Αντίο σας κύριε Γιώργο Αξυπολιτίδη

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 12.09.16 ]

Αλάργεψε και ο κύριος Γιώργος. Ο Γιώργος Αξυπολιτίδης. Στα 93 του. Aλλά για πάντα και για πάντα, ο κύριος Γιώργος. Ο νεανικός φίλος της μάνας μου, ένα χρόνο μικρότερός της, μέχρι που πέθανε η μάνα μου το 2010. Μακρονησιώτης ο κύριος Γιώργος, επιβιώσας από τη φοβερή σφαγή της Μακρονήσου. Πιστός και με πάθος μέχρι το τέλος στο ΚΚΕ. Μονάχα με σεβασμό το λέω. Και με μεγάλη σιωπή υποστέλλω τις σημαίες των δικών μου απόψεων για να μην ταράξει το παραμικρό τυχαίο πλατάγισμα τα πρώτα βήματα καθώς αλαργεύει. Φαντάζομαι πως είναι χαμογελαστός. Όπως ήταν πάντα. Ένα χαμογελαστό παιδί που έλεγε την μάνα μου, «μάνα» κι ας ήταν μόνο ένα χρόνο μεγαλύτερη. Και  γύριζαν μαζί στα χωριά της Καβάλας με την ντουντούκα της ΕΠΟΝ. Και η μάνα μου του έκανε μαθήματα μαθηματικών. Φαντάσου το: παιδιά στην πρώτη ανθισμένη τους νεότητα πάνω από το βιβλίο, μέσα στο όνειρο, πίσω από τα μεγάλα εκφωνήματα ενός σφρίγους που έμοιαζε ατελεύτητο. Όχι παντοτινό, ατελεύτητο. Ένα απέραντο «Για πάντα» από τα πολλά «Για πάντα» που υπάρχουνε σε αυτόν τον κόσμο. Αυτοί, αυτό το απέραντο «Για πάντα» επέλεξαν και τώρα που αλάργεψαν «Για πάντα», σκέφτομαι ότι το «Για πάντα» δεν κρατάει για πάντα. Όμως όσο πιο πολύ κρατάει τόσο πιο πολύ ρίχνει το δάκρυ του για να καρποφορήσει το επόμενο «Για πάντα» της συνέχειας. Το βλέπω καθαρά καθώς ο κύριος Γιώργος αλαργεύει. Και δεν έχει πια παρελθόν αλλά μονάχα μέλλον μέσα στη μνήμη μας και μέσα στην αμέριμνη αγνωσία εκείνων που δεν θα μάθουν ποτέ, ότι κάποτε υπήρξε, εκείνων που δεν θα μάθουν ποτέ πως όταν ανοίγουν τα τετράδια των παιδιών τους («Για πάντα»), αναβλύζει ο ανθός από τον βόγγο εκείνων που αλάργεψαν δίνοντας τα πάντα, στο «Για πάντα» μιας ζωής με ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη.

Α, ναι. Ο κύριος Γιώργος έφυγε από την Καβάλα, ήρθε στην Αθήνα, έγινε λογιστής, παντρεύτηκε την Ηρώ, απέκτησε την Ελένη και την Αθηνά, απέκτησε εγγόνια…

Δεν ήταν εύκολο. Αυτή η κανονικότητα, σ’ αυτό τον τόπο δεν ήταν εύκολη για όσους πάσχιζαν να τον κάνουν «αλλιώς ωραίο». Μερικές φορές ήταν μια τρομακτική κανονικότητα. Το ξέρω εξ ιδίας πείρας (μαζί και ο αδελφός μου) που μεγαλώσαμε μέσα στην «κανονικότητα» της μετεμφυλιακής πατρίδας. Το λέω έτσι, για να μην νομίζουν ότι όλοι μεγαλώσαμε στην ίδια Ελλάδα. Μέσα σ’ αυτή την Ελλάδα ο κύριος Γιώργος έκρυβε στο σπίτι του (μέσα στην οικογένεια που είχε κατορθώσει), για πάνω από δέκα χρόνια τον Νίκο (παράνομο όνομα) ή ψηλό. Το αληθινό του όνομα ήταν Στέφανος. Αν τον έπιαναν δεν ξέρω κατά πόσο θα γλίτωνε τη ζωή του. Mια μεγαλειώδης πράξη. Να σώζεις έναν άνθρωπο κάθε μέρα για πάντα.  Και η ζωή σου κάθε μέρα να κερδίζεται για πάντα από την κατασπαρακτική αγριότητα των προσκυνημένων. Τέτοια πράγματα έκανε ο κύριος Γιώργος Αξυπολιτίδης που τώρα αλαργεύει, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμα φορά ότι ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια. Σ’ αυτό το αέναο και χαοτικό παιχνίδι της αρμονίας με την εντροπία, που ονομάζεται παιχνίδι των πιθανοτήτων. Ο κύριος Γιώργος Αξυπολιτίδης έπαιξε. Και κέρδισε. Γιατί όπως μου είχε πει κάποτε η Διδώ Σωτηρίου για τον εαυτό της βέβαια, αλλά ήταν μια μέθοδος εγκαταβίωσης για πολλούς, «δεν πόνταρα ποτέ μου στο ζερό». Ούτε ο κύριος Γιώργος Αξυπολιτίδης. Ποτέ στο ζερό του φόβου. Ποτέ στο ζερό της αποκτηνωμένης απελπισίας. Ποτέ στο ζερό της απανθρωπίας. Ποτέ στο μαύρο της φασισμένης ανέχειας. Ποτέ στο τετανικό χαμόγελο των εθισμένων στην εξουσία που τώρα πια χαμογελούν σαν εκμαγεία χωρίς μάτια για να δουν, χωρίς βλέφαρα, για να κλάψουν, χωρίς δάκρυα, ώστε να κάνουν εύκαμπτη την χειρονομία των αγαλμάτων προς το αληθινό άλλο. Αυτό το «Άλλο» που υπήρξε ο κύριος Γιώργος Αξυπολιτίδης. Από την συνοικία Κυρτζή της Καβάλας. Από τη γειτονιά της «γέφυρας». Τώρα δεν υπάρχει η γέφυρα. Το μπάζωσαν το ρέμα. Πιο πέρα ήταν το σπίτι μας. Πιο πέρα πια είναι η μάνα μου και ο κύριος Γιώργος. Και ακόμη πιο πέρα ο παντοτινός κόσμος που ποτέ μα ποτέ δεν είναι για πάντα.

Αντίο σας κύριε Γιώργο Αξυπολιτίδη.