία η «καθαρτήρια» κίνηση της ψυχής με την καθολικότερη σημασία του Αριστοτελικού όρου. Τα βασικά θέματα της ποίησης είναι άλλωστε η αίσθηση της απώλειας, της μοναξιάς, της ματαίωσης, της υπαρξιακής  και κοινωνικής αγωνίας. Όλα τα άλλα είναι εκδοχές των ίδιων πραγμάτων.

Ακόμα και ο Μαρξ γράφει: «Ποτέ μου δεν θα βρω λίγη γαλήνη/Κι αυτό είναι το μαρτύριό της Ψυχής μου,/Ποτέ δεν θα μπορέσω να ησυχάσω/Πρέπει να βασανίζομαι για πάντα»(Καρλ Μαρξ, «Ερωτικά ποιήματα» (εισαγωγή -μετάφραση: Ευγένιος Αρανίτσης), εκδ. Ερατώ, 1982). Η Πλαθ επίσης ταυτίζει την δική της εκφραστική με τον πόνο: «μη με ζαλίζεις λέγοντάς μου ότι ο κόσμος έχει ανάγκη χαρωπά ποιηματάκια. Αυτό που θέλει να ακούσει ο άνθρωπος που βγήκε ζωντανός από το Άουσβιτς δεν είναι ότι τα πουλάκια κάνουν τσίου–τσίου στα κλαδάκια αλλά ότι και κάποιος άλλος πέρασε από εκεί και ξέρει τι σημαίνει πόνος». Ωστόσο για τον Μαρξ, σε αντίθεση με την Πλαθ, η αγωνία γίνεται αγώνας: «Δε θα γαληνέψω ποτέ/ Να επιταχύνω πρέπει πάντοτε χωρίς σταματημό/ (...) Ας τη ρισκάρουμε λοιπόν την ύπαρξή μας,/ Χωρίς ανάπαυση κι ακούραστα./ Όχι μουντοί και σκυθρωποί μες στη σιωπή, Χωρίς λαχτάρα ή δράση./ Όχι κλεισμένοι στο εγώ μας,/ Γονατισμένοι κάτω απ' του πόνου το ζυγό,/ Έτσι που πόθος, όνειρο και πράξη/ Για μας να μείνουν στο κενό».

Στο βιβλίο του «Φόβος και τρόμος» ο Κίρκεγκωρ γράφει για τον άνθρωπο που, όπως ο Αβραάμ βρίσκεται στην κόλαση του τρόμου και της αγωνίας, κυριαρχημένος από αβεβαιότητα και απελπισία. «Αν η πεταλούδα είχε ξεχάσει εντελώς ότι είχε υπάρξει κάμπια, θα μπορούσε ίσως στη συνέχεια να ξεχάσει ότι ήταν πεταλούδα και να γίνει ψάρι. Η βαθύτερη φύση δεν ξεχνάει ποτέ τον εαυτό της και ποτέ δεν γίνεται τίποτε άλλο από αυτό που είναι». Το απόφθεγμα αυτό του Κίρκεγκωρ από τον «Φόβο και τρόμο» χαρακτηρίζει με τον ιδανικότερο τρόπο τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπινων όντων. Το έργο του Κίρκεγκωρ «Ασθένεια Προς Θάνατον» επίσης, παρά την απόρριψη της προτεινόμενης από τον ίδιο λύση της πίστης (Λεβινάς «Ύπαρξη και Ηθική», (1963), είναι μία από τις καλύτερες προσεγγίσεις του θέματος της απελπισίας.

Ο Δανός φιλόσοφος είχε από νωρίς το αίσθημα ότι γεννήθηκε στον αστερισμό της δυστυχίας και της ενοχής. Οι οπαδοί των ψυχαναλυτικών ερμηνειών θα έβρισκαν σίγουρα πολλές επιβεβαιώσεις των βασικών θεωρητικών τους παραδοχών στη σχέση του φιλοσόφου  με τον πατέρα του, ο οποίος του μεταφέρει την έμμονη ιδέα της δυστυχίας.

