Α. Ρεμπώ: «Μια εποχή στην κόλαση»
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 10.11.21 ]«Μια εποχή στην κόλαση». Με αυτό το αριστούργημα ο Α. Ρεμπώ απομυθοποιεί την αστική κοινωνία και αποχαιρετά το Παρίσι, αλλά και την ποίηση, στοιχειώνοντας με την σιωπή του τον ποιητικό χώρο.
Ο ποιητής, κατά τον Ρεμπώ, μπορεί να γίνει «προφήτης» μόνο μέσω μίας «μακράς, απέραντης και λελογισμένης απορρύθμισης όλων των αισθήσεων», υπονομεύοντας συστηματικά την καθιερωμένη και συμβατική λειτουργία τους.
Αυτή την «απορρύθμιση των αισθήσεων» θα εκφράσει με την ποίησή του:
"Ένα βράδυ, κάθισα την Ομορφιά στα πόδια μου -και τη βρήκα πικρή -και τη βεβήλωσα.
Όρθωσα το ανάστημα μου ενάντια στη δικαιοσύνη.
Τράπηκα σε φυγή. Ω Μάγισσες, Ω Δυστυχία, Ω Μίσος , είναι που σε σας τον θησαυρό μου εμπιστεύθηκα.
Κατάφερα να εξαφανίσω μέσα μου, όλη την ανθρώπινη ελπίδα. Με δρασκέλισμα αθόρυβο, κτήνους βαρύθυμου, έπνιξα κάθε ευχαρίστηση."
............
"Κάλεσα τους δήμιους για να αφανιστώ, μασώντας τις κάνες των όπλων τους. Επικαλέστηκα τους λοιμούς για να με πνίξουν σ’ άμμο και αίμα.
Η Δυστυχία ήταν ο Θεός μου… Στη λάσπη ξάπλωσα στεγνώνοντας τη σάρκα μου με μιαρό αέρα.
Υποδύθηκα τον ανόητο ως του σημείου παραφροσύνης.
Και η άνοιξη μου έφερε το τρομώδες γέλιο ενός ηλίθιου.
Εντούτοις, όταν ήμουν έτοιμος να κοάξω! Σκέφτηκα στα παλαιά συμπόσια να ψάξω το κλειδί, μήπως και βρω ξανά την όρεξη μου."
«’’Κατέγραφα σιωπές, σκοτάδια, αποτύπωνα το άφατο, καθήλωνα ιλίγγους’’. Όλη η προσπάθεια του Ρεμπώ, να σπάσει το φράγμα του ανέκφραστου. Να διαπεράσει το τείχος της σιωπής. Ν’ αρθρώσει κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί με λόγια» σημειώνει ο Στρ. Πασχάλης.
Αυτό λοιπόν για το οποίο πάσχισε ο Βιτγκενστάιν, να αποτυπώσει ό,τι δεν λέγεται με το «δεικνύναι», με τη γλώσσα του σώματος, ο Ρεμπώ θα επιχειρήσει να το εκφράσει με τη Μεταφορά, με την ποίηση. Αλλά πως «να κάνει τη σιωπή να μιλήσει»; Το μάταιο συνειδητοποιείται οδυνηρά. Αλλά και η κατάργηση του Εγώ μέσα από το «Εγώ είναι ο άλλος» δεν πετυχαίνει. Και φεύγει...
Η εποχή του Ρεμπώ
Η εποχή του Ρεμπώ είναι εκείνη κατά την οποία στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία και συγκεκριμένα στον Μπαλζάκ το συγγραφικό Εγώ είναι ένα προσδιορισμένο «κοινωνικό πρόσωπο», είναι ένα εξ αποστάσεως, αφ’ υψηλού βλέμμα στον κόσμο, που πρέπει να τον δείξει, να τον αφηγηθεί. Συνεπώς εδώ το Εγώ συνοψίζει τα κοινωνικά γεγονότα και τους ασκεί κριτική. Έτσι, η ατομικότητα εκφράζει την ψυχο-κοινωνική ολότητα, το Εμείς. Ο Φλωμπέρ αντίθετα γίνεται ο μάρτυρας του αστισμού αλλά και της ευρωπαϊκής παρακμής, γι’ αυτό σ' αυτόν το Εγώ ασκεί κριτική σε μία κοινωνική ομάδα και προτάσσει την αισθητική, δηλαδή μία μεταγλώσσα ως ασπίδα και άμυνα του Ατόμου κατά της αστικής μάζας και της ανίας. Γενικά, η εκβιομηχάνιση και ο αστισμός θα προκαλέσουν την αντίδραση του ατόμου που αντιστέκεται, που πιστεύει στον εαυτό του. Γι’ αυτό το Εγώ του Μπαλζάκ είναι ένα άτομο προς ενσωμάτωση σ’ ένα Εμείς, ενώ το Εγώ του Φλωμπέρ και του Σταντάλ είναι ένα άτομο που θέλει να ξεφύγει από την άμορφη μάζα του Εμείς. Το Εγώ του Ρεμπώ είναι μπαλζακικό.
Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού η ποίηση θα θαυμάσει το Εγώ που δεν χάνεται σαν την σκόνη του Σαιν Ζυστ και του Ρεμπώ μέσα στους άλλους, αλλά το οποίο περιλαμβάνει όλους τους άλλους. «Είμαι οι «άλλοι», «είμαι», περικλείω το σύμπαν θα διαδηλώσει ο Ουίτμαν. Γι’ αυτό οι στίχοι του Ρεμπώ «Α, οι καιροί να ’ρθουν/ Που όλοι θα ερωτευθούν!» δεν απευθύνονται πλέον στον άλλο, αλλά στον ίδιο τον εαυτό, οδηγώντας στην αυτοαναφορικότητα και τον πληθωρισμό από ναρκισσισμό και υπερβολικό εαυτό.
Τόσο το λογοτεχνικό του έργο, όσο και η περιπετειώδης ζωή του, διαμόρφωσαν την εικόνα ενός επαναστατικού καλλιτέχνη ή όπως τον αποκάλεσε ο Αλμπέρ Καμύ, ενός «ποιητή της εξέγερσης».