Αιτία θανάτου: ΑΗΔΙΑ
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 19.02.23 ]Εσύ. Αγοράζεις ένα βιβλίο. Έχεις κάρτα στη βιβλιοθήκη και δανείζεσαι τακτικότητα (κοστίζει βλέπεις να είσαι βιβλιοσκούληκο), αλλά, όσο να πεις, είναι και δυο μικρά βιβλιοπωλεία που σε ξέρουν (το ένα από πιτσιρίκι) και δεν μπορείς να περνάς και να μη ρίξεις ένα βλέφαρο και στη βιτρίνα. Όλο και κάποιο θα σου κλείσει το ματάκι. Αυτή η σαγήνη που θα σε τυλίξει με το δίχτυ της κι άλλο δεν θα μπορείς παρά να σπρώξεις απαλά την πόρτα, να πεις την «καλημέρα» και να ζητήσεις ένα καινούργιο εραστή. Περί αυτού πρόκειται άλλωστε, είτε προκύψει one night stand είτε δεσμός, η σχέση είναι ερωτική.
Εγώ. Πόσο ξέφυγα πάλι. Χάθηκα. Πού είσαι;
Εσύ. Αγοράζεις το βιβλίο. Το βάζεις στην τσάντα σου. Δεν βλέπεις την ώρα να μείνετε μόνοι οι δυο σας. Κάνεις κι ατμόσφαιρα. Η πολυθρόνα η σωστή. Το φως που πρέπει.
Εγώ. Και μουσική (άλλοι όχι) κι ίσως κι ένα ποτήρι οινόπνευμα. Εσύ; Να σου βάλω;
Εσύ. Αρχίζεις. Από τις πρώτες λέξεις, από τις πρώτες αράδες, πριν καν ολοκληρώσεις τη σελίδα καταλαβαίνεις ότι πρόκειται περί πατάτας. Δεν θυμώνεις. Επιμένεις. Μπορεί να στρώσει παρακάτω, ελπίζεις.
Εγώ. Δεν έχω χειρότερο απ’ την ελπίδα. Το έχω ξαναπεί με χίλιους τρόπους. Πέτα το.
Εσύ. Ελπίζεις όμως. Αυτό σε συγκρατεί και συνεχίζεις και δεν το πετάς απ’ το παράθυρο. Και συνεχίζεις και γυρνάς τις σελίδες τη μια μετά την άλλη, τη μια μετά την άλλη… Κι αυτό που περιμένεις κι ήλπιζες να βρεις άφαντο, ανύπαρκτο.
Εγώ. (Κρίμα το δέντρο)
Εσύ. Το τελειώνεις σαν υποχρέωση και δεν μπορείς να συγκρατήσεις το «άι σιχτιρ!» σχεδόν ταυτόχρονο με την τελευταία τελεία στην τελευταία σελίδα.
Εγώ. ΑΙ ΣΙΧΤΙΡ!!! Ένα τέτοιο βιβλίο θυμήθηκα τώρα. Το διάβαζα κι είχα τη διάθεση να γράψω ένα άρθρο για τη «σιέλ λογοτεχνία» -δικός μου όρος, τη μητρότητα διεκδικώ, καθώς έχω ακούσει να μιλούν με βδελυγμία μόνο για τη «ροζ», που στην τελική είναι και η τίμια, ενώ αναντίρρητα υπάρχει και η σιελ και είναι παραγωγικότατη, ακριβοπληρωμένη και την προσκυνούνε κι από πάνω αναγνώστες κι αναγνώστριες και κριτικοί- και να ξεχέσω και το βιβλίο και τον συγγραφέα. Δεν το έγραψα για έναν μόνο λόγο. Για να μην νικήσει. Νικάει τώρα. Του χαρίζω αναδρομικά μια νίκη τραγουδώντας «ο χαμένος τα παίρνει όλα». Μιλάει για ένα ταξίδι. Στην τρίτη ηλικία αναφέρεται (βλακώδης όρος, τον χρησιμοποιώ από ανάγκη μέχρι να καταλήξω σε κάποιον από όλους τους άλλους που μέσα μου αναδύονται).
Το μυαλό μου. Κι ήρθα και το θυμήθηκα γιατί το μυαλουδάκι μου μου παίζει τρελά παιχνίδια κι ό,τι θυμάται χαίρεται και με μπερδεύει με τους δαιδαλώδεις συνειρμούς που μου σκαρώνει πιασμένο απ΄το «άι σιχτιρ!» σου.
Το μυαλό σου. Ηρεμεί το σώμα. Ηρεμεί κι αυτό; Φαινομενικά, μα οι συνάψεις του βαράν υπερωρίες. Σου συνδυάζει τώρα δύο άρθρα που τις προάλλες διάβασες στη Στύγα με το κωλοβιβλίο που γι’ αυτό σου μίλησα εγώ πριν από πόσους(;) μήνες που έπεσε στα χέρια μου (και δυστυχώς δεν έμεινε μόνο σ’ αυτά).
Το ένα άρθρο. Αφορά κάποιον Ιάπωνα, ονόματι Γιουσούκε Ναρίτα, καθηγητή οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Yale, παρακαλώ (βαρβάτο πανεπιστήμιο όχι κανένα της πλάκας σαν τα δικά μας). Ο εν λόγω κύριος καθηγητής το λοιπόν προέτρεψε τους ηλικιωμένους της πατρίδας του (μάλλον για αρχή) να κάνουν λέει Χαρακίρι ή Σεπούκου (τελετουργικά αυτοκτονίας) σαν ατιμασμένοι σαμουράι και να πάψουν να είναι βάρος στη χώρα τους. Τον κράξανε φυσικά στα social μα ποιος μπορεί να είναι σίγουρος ότι το κράξιμο δεν ήταν μόνο για τα μάτια του κόσμου.