Το άγχος, όπως υποστήριξε ο Κίρκεγκωρ, είναι ένα «σχολείο» για τον εαυτό. Στην διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Η έννοια της ειρωνείας με σταθερή αναφορά στον Σωκράτη» που υπέβαλε το 1841 για να του απονεμηθεί ο τίτλος του διδάκτορα των τεχνών του Πανεπιστήμιου της Κοπεγχάγης αναφέρει: «Ο Σωκράτης υπογραμμίζει την σπουδαιότητα της συνείδησης όχι στο επίπεδο της σοφιστικής αλλά σ’ αυτό της θεωρίας. Άγγιξε το «είναι καθ’ αυτό» και το «είναι δι’ εαυτόν». Άγγιξε αυτόν τον ορισμό της γνώσης που έκανε το άτομο ξένο στην αμεσότητα όπου είχε μέχρι τότε ζήσει». Κατά τον φιλόσοφο, το λατινικό existere (υπάρχω) σημαίνει βγαίνω από την απροσδιοριστία του μηδενός, βγαίνω από την ανυπαρξία όπου ακόμη ταλαντεύομαι μεταξύ του είναι και του μη είναι. Και ακριβώς μπροστά στην προοπτική των άπειρων αντιφατικών δυνατοτήτων που ανοίγονται μπροστά του, το άτομο νοιώθει αγωνία, δηλαδή τον ίλιγγο μιας επιλογής από την οποία θα εξαρτηθεί το πεπρωμένο του. Στην φιλοσοφική ανθρωπολογία του, η έννοια της αγωνίας είναι κεντρική και βρίσκει το αντικείμενό της μέσα στην ανθρώπινη ελευθερία. Όταν ο Θεός  στη Γένεση λέει στον Αδάμ «Από δέ του ξύλου του γιγνώσκειν καλόν καί πονηρόν, ού φάγεσθε απ’ αυτού», ενεργοποιείται η αγωνία. Αυτό που μέλλεται να ακολουθήσει είναι η διάκριση Καλού–Κακού και η ανώτερη μορφή έκφρασης της αγωνίας ανάμεσα στο είναι και  δεν είναι. Ο άνθρωπος είναι εν τέλει μια ύπαρξη ριγμένη στον κόσμο, σε μια βασανιστική αναζήτηση–επανάληψη και την οποία είναι υποχρεωμένος να βιώσει, εάν θέλει να υπάρξει ως ένα «απόλυτο εγώ».

Ο Δανός φιλόσοφος, αναφερόμενος στον ποιητικό άνθρωπο γράφει: «Αλλά στις μέρες μας το ζήτημα στ’ αλήθεια είναι αυτό: να υπάρχεις ή να μην υπάρχεις, γιατί δεν ευχαριστώνται να ζουν ποιητικά μια φορά, από καιρό σε καιρό, απαιτούν, όλη η ζωή να είναι ποιητική». Η αποδοχή του άγχους είναι η αποδοχή της αλήθειας ότι ο πόνος είναι πάντα παρών στη ζωή μας και ότι αυτός ο κόσμος είναι χτισμένος σε κινούμενη άμμο, ότι η βεβαιότητα δεν υφίσταται και ποιητική ζωή δεν υπάρχει. Το άγχος είναι στενά συνδεδεμένο με μια σκληρά κερδισμένη γνώση σχετικά με την αιώνια μεταβαλλόμενη φύση αυτού του κόσμου, με μια δύσκολη γνώση της συνεχώς μεταβαλλόμενης φύσης  του κόσμου, η οποία συχνά  διαψεύδει τις προθέσεις, τις προσκολλήσεις ή τις σχέσεις μας. Παρέχει ωστόσο μια οξεία υπενθύμιση ότι είμαστε ζωντανοί. Οι ανησυχίες μας για τους δικούς μας μας υπενθυμίζουν τα όρια που έχουμε σχηματίσει γύρω από τον εαυτό μας, μας πληροφορούν για το τι είναι ο εαυτός μας και οι άλλοι. Μας δείχνουν κυρίως την αδυναμία του ισχυρισμού ότι είμαστε απομονωμένα όντα που νοιαζόμαστε μόνο για τον εαυτό μας. Ο φόβος σχετίζεται πρωτίστως με την αγάπη, τον πόλεμο και τον έρωτα. Γι’ αυτό στην ελληνική μυθολογία, ο Φόβος εμφανίζεται στον κόσμο από το ζευγάρωμα του Άρη με την ερωμένη του Αφροδίτη. Ο Χάιντεγκερ τον ταυτίζει με το άγχος του ανθρώπου για τον μηδενισμό του μετά θάνατον, επίγνωση που μπορεί ωστόσο να τον οδηγήσει στην αυθεντικότητα της ύπαρξης του ενόσω ζει. Για όσους, επομένως, το άγχος είναι συστατικό της ύπαρξής τους και της προσωπικής ταυτότητάς τους, ας παρηγορηθούν βλέποντάς το ως μια σύνδεση με την αληθινή ελευθερία που έρχεται μαζί με το τρομερό βάρος των συναντήσεων με το φόβο. Οι αντιπαραθέσεις μας με το άγχος συγκροτούν την πιθανότητα αυτοανακάλυψης και  κοσμογνωσίας -συστατικά της τέχνης και της φιλοσοφίας- όσο βαρύ κι αν είναι το τίμημα.

Το άγχος με βοηθάει να κατανοήσω ποιος είμαι. Με στοιχειώνει και με εξανθρωπίζει. Ο Καρούζος προτρέπει :«Απελπίσου τέλος πάντων ως άνθρωπος, ορθώσου στα νύχια της αγωνίας, γίνου διάττορος». Κι ο Αγγελάκας συμπληρώνει: «Η αγωνία μου είναι φως/ μες στο σκοτάδι που γυρνάω/και μου θυμίζει διαρκώς /που έχω να πάω.