Αλκιβιάδου και Αγορακρίτου γωνία

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 15.12.18 ]

 

Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά

και μετριέται πιάτο-πιάτο

μαζί με τα κομμάτια τους

 στον πάτο του φωταγωγού.

[Κατερίνα Γώγου, Μοναξιά]

 

Στο ίδιο παγκάκι καθόταν από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Στην αρχή μαζί με τη μητέρα του, έπειτα μόνος. Κανείς άλλος δεν πλησίαζε. Ένας άτυπος κώδικας που τον γνώριζαν σιωπηρά όλοι οι θαμώνες της πλατείας. Το παγκάκι τού ανήκε δικαιωματικά.

Ένα ξύλινο παγκάκι σε βαθύ σκουροπράσινο χρώμα. Το φρόντιζε προσωπικά λες κι ήταν το κρεβάτι του. Το σκούπιζε καθημερινά μ’ ένα βρεγμένο πανί, μετά το πέρναγε ένα χέρι με στεγνό, μη μείνει υγρασία και φουσκώσει το ξύλο. Ύστερα τοποθετούσε ένα τετράγωνο ύφασμα κι από πάνω ένα μαξιλάρι. Το περιεργαζόταν από κάθε πλευρά, λες και θα καβαλούσε μηχανή, κι έκανε μια γρήγορη γύρα. Σβινννννν!

Τον χειμώνα μάλιστα το έβαφε με βερνίκι για να προστατευτεί το ξύλο. Η τελετουργία επαναλαμβανόταν όλες τις μέρες, ακόμα και τις ακατάλληλες. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις προμηθευόταν τα αναγκαία: ομπρέλα, αδιάβροχο και κουβέρτα τον χειμώνα· παγωμένο νερό και καπέλο το καλοκαίρι.

Με τον καιρό έγινε το ιερό σύμβολο της πλατείας. Με το σπαθί του απέκτησε αυτό το δικαίωμα. Η μεγαλύτερη, μάλιστα, «επιβράβευση» ήρθε αργότερα όταν κάποιοι γείτονες μετονόμασαν την πλατεία προς «τιμήν» του. Πλατεία Αναπήρων! Όταν άκουγε τη λέξη, έσειε το κεφάλι και κουνούσε ακανόνιστα τα χέρια, τις στιγμές που το μυαλό του κράσαρε.

Αγόραζε πασατέμπο, ποπκορν, κουλούρια, παγωτά. Τα ’τρωγε μόνος του, όταν δεν του έπεφταν από τα χέρια. Ακόμα και τα περιστέρια φοβόντουσαν και πέταγαν μακριά, αφήνοντας ενθύμιο τα φτερά τους. Τα παιδιά σκαρφάλωναν στις τσουλήθρες, τραμπαλίζονταν, έτρεχαν, έπαιζαν κρυφτό. Πάντα σε απόσταση ασφαλείας απ’ το παγκάκι. Απέφευγαν το ναρκοπέδιο και δεν πατούσαν στην απαγορευμένη περιοχή.

Μια μέρα, απ’ την πίσω πλευρά της εκκλησίας, μέσα απ’ τους θάμνους πρόβαλαν δειλά δυο σκιές με μάτια μαυρισμένα, που έσερναν ένα καρότσι με λογής λογής άχρηστα πράγματα. Δεκάδες μάτια τούς κάρφωσαν, έτοιμα να τους κατασπαράξουν.

Αίφνης, είδε τον εαυτό του -πέντε χρονών θα ’τανε- όταν η μητέρα του τον έφερε για πρώτη φορά στην πλατεία κι αυτός ντρεπόταν τ’ άλλα παιδιά. Τον φόβιζαν -μαμά, πάμε να φύγουμε!- πουθενά χώρος για να καθίσουν. Ένας ηλικιωμένος τούς κάλεσε τότε σ’ ένα σκουροπράσινο παγκάκι και τους πρόσφερε ποπκορν.

Δεν το πολυσκέφτηκε. Τους έγνεψε να σιμώσουν. Τα κουλούρια μόλις βγήκαν απ’ τον φούρνο και μοσχομύριζαν, το ποπκορν άχνιζε μέσα στο σακουλάκι. Τα νερά ήταν παγωμένα. Το τετράτροχο καρότσι του θα είχε πλέον συντροφιά. Εκεί, Αλκιβιάδου και Αγορακρίτου γωνία.