Όλιβερ Σακς, το τέλος του «ποιητή της σύγχρονης ιατρικής»
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Κόσμος / 08.07.17 ]Σαν σήμερα το 1933 γεννήθηκε ο Βρετανός νευρολόγος και συγγραφέας Όλιβερ Σακς (Oliver Sacks). Σπούδασε ιατρική και βιολογία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και μετά από μία σύντομη παραμονή στον Καναδά, εγκαταστάθηκε το 1965 στη Νέα Υόρκη. Δίδαξε ως κλινικός καθηγητής νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ενώ αρθρογραφούσε σε ιατρικά περιοδικά, αλλά και σε περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας, όπως το «The New Yorker» και «The New York Review of Books» και δημοσίευσε 13 βιβλία, που μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, πουλώντας εκατομμύρια αντίτυπα. Στα έργα του The Man Who Mistook His Wife for a Hat και An Anthropologist on Mars περιγράφει ασθενείς του που κινούνται από το σύνδρομο Τουρέτ μέχρι τον αυτισμό, το πάρκινσον, τις παραισθήσεις της μουσικής, την επιληψία, τη σχιζοφρένεια, τη νοητική καθυστέρηση και τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Το περιοδικό The New Yorker φιλοξένησε συχνά δοκίμια του Σακς, ενώ οι New York Times τον χαρακτήρισαν «ποιητή της σύγχρονης ιατρικής».
Στις 19 Φεβρουαρίου 2015 ο Σακς ανακοινώνει την διάγνωση των γιατρών για τον επικείμενο θάνατό του από καρκίνο. Δημοσιεύει ένα κείμενο με τίτλο «Η δική μου ζωή», όπου πραγματεύεται τη ζωή του μέχρι τη στιγμή της διάγνωσης και διατυπώνει τις σκέψεις του σχετικά με τον επικείμενο θάνατο και τη διαχείριση του σύντομου χρόνου που του απομένει. Οι εκδόσεις Άγρα συνοδεύουν το κείμενο αυτό με το ομότιτλο του David Hume, γραμμένο το 1776 από τον φιλόσοφο, ο οποίος στα εξηνταπέντε του χρόνια αντιμετώπισε την ίδια διάγνωση για το τέλος της ζωής του.
Στο βιβλίο με τίτλο Ευγνωμοσύνη (εκδ. Πατάκη) γράφει: «Πριν ένα μήνα ένιωθα εξαιρετικά υγιής, σχεδόν έσφυζα από υγεία. Στα 81 μου, κολυμπάω ακόμα ενάμιση χιλιόμετρο την ημέρα. Όμως μου τέλειωσε η καλοτυχία καθώς πριν λίγες βδομάδες έμαθα ότι έχω πολλαπλές μεταστάσεις στο συκώτι. Πριν εννιά χρόνια ανακάλυψα ότι είχα έναν σπάνιο καρκινικό όγκο στο μάτι που λέγεται οφθαλμικό μελάνωμα. Αν και οι ακτινοβολίες και το λέιζερ που έκανα για να φύγει αυτός ο καρκίνος με άφησαν τυφλό απ’ το ένα μάτι, ήξερα ότι πάρα πολύ σπάνια γίνεται μετάσταση. Ωστόσο ανήκω στο δύο τοις εκατό των άτυχων. Νιώθω ευγνώμων που μου χαρίστηκαν εννέα χρόνια καλής υγείας και παραγωγικότητας αφότου διαγνώστηκε ο αρχικός καρκίνος όμως τώρα αντιμετωπίζω κατάματα το θάνατο. Εναπόκειται σ’ εμένα να επιλέξω πώς θα ζήσω τους μήνες που μου απομένουν. Οφείλω και θέλω να ζήσω όσο πιο πλούσια, βαθιά και παραγωγικά μπορώ». "Είναι η μοίρα κάθε ανθρώπου" γράφει ο Σακς "να είναι μοναδικός, να ακολουθεί το δικό του μονοπάτι, να ζει τη δική του ζωή, να βιώνει τον δικό του θάνατο". Τα τέσσερα δοκίμια του βιβλίου είναι μια ωδή στη μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου και στην ευγνωμοσύνη για το δώρο της ζωής: «Τις τελευταίες μέρες, γράφει, κατάφερα να δω τη ζωή μου σαν να στέκομαι σ’ ένα πολύ ψηλό βουνό, σαν κάποιου είδους τοπίο και με μια όλο και βαθύτερη αντίληψη της συνοχής όλων της των τμημάτων. Αυτό δεν σημαίνει ότι τέλειωσα με τη ζωή. Αντιθέτως, νιώθω ολοζώντανος και θέλω και ελπίζω στο διάστημα που μου απομένει, να βαθύνω τις φιλίες μου, να αποχαιρετίσω τους αγαπημένους μου, να γράψω κι άλλο και να ταξιδέψω αν έχω τη δύναμη, όπως και να πετύχω νέα επίπεδα κατανόησης, επίγνωσης και διορατικότητας...
