Ανήμερα του Άη Νικόλα

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 05.12.20 ]

Τρίτος χρόνος στο νησί. Έντεκα τσιγάρα το ’να πίσω απ’ τ’ άλλο κάπνισα εκείνο το βράδυ. Όσα δεν είχα καπνίσει ποτέ, μέχρι να λύσω την πιο δύσκολη εξίσωση. Νεοδιόριστος και άπειρος. Σ’ ένα νησί με λιγοστούς δύστροπους κατοίκους, αλλά με ονειρεμένες ανατολές, μαγευτικές δύσεις και κέδρα που έφταναν μέχρι τη θάλασσα. Ξεχασμένο απ’ τα βαπόρια τον χειμώνα, λες και δεν υπήρχε στον χάρτη.

Στο έρημο μουράγιο, ένας λιμενικός έκοβε άσκοπα βόλτες. Οι βάρκες παροπλισμένες, σε χειμερία νάρκη. Στον μοναδικό καφενέ που έμενε ολημερίς ανοιχτός και τον χειμώνα, πίσω απ’ το μονίμως νοτισμένο τζάμι, πέντε ψαράδες απ’ τον κάτω μαχαλά πίνανε νυσταλέοι καφέδες και τσάγια, φουμέρνανε συνεχώς τσιγάρα, παίζανε πρέφα και τάβλι και κοροϊδεύανε τον αγαθό τον Μάκη, έναν αλαφροΐσκιωτο δίμετρο άντρα, που τσαλαβουτούσε –χειμώνα καιρό- ξυπόλητος μες στα νερά. Έτσι για να κυλάνε οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες. Οι ανωμερίτες σπάνια κατέβαιναν στο λιμάνι. Αυτοί είχαν το δικό τους στέκι. Μακριά κι αγαπημένοι.

Εκεί πήγαινα κ’ εγώ, γιατί μ’ άρεσε να κάθομαι μόνος σε μια γωνιά, να διαβάζω το βιβλίο μου και ν’ ακούω αλλόκοτες θαλασσινές ιστορίες που ορκίζονταν πως τις έζησαν κάποτε οι ίδιοι ή οι αρχαίοι τους πρόγονοι, όπως έλεγαν. Μίλαγαν για φουρτούνες που σηκώνονταν ξαφνικά και κατάπιναν με μια χαψιά τις βάρκες και τα καΐκια τους. Για πελώρια ψάρια που έσκιζαν τα δίχτυα τους. Για γοργόνες που τους έπαιρναν στο κατόπι. Για έναν παντρεμένο που αντίκρισε μια απ’ αυτές ένα βράδυ κι έχασε για πάντα τη μιλιά του.

Διακόσιοι πενήντα νοματαίοι, που δεν μπορούσαν να μονοιάσουν μεταξύ τους. Το σχολείο στη μέση των δύο οικισμών. Πέντε παιδιά από τον απάνω οικισμό στη μια άκρη της αίθουσας και άλλα πέντε από τον κάτω οικισμό στην άλλη μεριά. Ούτε στα διαλείμματα δεν μιλιόντουσαν καλά καλά.

Έξι του Δεκέμβρη γιόρταζε το ξωκλήσι το κρεμασμένο στην άκρη του γκρεμού, που μόνο απ’ τη θάλασσα μπορείς να το προσεγγίσεις τον χειμώνα. Το μονοπάτι τρεις ώρες δρόμος, κινδύνευες να γκρεμοτσακιστείς. Βαρυχειμωνιά κι οι ντόπιοι το ’χαν αμαρτία να μην γιορτάσουν τη χάρη του Αγίου. Ήταν η μόνη μέρα του χρόνου που κάτοικοι και από τους δύο οικισμούς συναντιόντουσαν. Ολιγόωρη εκεχειρία. Έκαναν την καρδιά τους πέτρα και ανέχονταν για λίγες ώρες ο ένας τον άλλον.