Το άλλο άρθρο. Η περίπτωση του Παναγιώτη, 93 ετών. Αμαλιάδα. Σύνταξη για κλάματα. Κόρη άνεργη. Έξωση. Εγκατάσταση στο φιατάκι. Έμφραγμα μυοκαρδίου. 93 ετών. Σύμφωνα με τον Ιάπωνα καθηγητή του Υale έπρεπε ήδη να είχε ακολουθήσει την προτροπή του, ωστόσο ο Παναγιώτης ήταν Έλληνας και δεν όφειλε καμία πίστη και υπακοή σε παραδόσεις ιαπωνικές και έθιμα. Ο Παναγιώτης ήταν Έλληνας αλλά η ελληνική παιδεία και κουλτούρα δεν του παρείχε προστασία έναντι στη βαρβαρότητα. Ο θαυμαστός σ΄όλο τον κόσμο ελληνικός πολιτισμός την εγκατάστασή του στο μικρό αυτοκίνητο και τον θάνατό του δεν εμπόδισε. Στην Αμαλιάδα ένα τσιγάρο δρόμος μέχρι την Ολυμπία (αρχαίο πνεύμα αθάνατο… του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού…). Εδώ στο λίκνο του πολιτισμού κανένας δεν του πρότεινε να κάνει χαρακίρι, ούτε και τόλμησε να διατυπώσει ισχυρισμό περί της υποχρεωτικότητας της ευθανασίας (άσε που πλησιάζουν κι εκλογές) των ηλικιωμένων, εδώ ήταν ελεύθερος να έχει κατοικία το αυτοκίνητό του κι όσο αντέξει…
Και το γαμωβιβλίο. Να σε παραμυθιάζει για ταξίδια κατακόρυφα ή κάπως έτσι (που καλά θα ήταν αν δεν ήταν τόσο σιελ) όταν το μόνο ζητούμενο για την ανάπτυξη που οραματίζονται των οικονομικών οι καθηγητάδες και όσοι στις σχολές τους έχουν φοιτήσει και μας κυβερνούν είναι πως θα μας στείλουν μια και καλή στο ένα και μοναδικό ταξίδι, το οριζόντιο.
Εσύ. Ιδέα. Ανάβεις ένα τσιγάρο. Τις σκέψεις διευθετείς και καταλήγεις σε συλλογισμούς με διαύγεια και συνοχή. Στη λογική σου ψάχνεις καταφύγιο. Τότε δεν θες να μου μιλάς.
Εγώ. Συναίσθημα. Έχω γκώσει από καιρό. Και μόλο που το σύστημά τους ορίζει πως έχω ακόμα χρόνια παραγωγικά να τους δουλεύω, το δηλώνω καθαρά και ξάστερα και το συμπέρασμά μου είναι ένα : στο σύστημα που υπαγορεύει
εσείς γεννήστε εσείς ψηφίστε εσείς ψοφήστε
υπο-γεννητικότητα υπο-χωρητικότητα υπο-θνησιμότητα
φρέσκο κρέας κιμάς φύρα
την πλάτη μου γυρνώ με περιφρόνηση. Και έτοιμη από καιρό και θαρραλέα και όπου κι όποτε και με όποιο τρόπο αιματηρό ή αναίμακτο (έχει και η χημεία τρόπους αποτελεσματικότατους) και ξέρω πια πως για οριζόντια ταξίδια οι τομές πρέπει να είναι κάθετες.
Κι αν το βιβλίο είναι μάπα δεν χρειάζεται να φτάσουμε στη δική του την τελεία, τη βάζουμε και μόνοι μας, μα όχι ως ατιμασμένοι σαμουράι, ως παλαβοί στο Κούγκι.
Εθελοντές στον αγώνα κατά κάθε υπό που κάτω μας κρατάει (ως τελευταίο χρέος στο σύστημά τους, τα άλλα τα χουμε πληρώσει) κι ας γράψουν ως αιτία θανάτου: ΑΗΔΙΑ.
Αφού είναι τόσο βιαστικοί και δεν αφήνουν την ανάμνηση της υπόσχεσης μίας αυγής, ενός δειλινού τη μελαγχολία, ενός πουλιού το πέταγμα, ενός δέντρου την εύγλωττη σοφία, τη θλίψη τη σπαρακτική της συνειδητοποίησης μιας άσκοπης και μάταιας σπατάλης, ανεπίστρεπτης, τη νοσταλγία μιας επιστροφής στη βασική, στη μόνη λέξη που ξεχάστηκε μέσα στης γλώσσας τα συντρίμμια να κάνουν τη δουλειά και να μας βγάλουνε ξανά στο φως, το ίδιο που μας γέννησε καθώς με όλες τις αισθήσεις σε υπερένταση θα απολαμβάνουμε της Λίγειας το τραγούδι, τον ύμνο στην πολύχρωμη ζωή που στερηθήκαμε, που αφεθήκαμε να μας στερήσουν τα τικ-τακ των ρολογιών τους που κάνουν τις ζωές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι κατολισθήσεις των κλεψύδρων τους που πλακώνουν την μοναδικότητα του ανθρώπου για να ανασύρουν μόνο πτώματα, πράγματα αντικαταστατά και αναλώσιμα.
*Κι ο μόνος λόγος που δεν γράφω και τον τίτλο του βιβλίου είναι μήπως (από έλλειμμα ζωής) καθίσω και το γράψω τελικά εκείνο το άρθρο για τη σιέλ λογοτεχνία του σιέλ ετούτου κόσμου… σιέλ προς το μωβ του πένθους που όλο και πιο σκούρο γίνεται (καμία σχέση με το ροζ, που είναι τίμιο). Προς το παρόν μηρύομαι ωρυομένη.