Τα παραπάνω απαιτούν τόλμη, σαφήνεια και για να το θέσω ξεκάθαρα: θα προσπαθήσω να νοικοκυρέψω τους λογαριασμούς μου με τον κόσμο. Όμως θα δώσω χρόνο και στο κέφι, ίσως και στις σαχλαμάρες. Αισθάνομαι ότι βιώνω μια άξαφνη πεντακάθαρη στόχευση και προοπτική. Δεν υπάρχει χρόνος για οτιδήποτε ασήμαντο. Οφείλω να επικεντρωθώ στον εαυτό μου, στη δουλειά μου και στους φίλους μου. Δεν πρόκειται πια να κολλήσω σε τηλεοπτικές συζητήσεις, κάτι που έκανα κάθε βράδυ. Δεν πρόκειται να ξαναεστιάσω σε πολιτικές ξιφασκίες για την πολιτική ή την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Κι αυτό δεν σημαίνει αδιαφορία ή αποστασιοποίηση –ενδιαφέρομαι σοβαρά για τη Μέση Ανατολή και την υπερθέρμανση του πλανήτη, για τις αυξανόμενες ανισότητες, όμως δεν είναι πλέον δική μου υπόθεση όλ’ αυτά γιατί ανήκουν στο μέλλον. Χαίρομαι όταν συναντώ ταλαντούχους νέους ανθρώπους ακόμα κι αυτούς που διέγνωσαν τη μετάστασή μου. Πιστεύω ότι το μέλλον βρίσκεται σε καλά χέρια.
Τα τελευταία δέκα χρόνια αποκτώ όλο και περισσότερο συνείδηση των συνομήλικών μου που έχασα. Η γενιά μου αποχωρεί και κάθε θάνατος που βίωσα ήταν άλλη μια ρήξη, κοβόταν άλλο ένα κομμάτι μου. Δεν θα υπάρξει κανείς σαν κι εμάς όταν φύγουμε όλοι, όμως έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν είναι σαν κάποιον άλλον. Όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν, δεν αντικαθίστανται από κανέναν. Αφήνουν τρύπες που δεν γεμίζουν γιατί αυτό είναι το πεπρωμένο -το γενετικό και νευρολογικό- κάθε ανθρώπου. Ο καθένας μας είναι μια μοναδική οντότητα που ψάχνει το δικό του δρόμο για να ζήσει τη δική του ζωή, να πεθάνει τον δικό του θάνατο».
Ο Όλιβερ Σακς πέθανε στις 30 Αυγούστου 2015 στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 82 ετών. Ό,τι αρχίζει, γράφει, πρέπει να έχει τέλος. Χωρίς να κρύβει το φόβο που νιώθει, αναφέρει πως το συναίσθημα που τον κυριεύει είναι αυτό της «ευγνωμοσύνης». «Αγάπησα και αγαπήθηκα. Πήρα πολλά και έδωσα κάτι. Διάβασα και ταξίδεψα και σκέφτηκα και έγραψα. Είχα επικοινωνία με τον κόσμο, αυτή την ειδική επαφή που έχουν οι συγγραφείς και οι αναγνώστες. Πάνω απ’ όλα υπήρξα ον με ενσυναίσθηση, ζώο σκεπτόμενο πάνω σ’ αυτόν τον όμορφο πλανήτη και αυτό από μόνο του υπήρξε ένα τεράστιο προνόμιο και περιπέτεια».