Νωρίς τo απόγευμα, την παραμονή, τέλεσαν τον εσπερινό και στη συνέχεια ο πανηγυράς κέρασε εκλεκτούς μεζέδες και άφθονο κρασί τους πιστούς και από τους δύο οικισμούς. Χωρίς πολλά πολλά. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη. Δεν κατάλαβα πώς ξεκίνησε ο καβγάς. Κάποιοι σπρώχτηκαν, φώναξαν, ο παπα-Γιάννης, με τον μαΐστρο στα γένια, στη μέση να τους ηρεμήσει. «Παιδιά μου, μέρα που ’ναι! Τι στην ευχή ζητάτε;» Όλοι κατηγορούσαν όλους για όλα. Δίκες και καταδίκες. Σκάλιζαν τα παλιά. Μια φωτιά μισοσβησμένη που μέσα σε λίγη ώρα την αναζωπύρωσαν. Διακόσια χρόνια φαγωμάρας, διακόσιοι άνθρωποι σ’ έναν τόπο τριάντα τετραγωνικών χιλιομέτρων.

Οι μισοί αναζήτησαν σωτηρία στον ναΐσκο. Οι άλλοι απέξω να ωρύονται και να χτυπάνε την καμπάνα. Βρέθηκα απόμερα σε μια πεζούλα μαζί με κάτι παιδιά, σε απόσταση ασφαλείας από την εμπόλεμη ζώνη. Οικογένειες διαιρεμένες στα δυο που δεν τις χώριζε τίποτα, σκεφτόμουν. Άντε καθηγητά μου, λύσε τώρα άμα μπορείς αυτή την εξίσωση. Τώρα σε θέλω! Στα δύσκολα.

Δικιά μας η εικόνα φώναζαν οι πολιορκημένοι. Αυτά είναι συμφωνημένα από παλιά. Είναι γραμμένα στα κιτάπια. Κουζουλοί, απαντούσαν οι πολιορκητές. Βγείτε όξω ρε άμα τολμάτε! Κότες ήσασταν πάντα. Τουρκοσπορίτες, φώναζαν οι μέσα. Από τότε που πατήσατε τ’ αναθεματισμένο το ποδάρι σας στον τόπο, άσπρη μέρα δεν είδαμε. Σεισμοί, πλημμύρες, αναβροχιές. Να φύγετε, να πάτε απέναντι στ’ αδέρφια σας. Άπιστοι!

Τη φασαρία τους έκοψαν μαχαίρι φωτοβολίδες που έσκασαν απ’ τη μεριά της θάλασσας. Κάποιοι κινδύνευαν, είπαν. Οι πολιορκημένοι πραγματοποίησαν αναίμακτα την έξοδό τους απ’ τον ναό και ενώθηκαν με τους εχθρούς, λες και δεν είχε συμβεί τίποτα προηγουμένως. Μια βάρκα που μετέφερε ναυαγισμένες ψυχές από απέναντι βούλιαζε μεσοπέλαγα. Δεν είχε ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο στα μέρη τους και ξαφνιάστηκαν. Ο Μάκης έδωκε το σύνθημα. Οι υπόλοιποι δεν το κοσκίνισαν. Όρμησαν στη λάντζα που περίμενε καρτερικά από ώρα στον απάνεμο όρμο. Κατάφεραν να σώσουν πέντε παιδιά και τρεις γυναίκες. Τους πέντε αγνοούμενους άντρες όσο κι αν έψαξαν μες στο πηχτό σκοτάδι δεν τους βρήκαν πουθενά. Χάθηκαν. Κάποια γοργόνα θα τους ξελόγιασε, είπαν.

Στο μικρό ξωκλήσι ο παπα-Γιάννης έψαλλε τον παρακλητικό κανόνα της ημέρας. Τα ξημερώματα, ανήμερα του Άη Νικόλα η βενζινάκατος άρχισε να κάνει δρομολόγια απ’ τον όρμο στο μικρό λιμάνι, μεταφέροντας τον κόσμο. Ένα λυπητερό τραγούδι συνόδευε τον βιολιστή και τον λαουτιέρη, καθώς οι πρώτες ηλιαχτίδες έσκιζαν το μαύρο πέπλο.

Του ναύτη η δόλια η μάνα ζύμωνε λέει,
τον γιο της παξιμάδι και με τα δάκρυα
η δόλια ζύμωνε και με τα μοιρολόγια.

Τον φούρνο λέει, μάνα μ’ παρήγγειλε λέει,
τον φούρνο παραγγέλνει:
“Φούρνε καλά να ψήσεις το ψωμί λέει,
καλά να το ροδίσεις γιατί ο γιος μου θα ξενιτευθεί…”

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ, 6/12/2015]