Αισιοδοξία...

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 06.02.18 ]

Απαισιοδοξία μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας σύγχυσης, μια σχολή σκέψης, ένα κίνημα, κυρίως μια στάση εκούσια ή ακούσια απέναντι στον κόσμο και τη ζωή. Μια ηθική της ματαιότητας διαπερνά την απαισιοδοξία. Η ματαιότητα αυτή μετατρέπει κάθε πράξη  σε παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Η κακοτυχία και η απάτη είναι οι κινητήριες δύναμεις της. Για τον απαισιόδοξο, η μικρότερη λεπτομέρεια μπορεί να αποτελεί ένδειξη μεταφυσικής ματαιότητας και απογοήτευσης.

Η απαισιοδοξία είναι κυρίως η νύχτα της σκέψης, η φιλοσοφία της  Άρνησης.

Στην άλλη όχθη κινήθηκε  ο Μπόρχες που όταν διορίστηκε διευθυντής Εθνικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Άϊρες ταυτόχρονα τυφλώνεται και σχεδόν ενθουσιάζεται με αυτή την υπέρτατη ειρωνεία.

Ο Θεός, είπε, μού έδωσε ταυτόχρονα τα βιβλία και το σκοτάδι:

«Ζω ανάμεσα σε θαμπές και διάφανες μορφές

που ακόμα δεν έχουν γίνει απόλυτο σκοτάδι.

Το Μπουένος Άιρες

που παλιά μοιραζόταν σε φτωχογειτονιές

προς τη μεριά του απέραντου κάμπου,

έγινε πάλι το νεκροταφείο Ρεκολέτα, η πλατεία Ρετίρο,

τα δρομάκια της παλιάς πόλης

και τα ετοιμόρροπα παλιά σπίτια

μια περιοχή που ακόμα λέμε Νότο.

Πάντοτε στη ζωή μου όλα ήρθαν άφθονα.

ο Δημόκριτος ο Αβδηρίτης έβγαλε τα μάτια του για να σκέφτεται.

ο χρόνος ήταν ο δικός μου ο Δημόκριτος.

Αυτό το μισοσκόταδο σέρνεται αργά αργά και δεν πληγώνει.

κυλάει πάνω σε μια ήρεμη πλαγιά

και μοιάζει σα να είναι η αιωνιότητα.

Οι φίλοι μου δεν έχουν μορφή

οι γυναίκες είναι όπως ήταν εδώ και πολλά χρόνια,

μπερδεύεται η μια γωνιά του δρόμου με την άλλη,

δεν έχουν γράμματα οι σελίδες των βιβλίων.

Όλα αυτά θα ’πρεπε να με τρομάζουν

όμως αφήνουν μια γεύση γλυκιά, μια επιστροφή.

Από τα τόσα κείμενα που έχουν γραφτεί πάνω στη γη

λίγα μονάχα έχω διαβάσει

κι αυτά τα ίδια συνεχίζω να διαβάζω με τη μνήμη,

να τα διαβάζω και να τα μεταπλάθω.

Απ’ το Νοτιά, τη Δύση, την Ανατολή και το Βοριά,

συγκλίνουν οι δρόμοι που μ’ οδήγησαν

στο μυστικό μου κέντρο.

Οι δρόμοι αυτοί ήταν αντίλαλοι και βήματα,

γυναίκες, άντρες, αγωνίες, αναβιώσεις,

μέρες και νύχτες,

λήθαργοι κι όνειρα,

η καθεμιά στιγμή του χτες,

του κάθε χτες του κόσμου,

το κραταιό σπαθί του δανού και η σελήνη του πέρση,

τα έργα των νεκρών,

ο έρωτας που βρήκε ανταπόκριση, τα λόγια,

ο Έμερσον και το χιόνι, τόσα και τόσα…

Τώρα μπορώ να τα ξεχάσω. Φτάνω στο στόχο μου,

στην άλγεβρά μου, στην κλείδα

και στον καθρέφτη μου.

Σύντομα θα ξέρω ποιος είμαι.»

Το εγκώμιο της σκιάς (Elogio de la sobra, 1969)